Η ποιμαντορική ράβδος ή αγία ράβδος ή πατερίτσα είναι εξάρτημα - σύμβολο της αρχιερωσύνης στην Ορθόδοξη Εκκλησία (του επισκόπου, του Μητροπολίτου, του βοηθού επισκόπου, του Αρχιεπισκόπου και του Πατριάρχου), όπως και στην Ρωμαιοκαθολική, Αγγλικανική, και Ανατολίτικη Εκκλησία, καθώς και κάποιων Λουθηρανικών, Μεθοδιστών, και Πεντηκοστιανών πρελάτων.

Ποιμαντική ράβδος στο χέρι ορθόδοξου επισκόπου

Ορθόδοξη Εκκλησία

Επεξεργασία

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι σύμβολο της πνευματικής, ποιμαντικής και δικαστικής εξουσίας που έχει ο επίσκοπος. Για πιο εύκολη μεταφορά και αποθήκευση, η ποιμαντορική ράβδος αποτελείται από συναρμολογούμενα επάργυρα ή επίχρυσα, σκαλιστά, μεταλλικά τμήματα. Στην κορυφή της φέρει έναν σταυρό μεταξύ δύο αντιτακτών φιδιών.

Για τα φίδια αυτά υπάρχουν οι εξής εξηγήσεις:

  • Παραπομπή στο χάλκινο φίδι που ύψωσε ο Μωυσής στην έρημο, ως προεικόνιση της Σταύρωσης του Χριστού.
  • Παραπομπή στη ρήση του Χριστού «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων. γίνεσθε οὒν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί»(Ματθ. ι´, 16).

Μια δεύτερη εκδοχή ποιμαντορικής ράβδου είναι το "αρχιερατικό μπαστούνι" ή "χαζράνι", το οποίο φέρουν οι επίσκοποι εκτός αρχιερατικής τελετουργίας. Σε αντίθεση με την ποιμαντορική ράβδο, το μπαστούνι είναι σημαντικά πιο κοντό και συνήθως μαύρου χρώματος. Στο επάνω μέρος προσαρτάται βιδωτή, επάργυρη, διακοσμημένη λαβή.

 
Ποιμαντορική ράβδος ρωσικού ρυθμού

Η ποιμαντική ράβδος φέρεται μόνο κατά την διάρκεια οποιασδήποτε αρχιερατικής ιερουργίας (Λειτουργία, Μυστήριο, Αγιασμό κ.λπ. ή αίθριες θρησκευτικές τελετές) με μόνη εξαίρεση την «εν πομπή» μετάβαση του αρχιερέα προς ενθρόνιση και της κατ΄ έθιμο σήμερα επίσημης φωτογράφισής του, φέροντας όμως υποχρεωτικά τον αρχιερατικό μανδύα. Κατά την επίδοση της στον Αρχιερέα, λέγεται η εξής ευχή : «Ράβδον δυνάμεως ἐξαποστελεῖ σοι Κύριος ἐκ Σιών, καὶ κατακυρίευε ἐν μέσῳ τῶν ἐχθρῶν σου, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου έχει αποκλειστικό δικαίωμα να έχει ράβδο σε σχήμα αυτοκρατορικού σκήπτρου, το οποίο του δώθηκε το 478 απο τον αυτοκράτορα Ζήνωνα μαζί με αλλά δύο προνόμια. (Το δεύτερο ήταν να υπογράφει το όνομά του με κιννάβαρι, και το τρίτο είναι να φοράει μωβ εξώρασο αντί για μαύρο).

Γενικότερα, το μπαστούνι φέρεται και από ιερείς, οι οποίοι είναι τελετάρχες θρησκευτικής πομπής ή προϊστάμενοι ναών εν ώρα αρχιερατικής Θείας Λειτουργίας ή ηγούμενοι Ιερών Μονών, σαν γνώρισμα του αξιώματός τους.