Πλειάδες (μυθολογία)


Οι Πλειάδες, συντρόφισσες της θεάς Άρτεμις, ήταν οι εφτά κόρες του Τιτάνα Άτλαντα και της Ωκεανίδας Πλειόνης που γεννήθηκαν στο όρος Κυλλήνη (και θεωρούνταν θεότητες του βουνού) κατά την Ελληνική μυθολογία. Ήταν οι αδελφές των Εσπερίδων, των Υάδων, του Ύαντα και της Καλυψούς. Οι Πλειάδες ήταν Νύμφες στην ακολουθία της θεάς Άρτεμις, και μαζί με τις Υάδες αποκαλούνταν "Ατλαντίδες", "Δωδωνίδες" ή "Νυσιάδες", οι τροφοί και δασκάλες του μικρού θεού Διονύσου. Την ύπαρξή τους οι αρχαίοι Έλληνες εμπνεύσθηκαν από τον ομώνυμο αστερισμό, που στα νεώτερα χρόνια έγινε γνωστός ως Πούλια και που τις συσχέτιζαν με τη βροχή . Από την ένωσή τους με το θεό Δία, τον θεό Ποσειδώνα και τον θεό Άρη γεννήθηκαν θεοί και ήρωες.

Οι εφτά αδελφέςΕπεξεργασία

Οι Πλειάδες ήταν επτά, όπως και οι αστέρες του αστερισμού που είναι ορατά διά γυμνού οφθαλμού. Αρκετοί από τους πιο περίφημους Ολύμπιους θεούς (συμπεριλαμβανόμενων του Δία, του Ποσειδώνα και του Άρη) είχαν ερωτικές σχέσεις με τις επτά ουράνιες αδελφές. Αυτές οι σχέσεις είχαν ως αποτέλεσμα την γέννηση των παιδιών τους:

Μερικές φορές συσχετίζονται με τις αδελφές τους, τις Εσπερίδες, Νύμφες του πρωινού αστεριού.

ΜυθολογίαΕπεξεργασία

Σχετικά με το πώς οι Πληιάδες έγιναν αστερισμός, υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η επικρατέστερη είναι πως αυτοκτόνησαν απ' τον καημό τους για την τιμωρία του πατέρα τους Άτλαντα να σηκώνει στους ώμους τον κόσμο, ή για το χαμό των αδελφών τους, Υάδων. Η Βοιωτική παραλλαγή του μύθου, αναφέρει, πως ο Γίγαντας Ωρίωνας τις ερωτεύτηκε και τις καταδίωξε θέλοντας να τις απαγάγει. Η καταδίωξη συνεχίστηκε για πέντε έτη, οπότε κι οι Πλειάδες κατέφυγαν στον θεό Δία, που πρώτα τις μεταμόρφωσε σε περιστέρια και μετά σε αστερισμό για να τις γλιτώσει.[1] Ο Ωρίωνας, όμως, τις ακολούθησε στον ουρανό ως αστερισμός κι αυτός, κι έτσι οι Πληιάδες, που προπορεύονται αυτού στον ουρανό, πέφτουν στη θάλασσα για να του ξεφύγουν.

Ο αστερισμός των Πλειάδων χρησίμευε για τον καθορισμό των εποχών, κατά την αρχαιότητα, διότι η εμφάνισή του στην ανατολή γινόταν κατά τα τέλη Μαΐου, αναγγέλλοντας την άφιξη του θέρους, ενώ η δύση του προμήνυε την άφιξη του χειμώνα. Ο αρχαίος ποιητής Ησίοδος αναφέρει τις Πλειάδες στο έργο του «Έργα και Ημέραι», δίνοντας πρακτικές συμβουλές.[2]

ΠαραπομπέςΕπεξεργασία

  1. Hofmann, J.B. (1950) «Ετυμολογικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής» μετάφραση Παπανικολάου Δ. Αντωνίου, Αθήνα 1974. Σελ.331
  2. Έργα και ημέραι, στ. 615-623

Εξωτερικοί σύνδεσμοιΕπεξεργασία