Η Ρινόπλαξ είναι κορακιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Βουκερωτιδών, που απαντά στη ΝΑ. Ασία. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Rhinoplax vigil και δεν περιλαμβάνει υποείδη. [3]

Ρινόπλαξ
Αρσενική ρινόπλαξ
Αρσενική ρινόπλαξ
Κατάσταση διατήρησης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Βουκερωτόμορφα (Coraciiformes)
Οικογένεια: Βουκερωτίδες (Bucerotidae)
Γένος: Ρινόπλαξ (Rhinoplax) (Vieillot, 1809) F [i]
Είδος: R. vigil (Ρινόπλαξ) (Gloger, 1841)
Διώνυμο
Rhinoplax vigil (Ρινόπλαξ η εναργής) [1]
J. R. Forster, 1781

Ονοματολογία Επεξεργασία

Η επιστημονική ονομασία του γένους είναι η λατινική απόδοση της ελληνικής λέξης Ρινόπλαξ (ρις «μύτη» + πλαξ «πλάκα, επίπεδη επιφάνεια»), με σαφή αναφορά στο χαρακτηριστικό ράμφος του πτηνού.

Για τη λατινική επιστημονική ονομασία του είδους vigil, υπάρχουν δύο απόψεις: σύμφωνα με την πρώτη, η λέξη σημαίνει «αυτός που επαγρυπνεί προσέχοντας για κάτι» και, κατ’ ακολουθίαν, «φρουρός, εναργής», [ii] εξ ου και η δάνεια ελληνική λέξη «βιγλάτορας». [4][5][6] Η έννοια του «φρουρού» μπορεί να προσδόθηκε στο πτηνό, λόγω του ράμφους του που μοιάζει με κράνος, άλλωστε υπάρχει τέτοια δοξασία στους ιθαγενείς των περιοχών όπου κατοικεί (βλ. Κουλτούρα).

Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, η ονομασία έχει τη ρίζα της στο λατινικό ρήμα vigeo < (ινδοευρ.) weg «ζώ, είμαι γεμάτος ζωή» και, κατ’ επέκτασιν, «είμαι ευτραφής, ευζώητος», [ii] που πιθανόν να παραπέμπει στο μεγάλο ράμφος του πτηνού. [5][7]

Παρόμοιο συσχετισμό με το ράμφος του πτηνού κάνει, επίσης, η αγγλική του ονομασία Helmeted hornbill «βούκερως με ράμφος-κράνος».

Συστηματική ταξινομική Επεξεργασία

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1781, από τον Γερμανό πάστορα και φυσιοδίφη Γιόχαν Ράινχολντ Φόρστερ, στη Σουμάτρα, ως Buceros vigil. Κάποιοι ερυνητές εξακολουθούν να το τοποθετούν στο γένος Buceros, αν και διαφέρει αρκετά στη μορφολογία και στη φωνή από αυτό. [8] Το γένος Rhinoplax είναι μονοτυπικό, δεν περιλαμβάνει δηλαδή άλλο είδος, εκτός από το Rhinoplax vigil. [3]

Γεωγραφική κατανομή Επεξεργασία

Η ρινόπλαξ απαντά μόνιμα, μόνο σε ορισμένες περιοχές της ΝΑ. Ασίας και, συγκεκριμένα, στη Σουμάτρα, τη Βόρνεο και στο μεγαλύτερο μέρος της Μαλαισιανής Χερσονήσου, δηλαδή στη Μαλαισία και μέρος της Ταϊλάνδης και της Μιανμάρ. Από τη Σινγκαπούρη φαίνεται ότι έχει εκλείψει. [2][3][8][9]

Βιότοπος Επεξεργασία

Η ρινόπλαξ ενδημεί στα πρωτογενή αειθαλή και ημι-αειθαλή πεδινά δάση, μέχρι τα 1500 μέτρα. Προτιμά τα ανώμαλα, πετρώδη εδάφη και μπορεί να συχνάζει, τοπικά, σε επιλεκτικά υλοτομημένες τοποθεσίες. [2]

Μορφολογία Επεξεργασία

Γενικά Επεξεργασία

Η ρινόπλαξ είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό πτηνό όπως, άλλωστε, όλα τα μέλη της οικογένειας Βουκερωτίδες, με το χαρακτηριστικό μεγάλο ράμφος της. Ωστόσο, ένα επί πλέον στοιχείο είναι το μεγάλο της μέγεθος -είναι το δεύτερο μεγαλύτερο μέλος της οικογένειας-.

Έχει κυρίως μαυριδερό πτέρωμα, εκτός από το ότι η κοιλιά και τα πόδια είναι λευκωπά. Επίσης, και η ουρά είναι λευκή με το κάθε φτερό να έχει μία μαύρη λωρίδα κοντά στην άκρη. Η ουρά είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με τα δύο κεντρικά φτερά της να είναι μακρύτερα από τα υπόλοιπα, δίνοντας στο πουλί συνολικό μήκος μεγαλύτερο από οποιουδήποτε άλλου είδους στην οικογένεια. Γύρω από τους οφθαλμούς υπάρχουν καφεκάστανες τούφες, ενώ άλλο μορφολογικό χαρακτηριστικό είναι το γυμνό και ζαρωμένο «μπάλωμα» του λαιμού, τιρκουάζ στα θηλυκά και κόκκινο στα αρσενικά.

Ράμφος Επεξεργασία

Το ράμφος έχει χαρακτηριστικό μεγάλο ύβωμα, εν είδει «κράνους», το οποίο ξεκινάει από τη μέση του και φθάνει μέχρι το μέτωπο, όπου και τελειώνει απότομα. Τόσο το ύβωμα, όσο και το κυρίως ράμφος έχουν δύο χρωματισμούς: είναι κιτρινωπά, στο χρώμα του κεριού, στην άκρη τους, ενώ το υπόλοιπο τμήμα τους είναι κοκκινωπό, λόγω του εκκρίματος του αδένα, που χρησιμεύει στον καθαρισμό του πτερώματος (preening). Σε αντίθεση με τις άλλες βουκερωτίδες οι οποίες διαθέτουν κοίλο ύβωμα με πολλές αεροφόρους οδούς, η ρινόπλαξ διαθέτει ύβωμα συμπαγές που, μαζί με το ράμφος και το κρανίο, μπορεί να αποτελούν το 10% του συνολικού βάρους του πτηνού. Το συγκεκριμένο συμπαγές ύβωμα αποτελείται από κάποιο κερατινοειδές υλικό, το οποίο ονομάζεται «ελεφαντόδοντο του βούκερου» και φαίνεται να αποτελεί μία από τις σοβαρές αιτίες για τη λαθροθηρία του είδους σε κάποιες περιοχές.

Βιομετρικά στοιχεία Επεξεργασία

  • Μήκος σώματος: 110 έως 120 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 50 εκατοστά
  • Βάρος: ♂ 3,1 κιλά , ♀ 2,6-2,8 κιλά

(Πηγές: [10][11]

Τροφή Επεξεργασία

 
Ακριβής ζωγραφική απεικόνιση, που δείχνει την κίνηση του πτηνού μέσα στα ενδιαιτήματά του

Η ρινόπλαξ είναι κυρίως οπωροφάγο πτηνό, με προτίμηση τις συκιές της περιοχής όπου ζει. Ωστόσο, μπορεί να τρέφεται και με ζωική ύλη, όπως φίδια, μικρά θηλαστικά, ακόμη και νεοσσούς του δικού της είδους. Πολλές φορές κρέμεται ανάποδα στα κλαδιά και, χρησιμοποιεί το ύβωμα του ράμφους ως εργαλείο για να σκάψει σε σάπια ξύλα και χαλαρούς φλοιούς, προς αναζήτηση εντόμων ή παρόμοιας λείας. Παρόλο που τα ζευγάρια αναπαραγωγής βρίσκονται μαζί στην περιοχή φωλιάσματος, όταν αναζητούν την τροφή τους, το κάνουν ξεχωριστά. [12]

Ηθολογία Επεξεργασία

Σε αντίθεση με πολλούς οπωροφάγους βούκερους, η ρινόπλαξ είναι μάλλον καθιστικό πτηνό, μένει δηλαδή σε μία σταθερή περιοχή την οποία υπερασπίζεται από τους ανταγωνιστές της. Μικρές ομάδες, μέχρι και 14 μη αναπαραγωγικά πτηνά μαζί με νεαρά πουλιά μπορούν να αναζητούν τροφή σε ενιαίο χώρο, αλλά τα ζευγάρια αναπαραγωγής έχουν τις δικές τους περιοχές. [10] Μάλιστα, τα αρσενικά αλληλοκαταδιώκονται συχνά, πετώντας ανάμεσα στα δένδρα του δάσους, ενώ χρησιμοποιούν και τα βαριά τους ράμφη για να «κονταροχτυπιούνται». Επειδή αυτές οι αψιμαχίες συμβαίνουν συνήθως κοντά στα οπωροφόρα δένδρα, πιστεύεται ότι είναι ανταγωνισμός αποκλειστικά για την περιοχή αναζήτησης τροφής. [12]

Φωνή Επεξεργασία

Η ρινόπλαξ έχει ξεχωριστή, ιδιαίτερη φωνή που, έχει χρησιμοποιηθεί από τους ερευνητές ως συγκεκριμένο διαφοροποιητικό στοιχείο για το διαχωρισμό του είδους από την παλαιότερη κατάταξή του (βλ. Συστηματική).

  • Η φωνή της έχει περιγραφεί ως «μία σειρά από επιταχυνόμενα υπόκωφα «χου», που ακολουθούνται από το γέλιο ενός μανιακού (sic)». [11]

Ηχοφασματική ανάλυση των δυνατών ήχων που παράγονται από διάφορα άτομα, έδειξαν ότι περιείχαν λίγες αρμονικές (δηλαδή είναι πολύ απλοί στη σύνθεσή τους), με το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που παράγεται, να είναι μεταξύ 500-1500 Hz, συχνότητες που ευνοούν τη μετάδοση σε μεγάλες αποστάσεις. Έτσι εξηγείται το ότι οι ήχοι αυτοί διαδίδονται μέχρι και 2-3 χιλιόμετρα στο δάσος, κατά τη διάρκεια της ημέρας. Οι φωνητικές κλήσεις οργανώνονται σε δύο διακριτά μέρη, και εικάζεται ότι το πρώτο μέρος (τα διαδοχικά «χου») μπορεί να χρησιμεύσει κυρίως ως μέσο για την προσέλκυση της προσοχής των γειτονικών ατόμων του ιδίου είδους, ενώ το δεύτερο μέρος (το «γέλιο») μπορεί να χρησιμεύσει ως μια «διαφήμιση» της ηλικίας, του μεγέθους και της σωματικής κατάστασης του ατόμου που αρθρώνει τον ήχο. [13]

Αναπαραγωγή Επεξεργασία

Όπως και οι άλλες βουκερωτίδες, η ρινόπλαξ χαρακτηρίζεται από το εξαιρετικά ιδιόμορφο στοιχείο της αναπαραγωγικής της ηθολογίας, να «κτίζει» το θηλυκό μέσα στη φωλιά για να επωάσει τα αυγά της. Συγκεκριμένα, η φωλιά επιλέγεται να είναι η κουφάλα ενός δένδρου, ψηλά από το έδαφος και, κατόπιν, το αρσενικό «σφραγίζει» το θηλυκό μέσα στο δένδρο, χτίζοντας την είσοδο με λάσπη. Αφήνει μόνο μία μικρή τρύπα, από την οποία τροφοδοτεί το θηλυκό με εξεμεσμένη λεία, ενόσω εκείνη επωάζει. [10][11] Παρόλο που η αναπαραγωγή της δεν είναι επαρκώς μελετημένη, η ρινόπλαξ είναι μονογαμική και ωοτοκεί από τον Ιανουάριο μέχρι το Μάρτιο, αλλά έχει παρατηρηθεί να κάνει το ίδιο τον Μάιο ή ακόμη και το Νοέμβριο. [10] Μόλις εκκολαφθούν οι νεοσσοί, το θηλυκό σπάζει την είσοδο με το ράμφος της και βγαίνει, αλλά στη συνέχεια ξανασφραγίζει την είσοδο, μέχρις ότου οι νεοσσοί αποκτήσουν το πρώτο τους πτέρωμα. [11]

Κατάσταση πληθυσμού Επεξεργασία

Υπάρχει μια σειρά από παράγοντες που φαίνεται να απειλούν το είδος, ενώ και οι πληθυσμοί του είναι γνωστό ότι μειώνονται. Η εξαιρετικά ταχεία αποψίλωση των δασών στη ΝΑ. Ασία, λόγω της υλοτομίας και τη μετατροπή της γης σε χωράφια για τη γεωργία, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά στοιχεία, καθώς, ακόμη και προστατευόμενες περιοχές έχουν παράνομα αποψιλωθεί από τους υλοτόμους. Η αποψίλωση των δασών πιστεύεται ότι είναι η αιτία για την εξαφάνιση του είδους στη Σινγκαπούρη, από το 1950. [10]

Ευτυχώς, η προτίμηση του πτηνού στα δάση των απομακρυσμένων λόφων, περιορίζει κάπως την απώλεια των ενδιαιτημάτων του, καθώς οι περιοχές αυτές αντιμετωπίζουν συνήθως λιγότερη πίεση από την υλοτομία και τη γεωργία. [10][14] Οι δασικές πυρκαγιές έχουν επίσης καταστρέψει ή υποβαθμίσει τους οικοτόπους του είδους, ιδιαίτερα κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1990. [14]

Η ρινόπλαξ θηρεύεται, επίσης, για το ύβωμα του ράμφους της. Λόγω του σχήματος, του μεγέθους και της υφής του, αποτελεί επιθυμητό υποκατάστατο του ελεφαντόδοντου, ιδανικό για χρήση στο διακοσμητικό σκάλισμα, [15][16] ιδιαίτερα στην Κίνα και την Ιαπωνία. Τέλος, τα μεγάλα φτερά της ουράς της, θεωρούνται εξωτικά σουβενίρ. [10] Παρά την απειλή της λαθροθηρίας, η οποία πιέζει το είδος εδώ και αιώνες, η ρινόπλαξ καταφέρνει και επιβιώνει, γεγονός που σημαίνει ότι πρόκειται για εξαιρετικά προσεκτικό και κρυπτικό πτηνό. [2]

Για όλους αυτούς τους λόγους και, κυρίως, διότι οι πληθυσμοί της έχουν σταθερά καθοδική τάση, η Ρινόπλαξ ταξινομείται ως Κρισίμως Κινδυνεύων (CR) είδος στην Κόκκινη Λίστα της IUCN. [2]

Μέτρα διαχείρισης Επεξεργασία

  • Παρακολούθηση των πληθυσμών σε όλη την επικράτεια για να καθοριστεί ο βαθμός της συρρίκνωσής τους.
  • Παρακολούθηση του αντίκτυπου που έχει η λαθροθηρία στους πληθυσμούς.
  • Εκστρατεία για την προστασία των εκτάσεων πεδινών δασών που έχουν απομείνει σε όλη την επικράτεια του είδους.
  • Το είδος συμπεριλαμβάνεται στο παράρτημα CITES I της IUCN

Κουλτούρα Επεξεργασία

Οι ιθαγενείς Πουνάν της Βόρνεο στην Ινδονησία, πιστεύουν ότι μία μεγάλη Ρινόπλαξ, φρουρεί τον ποταμό που χωρίζει τη Ζωή από το Θάνατο (βλ. και Ονοματολογία).

Σημειώσεις Επεξεργασία

i. ^ Η λέξη Ρινόπλαξ είναι θηλυκού (F) γένους [3]

ii. ^ Σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης vigil είναι πιθανές και οι αποδόσεις «ευτραφής», «ευζώητος» (βλ. Ονοματολογία). Εδώ επιλέγεται η πρώτη εκδοχή «εναργής», ως απ’ ευθείας μετάφραση του επιθέτου vigil, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η επιλογή δεν επιδέχεται περαιτέρω συζήτησης.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. πιθανή εκδοχή, απαιτείται παραπομπή (βλ. Ονοματολογία)
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 BirdLife International (2012). Rhinoplax vigil στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 12 Μαρτίου 2014.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Howard and Moore, p. 299
  4. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 14, σ. 467
  5. 5,0 5,1 http://en.wiktionary.org/wiki/vigil
  6. http://www.perseus.tufts.edu/hopper/searchresults?q=vigil
  7. http://books.google.gr/books?id=m2QSAAAAIAAJ&pg=PA268&redir_esc=y#v=onepage&q&f=false
  8. 8,0 8,1 http://ibc.lynxeds.com/species/helmeted-hornbill-rhinoplax-vigil
  9. Wee et al
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 10,5 10,6 del Hoyo et al
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 Forest Department Sarawak
  12. 12,0 12,1 Kinnaird & O’Brien
  13. Haimoff
  14. 14,0 14,1 BirdLife International (March, 2010)
  15. Espinoza & Mann
  16. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2013. 

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Linnaeus, C (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata. Holmiae. (Laurentii Salvii).
  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/

Πηγές Επεξεργασία

 
 
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Helmeted Hornbill της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).