Η Πολιορκία της Καμάρτζα έλαβε χώρα επί δυο μήνες το 729 κοντά στη Σαμαρκάνδη (σημ. Ουζμπεκιστάν) μεταξύ των Αράβων του Χαλιφάτου των Ομεϋαδών και του τουρκικού χαγανάτου των Τουργκές, με τους οποίους είχαν συμμαχήσει και οι ντόπιοι Σόγδιοι. Η αραβική κατάκτηση της Υπερωξειανής είχε αναστραφεί την δεκαετία του 720 εξαιτίας των εξεγέρσεων των Σόγδιων ηγεμόνων και των εισβολών των Τουργκές. Όταν οι Τουργκές υπό την προσωπική ηγεσία του χαγάνου Σουλούκ επιτέθηκαν στην Καμάρτζα το 729, το φρούριο είχε απομείνει ως ένα από τα τελευταία ερείσματα των Αράβων στην Υπερωξειανή. Η επακόλουθη πολιορκία, για την οποία σώζεται λεπτομερής περιγραφή στην ιστορία του αλ-Ταμπαρί, διήρκεσε 58 ημέρες και έληξε με την εκκένωση του φρουρίου από την αραβική φρουρά κατόπιν διαπραγματεύσεων. Η πείσμων άμυνα της Καμάρτζα υμνήθηκε στην αραβική λογοτεχνία, αλλά η αραβική εξουσία στην Υπερωξειανή καταλύθηκε πλήρως μετά την Μάχη της Στενωπού δυο χρόνια αργότερα. Μόνο μετά το 738, όταν κατέρρευσε το χαγανάτο των Τουργκές, κατάφεραν οι Άραβες να αποκαταστήσουν τον έλεγχό τους στην περιοχή.

Πολιορκία της Καμάρτζα
Ισλαμική κατάκτηση της Υπερωξειανής
Η Υπερωξειανή τον 8ο αιώνα
Χρονολογία729 μ.Χ.
ΤόποςΟχυρό Καμάρτζα, πλησίον Σαμαρκάνδης (σημ. Ουζμπεκιστάν)
ΈκβασηΕπιτυχής άμυνα και εκκένωση του φρουρίου από την αραβική φρουρά
Αντιμαχόμενοι
Χαγανάτο των Τουργκές και ντόπιοι σύμμαχοι
Ηγετικά πρόσωπα
άγνωστο

Υπόβαθρο Επεξεργασία

Η περιοχή της Υπερωξειανής είχε κατακτηθεί από τους Μουσουλμάνους υπό τον Κουτάιμπα ιμπν Μουσλίμ κατά το χαλιφάτο του Ουαλίντ Α' (705-715), ως επακόλουθο της κατάκτησης της Περσίας και του Χορασάν στα μέσα του Ζ' αιώνα.[1][2] Η αφοσίωση των γηγενών ιρανικής και τουρκικής καταγωγής πληθυσμών στους νέους επικυριάρχους τους όμως παρέμενε αμφίβολη, και ήδη το 719 έστειλαν πρεσβεία στους Κινέζους και τους υποτελείς σε αυτούς Τουργκές αιτούμενοι βοήθεια κατά των Μουσουλμάνων.[3] Σε απάντηση, το 720 οι Τουργκές άρχισαν να εξαπολύουν επιθέσεις, και οι Σόγδιοι άρχισαν να εξεγείρονται κατά του Χαλιφάτου. Αυτές οι πρώτες εξεγέρσεις κατεστάλεισαν με βάναυσο τρόπο, αλλά οι Άραβες απόλεσαν την πιο μακρινή τους κτήση, την Φεργάνα.[4][5] Το 724 ο Άραβας κυβερνήτης Μουσλίμ ιμπν Σαΐντ αλ-Κιλαμπί υπέστη βαριά ήττα (η λεγόμενη «Ημέρα της Δίψας») από τους Τουργκές όταν προσπάθησε να ανακαταλάβει την Φεργάνα. Έκτοτε οι Άραβες περιορίστηκαν στην άυμνα, και παρότι δεν έλαβαν χώρα άλλες εκ παρατάξεως μάχες, κατά τα επόμενα δυο χρόνια η αραβική εξουσία στην Υπερωξειανή κατέρρευση ταχύτατα. Μέχρι το 728, ως συνέπεια των εξεγέρσεων των Σόγδιων ηγεμόνων και των εισβολών των Τουργκές, μόνο η Σαμαρκάνδη, και τα οχυρά της Νταμπουσίγια και της Καμάρτζα, στην κοιλάδα του ποταμού Ζαραφσάν, παρέμεναν σε αραβικά χέρια σε ολόκληρη την Υπερωξειανή.[6][7][8]

Πολιορκία Επεξεργασία

Το 729, ο νέος Άραβας κυβερνήτης, Ασράς ιμπν Αμπνταλλάχ αλ-Σουλαμί, κατάφερε να διασχίσει τον Ώξο και να φτάσει στη Μπουχάρα, παρά την ισχυρή αντίσταση που συνάντησε από τους Τουργκές και τους Σόγδιους συμμάχους τους. Η επικράτηση των Αράβων ήταν οριακή, και οι Τουργκές ήταν σε θέση να αποχωρήσουν ανενόχλητοι προς την περιοχή της Σαμαρκάνδης, πράγμα που τους έφερε κοντά στην Καμάρτζα,[9][10] μια οχυρωμένη πολίχνη περίπου εφτά παρασάγγες (γύρω στα 42 χλμ) δυτικά της Σαμαρκάνδης.[11] Η κατοπινή πολιορκία της Καμάρτζα, περιγράφεται στην «Ιστορία των Προφητών και των Βασιλέων» του ατ-Ταμπαρί, σύμφωνα με τον ιστορικό Χιου Κέννεντυ, σε "μια από τις πιο ζωντανές σκηνές του πολέμου" των Αράβων στην Υπερωξειανή.[12]

Ο στρατός των Τουργκές, υπό τον χαγάνο Σουλούκ, περιλάμβανε και δυνάμεις της Φεργάνα, της ατ-Ταραμπάντ (πρωτεύουσας του βασιλείου του Σας, της σημερινής Τασκένδης), της Αφσινάχ (πόλη κοντά στη Σαμαρκάνδη), της Νασάφ και της Μπουχάρα. Ο στρατός προσέγγισε την Καμάρτζα ακολυθώντας τον δρόμο Μπουχάρας-Σαμαρκάνδης. Οι Τουργκές και οι σύμμαχοί τους άφησαν τον δρόμο και έστησαν στρατόπεδο, αλλά η φρουρά της πόλης δεν αντιλήφθηκε την άφιξή τους επειδή οι κινήσεις τους καλύπτονταν από έναν λόφο. Το επώμενο πρωί, όταν οι Άραβες βγήκαν από την πόλη για να ποτίσουν τα υποζύγιά τους και ανέβηκαν τον λόφο, εξεπλάγησαν από το «βουνό ατσαλιού» του εχθρικού στρατού, όπως γράφει ο ατ-Ταμπαρί. Οι Άραβες τότε έστειλαν μερικά από τα ζώα τους να κατέβουν τον λόφο προς το ποτάμι ως αντιπερισπασμό, και βιάστηκαν να επιστρέψουν στην πόλη. Οι Τουργκές σύντομα τους αντιλήφθηκαν και τους καταδίωξαν, αλλά οι Άραβες γνώριζαν το έδαφος καλύτερα και κατάφεραν να φτάσουν στην πόλη και την ασφάλεια των χωμάτινων προμαχώνων της λίγο πριν τους διώκτες τους. Αμέσως ξέσπασε άγρια σύγκρουση καθώς οι Τουργκές επιτέθηκαν στις πύλες και προσπάθησαν να εισέλθουν στην πόλη, ώσπου οι Άραβες άρχισαν να ρίχνουν φλεγόμενα δεμάτια εναντίον τους, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν πίσω από την τάφρο. Το απόγευμα, οι Τουργκές αποχώρησαν, και οι Άραβες έκαψαν την ξύλινη γέφυρα που διέσχιζε την τάφρο.[13][14]

Ο χαγάνος τότε έστειλε δυο απεσταλμένους στους πολιορκημένους. Ο πρώτος ήταν ο Χοσρόης, εγγονός του τελευταίου ηγεμόνα της Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών, Ισδιγέρδη Γ΄. Ο πατέρας του Χοσρόη, Περόζης, είχε καταφύγει στην αυλή της κινεζικής Δυναστείας Τανγκ, και τώρα συνόδευε τους Τουργκές ελπίζοντας να ανακτήσει τον θρόνο των προγόνων του. Όταν πλησίασε στο τείχος, παρότρυνε την φρουρά να παραδοθεί και τους υποσχέθηκε ασφαλή αποχώρηση, ενώ ανήγγειλε και την αποκατάσταση της εξουσίας του. Οι Άραβες, όμως, αρνήθηκαν να τον ακούσουν, και του απάντησαν με αγανακτισμένες ύβρεις και προσβολές. Όπως σχολιάζει ο ιστορικός Χ. Α. Ρ. Γκιμπ, η παρουσία του Χοσρόη «μπορεί να εκληφθεί ως ένδειξη ότι οι εξεγερμένοι είχαν την υποστήριξη της Κίνας, αν και τα κινεζικά αρχείασιωπούν σχετικά με αυτή την εκστρατεία».[14][15][16] Μετά την αποτυχία του Χοσρόη, ο χαγάνος έστειλε έναν ντόπιο, τον Bazaghari,[17] να διαπραγματευτεί με την φρουρά, μαζί με μερικούς Άραβες κρατούμενους για να τους εκφοβίσει. Ο χαγάνος πρόσφερε να ενσωματώσει την αραβική φρουρά στον στρατό του, με διπλάσιο μισθό, αλλά και αυτή η πρόταση απορρίφθηκε με περιφρόνηση από τον Άραβα διαπραγματευτή, Γιαζίντ ιμπν Σαΐντ αλ-Μπαχιλί (επελέγη επειδή μιλούσε λίγα τουρκικά), με την φράση «Πώς μπορούν οι Άραβες, ως λύκοι, να είναι με τους Τουργκές, που είναι πρόβατα;» Η απάντησή του εξαγρίωσε τους συντρόφους του Bazaghari, που απείλησαν να τον σκοτώσουν, και έτσι ο Γιαζίντ πρόσφερε μια άλλη λύση: η μισή φρουρά, με όλα τα κινητά της αγαθά, θα αφηνόταν ελεύθερη να αποχωρήσει, ενώ η υπόλοιπη μισή θα έμπαινε στην υπηρεσία του χαγάνου. Ο Bazaghari αποδέχτηκε την πρότασή του, και έστειλε τον Γιαζίντ να ανακοινώσει τους όρους στην φρουρά. Μόλις όμως βρέθηκε πάλι πίσω από το τείχος, ο Γιαζίντ απέρριψε τους όρους και παρότρυνε τους άλλους Άραβες να αντισταθούν.[18][19]

Ο χαγάνος τότε διέταξε τους άνδρες του να γεμίσουν την τάφρο με χλωρά ξύλα, ώστε να μην καίγονται εύκολα. Οι πολιορκούμενοι αντιμετώπισαν το τέχνασμα με το να ρίχνουν οι ίδιοι ξερά ξύλα στην τάφρο. Μετά από έξι μέρες, όταν η τάφρος είχε γεμίσει, οι Άραβες της έβαλαν φωτιά. Με τη βοήθεια ενός δυνατού ανέμου, οι μόχθοι των Τουργκές καταστράφηκαν. Οι Άραβες τοξότες αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικοί, και σκότωσαν αρκετούς αντιπάλους τους, μεταξύ των οποίων και ο Bazaghari. Οι Τουργκές εκτέλεσαν 100 Άραβες αιχμαλώτους ως αντίποινα, σε πλήρη θέα της φρουράς. Απαντώντας, οι Άραβες εκτέλεσαν 200 νεαρούς ντόπιους κατοίκους που κρατούσαν ως ομήρους. Οι νεαροί προσπάθησαν να αντισταθούν, αλλά μάταια.[20][21] Η αφήγηση της πολιορκίας από τον ατ-Ταμπαρί, προφανώς βασιζόμενη σε αυτόπτεις μαρτυρίες, συνεχίζει με μεμονωμένα επεισόδια: μια αποφασισμένη επίθεση κατά της πύλης, κατά την οποία πέντε Τουργκές κατάφεραν να σκαρφαλώσουν το τείχος προτύ αποκρουστούν, ο Σόγδιος ηγεμόνας του Ταραμπάντ, που με τους ακολούθους του εισήλθε σε ένα ρήγμα στο τείχος που έβγαζε στο εσωτερικό ενός σπιτιού, μόνο για να σκοτωθεί από τον ηλικιωμένο και άρρωστο ιδιοκτήτη και την οικογένειά του, το πώς οι Άραβες χρησιμοποίησαν τις σανίδες που επένδυαν τα αρδευτικά αυλάκια για να ενισχύσουν τις οχυρώσεις τους, ή το πώς ο χαγάνος, που πλησίασε για να επιθεωρήσει τις οχυρώσεις, χτυπήθηκε από βέλος στο πρόσωπο και σώθηκε μόνο από το επιρρίνιο του κράνους του.[22][23]

Η πείσμων αντίσταση της φρουράς ενόχλησε σφόδρα τον χαγάνο, που επέρριψε ευθύνες στους Σόγδιους συμμάχους του, που είχαν ισχυσιστεί ότι υπήρχαν "πενήντα γάιδαροι μέσα (στην πόλη) και ότι θα μπορούσαμε να την καταλάβουμε σε πέντε μέρες, αλλά τώρα οι πέντε μέρες γίναν δυο μήνες".[24][25] Εν τέλεο, ο χαγάνος επανέλαβε τις διαπραγματεύσεις, και προσέφερε ασφαλή διέλευση στη φρουρά, είτε για την Νταμπουσίγια είτε για την Σαμαρκάνδη, που βρίσκονταν ακόμα σε αραβικά χέρια. Η φρουρά έστειλε έναν ιππέα στην Σαμαρκάνδη για συμβουλές, και έλαβε την απάντηση να προτιμήσει την Νταμπουσίγια, που ήταν πιο κοντά. Μετά από 58 μέρες, από τις οποίες, σύμφωνα με τον ατ-Ταμπαρί, η φρουρά "δεν πότισε τις καμήλες τους για 35 μέρες", η πολιορκία έλαβε τέλος. Οι Άραβες και οι Τουργκές αντήλλαξαν πέντε ομήρους η κάθε πλευρά, συμπεριλαμαβάνοντας και έναν εκ των πιο σημαντικών υπαρχηγών του Σουλούκ, τον Κουρσούλ. Μετά την αμοιβαία σφαγή αιχμαλώτων στην αρχή της πολιορκίας, οι καχύπτοπτοι Άραβες αρνήθηκαν να φύγουν ενόσω ο χαγάνος και ο στρατός του ήταν παρόντες, και ένας Άραβας με τραβηγμένο εγχειρίδιο στο χέρι τοποθετήθηκε πίσω από κάθε όμηρο, ενώ όλοι οι όμηροι δεν έφεραν θώρακα.[24][26]

Καθώς οι Άραβες της Καμάρτζα πλησίαζαν την Νταμπουσίγια, η τοπική φρουρά αρχικά νόμισε ότι ήταν Τουργκές που έρχονταν να τους επιτεθούν, και ότι οι Καμάρτζα είχε καταληφθεί. Καθώς όμως παρατάσσονταν για μάχη, ένας ιππέας από τη φρουρά της Καμάρτζα τους ενημέρωσε για τα τεκταινόμενα, και "οι άντρες της Νταμπουσίγια κάλπασαν να βοηθήσουν οποιονήποτε ήταν πολύ εξασθενημένος για να περπατήσει ή ήταν πληγωμένος".[27][28] Τότε άρχισαν να απελευθερώνονται οι όμηροι, με τους Άραβες να στέλνουν έναν όμηρο κάθε φορά, και τους Τουργκές να αφήνουν έναν από τους δικούς τους ομήρους. Στο τέλος, όταν είχαν απομείνει μόνο από ένας όμηρος σε κάθε πλευρά, αμφότεροι αρνήθηκαν να αφήσουν τον δικό τους όμηρο πρώτοι, ώσπου ο Άραβας όμηρος προσφέρθηκε να είναι ο τελευταίος. Για την θαρραλέα του πράξη αυτή, ο Κουρσούλ τον αντάμειψε με μια πλήρη πανοπλία και ένα άλογο.[29][30]

Επιπτώσεις Επεξεργασία

Σύμφωνα με τον Γκιμπ, "η φήμη της υπεράσπισης της Καμάρτζα εξαπλώθηκε ευρύτατα, αλλά έφερε μικρή ανακούφιση από την πίεση στους Άραβες". Σχεδόν όλη η Υπερωξειανή, εκτός από την Μπουχάρα και τη Σαμαρκάνδη, χάθηκαν, και ακόμα και στη γειτονική Χωρασμία ξέσπασε εξέγερση, που όμως κατεστάλη γρήγορα από τους εκεί Άραβες εποίκους.[9][31] Η Σαμαρκάνδη παρέμεινε το τελευταίο μείζον προπύργιο των Αράβων βαθιά στην Υπερωξειανή, και οι επόμενες επιχειρήσεις και των δυο πλευρών εστίασαν επάνω της. Προσπαθώντας να άρουν την πολιορκία της Σαμαρκάνδης από τους Τουργκές το 731, οι Άραβες υπέστησαν καταστροφική ήττα στην Μάχη της Στενωπού, την οποία ακολούθησε η πλήρης κατάρρευση της αραβικής εξουσίας στην Υπερωξειανή.[32][33][34] Οι Άραβες κατάφεραν να ανακάμψουν μόνο μετά τον φόνο του Σουλούκ το 738, που σήμανε την έναρξη εμφυλίου πολέμου και την ταχύτατη παρακμή του χαγανάτου των Τουργκές. Υπό τον κυβερνήτη Νασρ ιμπν Σαγιάρ, οι Άραβες το 739-741 κατάφεραν να αποκαταστήσουν την εξουσία του χαλιφάτου ως την Σαμαρκάνδη.[35][36]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Blankinship 1994, σελίδες 19, 29–30.
  2. Gibb 1923, σελίδες 29–58.
  3. Blankinship 1994, σελίδες 109–110.
  4. Blankinship 1994, σελίδες 125–126.
  5. Gibb 1923, σελίδες 61–65.
  6. Blankinship 1994, σελίδες 126–128.
  7. Gibb 1923, σελίδες 65–70.
  8. Kennedy 2007, σελ. 280.
  9. 9,0 9,1 Blankinship 1994, σελ. 128.
  10. Gibb 1923, σελίδες 70–71.
  11. Blankinship 1989, σελ. 54, σημ. 245.
  12. Kennedy 2007, σελίδες 280–281.
  13. Blankinship 1989, σελίδες 55–56.
  14. 14,0 14,1 Kennedy 2007, σελ. 281.
  15. Blankinship 1989, σελ. 56.
  16. Gibb 1923, σελ. 71.
  17. η ακριβής προφορά του ονόματος είναι άγνωστη
  18. Kennedy 2007, σελίδες 281–282.
  19. Blankinship 1989, σελίδες 56–57.
  20. Kennedy 2007, σελ. 282.
  21. Blankinship 1989, σελίδες 57–58.
  22. Kennedy 2007, σελίδες 282–283.
  23. Blankinship 1989, σελίδες 58–59.
  24. 24,0 24,1 Kennedy 2007, σελ. 283.
  25. Blankinship 1989, σελ. 58.
  26. Blankinship 1989, σελίδες 59–61.
  27. Kennedy 2007, σελίδες 283–284.
  28. Blankinship 1989, σελίδες 61–62.
  29. Kennedy 2007, σελ. 284.
  30. Blankinship 1989, σελ. 62.
  31. Gibb 1923, σελίδες 71–72.
  32. Blankinship 1994, σελίδες 155–161.
  33. Gibb 1923, σελίδες 72–76.
  34. Kennedy 2007, σελίδες 284–289.
  35. Blankinship 1994, σελίδες 176–185.
  36. Kennedy 2007, σελίδες 289–294.

Πηγές Επεξεργασία

 
 
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Siege of Kamarja της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).