Πατριάρχης Κωνσταντίνος Β΄
Ο Κωνσταντίνος Β΄ (... - 7 Οκτωβρίου 767) διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 754 έως 766.
Πατριάρχης Κωνσταντίνος Β΄ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Θάνατος | Οκτώβριος 767 Κωνσταντινούπολη |
Αιτία θανάτου | αποκεφαλισμός |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Θρησκεία | Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ιερέας |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως |
Πριν την εκλογή του στον Πατριαρχικό Θρόνο διετέλεσε επίσκοπος Συλαίου της Παμφυλίας (κοντά στη σημερινή Αττάλεια). Το 754 δεν κατείχε το αξίωμά του, για άγνωστο λόγο. Τον Ιανουάριο του ίδιου έτους πέθανε ο προκάτοχός του, Αναστάσιος, και από τις 10 Φεβρουαρίου ως τις 8 Αυγούστου συνήλθε η εικονομαχική Σύνοδος της Ιέρειας, η οποία απαγόρευσε τις εικόνες. Κατά τη διάρκειά της, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος απέφυγε να ορίσει νέο Πατριάρχη και την προεδρία της Συνόδου άσκησε ο Μητροπολίτης Εφέσου Θεοδόσιος, γιος του πρώην Αυτοκράτορα Τιβέριου Γ΄. Στις 8 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε η επίσημη τελική συνεδρίαση στο Παλάτι των Βλαχερνών, κατά την οποία διαβάστηκαν οι αποφάσεις της Συνόδου στον Αυτοκράτορα, ο οποίος τις επικύρωσε. Κατά τη διάρκεια αυτής της συνεδρίασης, ο Αυτοκράτορας παρουσίασε τον Κωνσταντίνο ως τον νέο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως που είχε επιλέξει, και ζήτησε να εγκριθεί η επιλογή[1].
Ο Κωνσταντίνος ήταν ένας λιτός μοναχός, που έγινε πνευματικός σύμβουλος του Αυτοκράτορα. Κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών δεν έγιναν διώξεις εναντίον των εικονολατρών, αν και πολλοί μοναχοί εξέφραζαν την αντίθεσή τους στην εικονομαχία, καθώς η στρατιωτικές επιτυχίες του Αυτοκράτορα εναντίον των Βουλγάρων του παρείχαν την υποστήριξη της κοινής γνώμης. Το 761 όμως, ο Αυτοκράτορας εξαπέλυσε διωγμούς, τους οποίους υποστήριξε και ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος. Κατά τους διωγμούς αυτούς, ανδρικά και γυναικεία μοναστήρια έκλεισαν και οι μοναχοί κλήθηκαν να επιλέξουν μεταξύ γάμου και εξορίας. Το 765 πλήθος ασυμβίβαστων μοναχών διαπομπεύτηκε στον ιππόδρομο, αναγκαζόμενο να παρελάσει συνοδεύοντας γνωστές πόρνες[2].
Φαίνεται ότι είχε σχέσεις με τους εικονολάτρες, γι' αυτό ο Αυτοκράτορας τον έκρινε ένοχο προδοσίας το 765 και στις 30 Αυγούστου[3] του 766 τον συνέλαβε και, αφού τον έκλεισε στην αρχή στο Παλάτι της Ιέρειας, στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου, στη συνέχεια τον εξόρισε στην Πρίγκηπο[4]. Μετά από δύο χρόνια καθαιρέθηκε, αναθεματίστηκε από τον διάδοχό του, Νικήτα, διαπομπεύθηκε στον Ιππόδρομο και τελικά με εντολή του Αυτοκράτορα αποκεφαλίστηκε στις 7 Οκτωβρίου του 767.
Ανακηρύχθηκε άγιος και η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 30 Ιουλίου[5].
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Μανουήλ Γεδεών, σελ. 262.
- ↑ Runciman 2005, σελ. 78.
- ↑ Grumel 1958, σελ. 435.
- ↑ Μανουήλ Γεδεών, σελ. 263.
- ↑ Delehaye, Hippolyte (1902). Synaxarium Ecclesiae Costantinopolitanae (PDF). Βρυξέλλες. σελ. 856.
Πηγές
Επεξεργασία- Γεδεών, Μανουήλ (1885). Πατριαρχικοί Πίνακες: Ειδήσεις ιστορικαί βιογραφικαί περί των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως: από Ανδρέου του Πρωτοκλήτου μέχρις Ιωακείμ Γ' του από Θεσσαλονίκης, 36-1884. Κωνσταντινούπολη: Lorenz & Keil.
- Runciman, Steven (2005). Η Βυζαντινή Θεοκρατία. Εκδόσεις Δόμος. ISBN 9607217225.
- Grumel, Venance (1958). Traité d'études byzantines, τόμ. 1: La chronologie. Presses universitaires de France, συλλογή «Bibliothèque byzantine».