Πλήρης απασχόληση στη μακροοικονομική ονομάζεται το επίπεδο εκείνο του ποσοστού ανεργίας το οποίο αντιστοιχεί σε μηδενική κυκλική ανεργία. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι όταν μιλούν για «πλήρη απασχόληση» αναφέρονται στο ποσοστό ανεργίας μη-επιταχυνόμενου πληθωρισμού (Non-Accelerating Inflation Rate of Unemployment ή NAIRU). Ο όρος αυτός, ποσοστό ανεργίας μη-επιταχυνόμενου πληθωρισμού, είναι τεχνικός όρος που αντιστοιχεί σε ένα μέγεθος που μπορεί να προσδιοριστεί εμπειρικά. Εισήχθη από τους Φράνκο Μοντιλιάνι και Λουκά Παπαδήμο το 1975.[1] Προέκυψε ως εξέλιξη της αρχικά προταθείσας έννοιας περί ενός «φυσικού ποσοστού ανεργίας» το οποίο είναι αναπόφευκτο να υπάρχει. Δηλαδή ανεργία προερχόμενη από όλες τις άλλες αιτίες εκτός των κυκλικών αυξομειώσεων του ποσοστού ανεργίας λόγω των οικονομικών κύκλων. Το επίπεδο «πλήρους απασχόλησης» του εργατικού δυναμικού αντιστοιχεί σε ένα ιδεατό, χωρίς τριβές, ακαμψίες ή ανελαστικότητες νεοκλασικό υπόδειγμα όπου όλοι εργάζονται όσο ακριβώς επιθυμούν με βάση ορθολογικές προσδοκίες για τον πραγματικό μισθό και το γενικό επίπεδο των τιμών. Οι δυσκολίες σχετικά με τον προσδιορισμό του «φυσικού ποσοστού ανεργίας» οδήγησαν στην αντικατάσταση του από το ποσοστό ανεργίας μη-επιταχυνόμενου πληθωρισμού.

Πηγές Επεξεργασία

  • R. Dornbusch, S. Fischer, Macroeconomics, 1990, ελληνική έκδοση σελ. 577.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Brian Snowdon, Howard R. Vane, Modern macroeconomics: its origins, development and current state, 2005, p.187.