Ο Ρωμύλος (λατιν.: Romulus) ήταν ο θρυλικός ιδρυτής και πρώτος βασιλιάς της Ρώμης. Διάφορες παραδόσεις αποδίδουν την ίδρυση πολλών από τους παλαιότερους νομικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς και κοινωνικούς θεσμούς της Ρώμης στον Ρωμύλο και τους συγχρόνους του. Αν και πολλές από αυτές τις παραδόσεις ενσωματώνουν στοιχεία λαογραφίας, και δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό μία ιστορική μορφή κρύβεται πίσω από τον μυθικό Ρωμύλο, τα γεγονότα και οι θεσμοί που του αποδίδονται, ήταν κεντρικά στους μύθους γύρω από την καταγωγή και τις πολιτιστικές παραδόσεις της Ρώμης.

Ρωμύλος
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Romulus (Λατινικά)
Γέννηση771 π.Χ. (περίπου)
Άλμπα Λόνγκα[1]
Θάνατος5  Ιουλίου 717 π.Χ.
Ρώμη[1]
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Ρώμη
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΡωμαίος πολιτικός
Ρωμαίος στρατιωτικός
Οικογένεια
ΣύζυγοςΕρσιλία
ΤέκναPrima
Avilius
ΓονείςΜαρς και Ρέα Σιλβία[1]
ΑδέλφιαΡώμος (δίδυμος)
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΒασιλιάς της Ρώμης (753 π.Χ.–716 π.Χ.)
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Ο Φαύστουλος και η Άκκα Λαρεντία βρίσκουν τα δίδυμα παιδιά Ρώμο και Ρωμύλο να τα θηλάζει μία λύκαινα.

Τι αναφέρει η παράδοση Επεξεργασία

Οι μύθοι σχετικά με τον Ρωμύλο περιλαμβάνουν πολλά ξεχωριστά επεισόδια και φιγούρες, συμπεριλαμβανομένης της θαυματουργής γέννησης και της νεανικής ζωής τού Ρωμύλου και τού δίδυμου αδελφού του, Ρώμου. της δολοφονίας του Ρώμου και η ίδρυση της Ρώμης, η αρπαγή των Σαβίνων γυναικών και ο επακόλουθος πόλεμος με τους Σαβίνους, μια περίοδος κοινής διακυβέρνησης με τον Τίτο Τάτιο, η ίδρυση διάφορων ρωμαϊκών θεσμών· ο θάνατος ή η αποθέωση του Ρωμύλου και η διαδοχή του Nουμά Πομπίλιο.

Ρωμύλος και Ρέμος Επεξεργασία

Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή μυθολογία, ο Ρωμύλος και ο Ρέμος ήταν γιοι της Ρέας Σιλβίας από τον θεό Άρη. Ο παππούς τους από τη μητέρα ήταν ο Νουμίτωρ, ο νόμιμος βασιλιάς της Άλμπα Λόνγκα, μέσω του οποίου τα δίδυμα κατάγοντο τόσο από τον Τρωικό ήρωα Αινεία, όσο και από τον Λατίνο, τον βασιλιά του Λατίου.

Πριν από τη γέννηση των διδύμων, ο θρόνος του Nουμίτορος είχε σφετεριστεί από τον αδελφό του, Aμούλιο, ο οποίος δολοφόνησε τον γιο ή τους γιους τού Nουμίτορος και καταδίκασε τη Ρέα Σιλβία σε αέναη παρθενία, αφιερώνοντάς την ως Εστιάδα. [2] [3] Όταν η Ρέα έμεινε έγκυος, ισχυρίστηκε ότι την είχε επισκεφθεί ο θεός Άρης. Ο Αμούλιος τη φυλάκισε και μετά τη γέννηση των διδύμων διέταξε να τα ρίξουν στον Τίβερη. Αλλά καθώς το ποτάμι είχε φουσκώσει από τη βροχή, οι υπηρέτες που είχαν επιφορτιστεί με την απόρριψη των βρεφών δεν μπορούσαν να φτάσουν στις όχθες του και έτσι άφησαν τα δίδυμα κάτω από μία συκιά στους πρόποδες του λόφου Παλατίνου. [2] [4]

Στην παραδοσιακή αφήγηση, μία λύκαινα ανέλαβε στα δίδυμα και τα θήλαζε, μέχρι που βρέθηκαν από τον βοσκό του βασιλιά, Φαύστουλο, και τη σύζυγό του Άκκα Λαρεντία. Τα αδέλφια ενηλικιώθηκαν μεταξύ των βοσκών και των λαών των λόφων. Αφού ενεπλάκη σε μία σύγκρουση μεταξύ των οπαδών τού Aμούλιου και εκείνων του παππού τους Νουμίτορος, ο Φαύστυλος τους είπε για την καταγωγή τους. Με τη βοήθεια των φίλων τους παρέσυραν τον Aμούλιο σε ενέδρα και τον σκότωσαν, αποκαθιστώντας τον πάππο τους στον θρόνο. [5] [6] Οι πρίγκιπες ξεκίνησαν τότε να ιδρύσουν μια δική τους πόλη.

Επέστρεψαν στους λόφους με θέα στον Τίβερη, τον τόπο όπου είχαν εκτεθεί ως βρέφη. Δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε ποιον λόφο θα στεγαζόταν η νέα πόλη. Όταν ένας οιωνός για την επίλυση της διαμάχης απέτυχε να δώσει σαφή ένδειξη, η σύγκρουση κλιμακώθηκε και ο Ρωμύλος ή ένας από τους οπαδούς του σκότωσαν τον Ρώμο. [5] [7] Σε μία παραλλαγή τού μύθου, οι οιωνοί ευνόησαν τον Ρωμύλο, ο οποίος προχώρησε σε ένα τετράγωνο αυλάκι γύρω από τον Παλατίνο Λόφο για να οριοθετήσει τα τείχη της μελλοντικής πόλης. Όταν ο Ρέμος πήδηξε χλευαστικά πάνω από τα «τείχη» για να δείξει πόσο ανεπαρκή ήταν απέναντι στους εισβολείς, ο Ρωμύλος τον κτύπησε με θυμό. Σε μία άλλη παραλλαγή, ο Ρώμος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μίας μάχης, μαζί με τον Φαύστουλο.

Ίδρυση της πόλης Επεξεργασία

Η ίδρυση της Ρώμης εορταζόταν κάθε χρόνο στις 21 Απριλίου, με το φεστιβάλ των Παλιλίων. Η πρώτη πράξη του Ρωμύλου ήταν να οχυρώσει τον Παλατίνο, κατά τη διάρκεια της οποίας έκανε μία θυσία στους θεούς. Καθόρισε τα όρια της πόλης με ένα αυλάκι που όργωσε, έκανε άλλη μια θυσία και με τους οπαδούς του άρχισαν να εργάζονται για να κτίσουν την ίδια την πόλη. [8] [9] Ο Ρωμύλος ζήτησε τη σύμφωνη γνώμη του λαού, για να γίνει βασιλιάς του. Με τη βοήθεια τού Nουμίτορος απευθύνθηκε σε αυτούς και έλαβε την έγκρισή τους. Ο Ρωμύλος δέχθηκε το στέμμα, αφού θυσίασε και προσευχήθηκε στον Δία και αφού έλαβε ευνοϊκούς οιωνούς. [10]

Ο Ρωμύλος χώρισε τον πληθυσμό σε τρεις φυλές, γνωστές ως Ramnes, Titienses και Luceres, για φορολογικούς και στρατιωτικούς σκοπούς. Σε κάθε φυλή προήδρευε ένας αξιωματούχος γνωστός ως τριβούνος, και χωριζόταν περαιτέρω σε δέκα curia (κουρίες, τμήματα) καθεμία από τις οποίες προεδρευόταν από έναν αξιωματούχο γνωστό ως curio. Ο Ρωμύλος παραχώρησε επίσης ένα μέρος γης σε κάθε κουρία, προς όφελος του λαού. [11] [12] Τίποτε δεν είναι γνωστό για τον τρόπο, με τον οποίο φορολογούντο οι φυλές και οι κουρίες, αλλά για τη στρατιωτική εισφορά κάθε κουρία ήταν υπεύθυνη για την παροχή εκατό πεζών, μίας μονάδας γνωστής ως εκατονταρχίας (centurio), και δέκα ιππέων. Κάθε φυλή τού Ρωμύλου παρείχε έτσι περίπου χίλιους πεζούς και μία εκατονταρχία ιππικού. Συνολικά οι τριακόσιοι ιππείς έγιναν γνωστοί ως oι ταχείς (celeres) και σχημάτισαν τη βασιλική σωματοφυλακή. [13] [14]

Επιλέγοντας εκατό άνδρες από τις ηγετικές οικογένειες, ο Ρωμύλος ίδρυσε τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο . Αυτούς τους άνδρες ονόμασε πατέρες (patres) της πόλης. Οι απόγονοί τους έγιναν γνωστοί ως πατρίκιοι, αποτελώντας μία από τις δύο μεγάλες κοινωνικές τάξεις στη Ρώμη. Η άλλη τάξη, γνωστή ως πληβείοι (plebs), αποτελείτο από τους υπηρέτες, τους απελεύθερους, τους φυγάδες που ζήτησαν άσυλο στη Ρώμη, αυτούς που αιχμαλωτίστηκαν στον πόλεμο και άλλους στους οποίους χορηγήθηκε η ρωμαϊκή υπηκοότητα με την πάροδο του χρόνου. [15] [16]

Για να ενθαρρύνει την ανάπτυξη της πόλης, ο Ρωμύλος απαγόρευσε τη βρεφοκτονία και ίδρυσε ένα άσυλο για φυγάδες στον λόφο του Καπιτωλίου. Εδώ, οι ελεύθεροι και οι σκλάβοι μπορούσαν να διεκδικήσουν προστασία και να ζητήσουν τη ρωμαϊκή υπηκοότητα. [17] [18]

Αρπαγή των Σαβίνων Γυναικών Επεξεργασία

Η νέα πόλη γέμισε με αποίκους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν νέοι, άγαμοι άνδρες. Ενώ οι φυγάδες που ζητούσαν άσυλο βοήθησαν να αυξηθεί ο πληθυσμός, οι άγαμοι άνδρες ήταν πολύ περισσότεροι από τις γυναίκες. Χωρίς να γίνεται επιμειξία μεταξύ της Ρώμης και των γειτονικών κοινοτήτων, η νέα πόλη θα αποτύγχανε τελικά. Ο Ρωμύλος έστειλε απεσταλμένους σε γειτονικές πόλεις, καλώντας τους να επιτρέψουν τούς γάμους με Ρωμαίους πολίτες, αλλά οι προτάσεις του απορρίφθηκαν. Ο Ρωμύλος διατύπωσε ένα σχέδιο, για την απόκτηση γυναικών από άλλους οικισμούς. Προανήγγειλε μία βαρυσήμαντη εορτή και αγώνες και κάλεσε τους ανθρώπους των γειτονικών πόλεων να παρευρεθούν. Πολλοί το έκαναν, ιδιαίτερα οι Σαβίνοι, οι οποίοι ήρθαν ομαδικά. Με ένα προκαθορισμένο σήμα, οι Ρωμαίοι άρχισαν να αρπάζουν και να μεταφέρουν τις παντρεμένες γυναίκες ανάμεσα στους καλεσμένους τους. [15]

Οι προσβεβλημένες πόλεις προετοιμάστηκαν για πόλεμο με τη Ρώμη και θα μπορούσαν να είχαν νικήσει τον Ρωμύλο, αν είχαν ενωθεί πλήρως. Όμως, ανυπόμονοι με τις προετοιμασίες των Σαβίνων, οι λατινικές πόλεις Καινίνα, Κρουστουμέριον και Aντέμναι ανέλαβαν δράση χωρίς τους συμμάχους τους. Η Καινίνα ήταν η πρώτη που επιτέθηκε. Ο στρατός της τέθηκε γρήγορα σε φυγή και η πόλη καταλήφθηκε. Αφού νίκησε και δολοφόνησε προσωπικά τον πρίγκιπα της Καινίνας σε μονομαχία, ο Ρωμύλος τού έβγαλε την πανοπλία του, έγινε ο πρώτος που διεκδίκησε τα πλούσια λάφυρα (spolia opima) και τα αφιέρωσε στον ναό τού Δία Φερητρίου. Οι Aντέμναι και Κρουστουμέριον κατακτήθηκαν με τη σειρά τους. Μερικοί από τούς ανθρώπους τους, κυρίως οι οικογένειες των απαχθέντων γυναικών, επετράπησαν να εγκατασταθούν στη Ρώμη. [19]

Μετά την ήττα των Λατινικών πόλεων, οι Σαβίνες, υπό την ηγεσία του Τίτου Τάτιου, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους και προέλασαν στη Ρώμη. Κέρδισαν τον έλεγχο της ακρόπολης δωροδοκώντας την Ταρπεία, την κόρη του Ρωμαίου διοικητή πού ήταν επιφορτισμένος με την υπεράσπισή της. Χωρίς το πλεονέκτημα της ακρόπολης, οι Ρωμαίοι ήταν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν τους Σαβίνους στο πεδίο της μάχης. Οι Σαβίνοι προχώρησαν από την ακρόπολη και ακολούθησαν σκληρές μάχες. Ο κοντινό έλος του Κούρτιου (Lacus Curtius) λέγεται, ότι πήρε το όνομά του από τον Mέτιο Κούρτιο, έναν Σαβίνιο πολεμιστή που βύθισε το άλογό του στο έλος, για να εμποδίσει τους Ρωμαίους διώκτες του, καθώς υποχωρούσε. Σε μία κρίσιμη καμπή των μαχών, οι Ρωμαίοι άρχισαν να αμφιταλαντεύονται απέναντι στην προέλαση των Σαβίνων. Ο Ρωμύλος ορκίστηκε έναν ναό στον Δία Στάτορα, για να μην υποχωρήσει η γραμμή του. Η αιματοχυσία τελικά έληξε, όταν οι Σαβίνες γυναίκες παρενέβησαν μεταξύ των δύο στρατών, παρακαλώντας αφενός τούς πατέρες και τούς αδελφούς τους και αφετέρου τούς συζύγους τους να αφήσουν στην άκρη τα όπλα και να συνεννοηθούν. Οι ηγέτες κάθε πλευράς συναντήθηκαν και έκαναν ειρήνη. Αποτελούσαν μία κοινότητα, την οποία θα κυβερνούσαν από κοινού ο Ρωμύλος και ο Τάτιος. [20]

Επακόλοθα γεγονότα Επεξεργασία

Οι δύο βασιλείς προήδρευαν της αναπτυσσόμενης πόλης της Ρώμης για πολλά χρόνια, προτού ο Τάτιος σκοτωθεί σε μία εξέγερση στο Λαβίνιον, όπου είχε πάει να κάνει μία θυσία. Λίγο πριν, μία ομάδα απεσταλμένων από το Λαυρέντον είχε παραπονεθεί για τη μεταχείρισή τους από τους συγγενείς τού Τάτιου και εκείνος είχε αποφασίσει το θέμα εναντίον των πρεσβευτών. Ο Ρωμύλος αντιστάθηκε στις εκκλήσεις για εκδίκηση για τον θάνατο τού βασιλιά των Σαβίνων, επιβεβαιώνοντας αντ' αυτού τη ρωμαϊκή συμμαχία με το Λαβίνιον, και ίσως εμποδίζοντας την πόλη του να διασπαστεί κατά μήκος εθνοτικών γραμμών. [21]

Στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του Τάτιου, ο Ρωμύλος λέγεται ότι κατέκτησε την πόλη των Φιδενών, η οποία, θορυβημένη από την ανερχόμενη δύναμη της Ρώμης, είχε αρχίσει να κάνει επιδρομές στα ρωμαϊκά εδάφη. Οι Ρωμαίοι παρέσυραν τους Φιδενούς σε ενέδρα και κατατρόπωσαν τον στρατό τους: καθώς οι Φιδενοί υποχώρησαν στην πόλη τους, οι Ρωμαίοι ακολούθησαν πριν κλείσουν οι πύλες και κατέλαβαν την πόλη. Η ετρουσκική πόλη Βήιοι, εννέα μίλια επάνω από τον Τίβερη από τη Ρώμη, έκανε επίσης επιδρομή στη ρωμαϊκή επικράτεια, προοιωνίζοντας τον ρόλο αυτής της πόλης ως κύριου ανταγωνιστή της ρωμαϊκής εξουσίας τούς επόμενους τρεις αιώνες. Ο Ρωμύλος νίκησε τον στρατό των Βηίων, αλλά βρήκε την πόλη πολύ καλά αμυνόμενη για να την πολιορκήσει, και αντ' αυτού κατέστρεψε την ύπαιθρο. [22]

Το τέλος και η διαδοχή Επεξεργασία

Μετά από μία βασιλεία 37 ετών, [23] [24] ο Ρωμύλος λέγεται ότι εξαφανίστηκε σε έναν ανεμοστρόβιλο κατά τη διάρκεια μίας ξαφνικής και βίαιης καταιγίδας, καθώς εξέταζε τα στρατεύματά του στο Άρεως Πεδίον (Campus Martius). Ο Λίβιος λέει, ότι ο Ρωμύλος είτε δολοφονήθηκε από τους συγκλητικούς, διαμελιζόμενος από ζήλια, είτε ανυψώθηκε στον ουρανό από τον Άρη, τον θεό του πολέμου. Ο Λίβιος πιστεύει την τελευταία θεωρία σχετικά με το τέλος τού θρυλικού βασιλιά, καθώς επιτρέπει στους Ρωμαίους να πιστεύουν, ότι οι θεοί είναι με το μέρος τους, ένας λόγος για να συνεχίσουν την επέκταση με το όνομα του Ρωμύλου. [25]

Ο Ρωμύλος απέκτησε μία λατρεία, η οποία αργότερα αφομοιώθηκε με τη λατρεία του Κουιρίνου, ίσως αρχικά τού γηγενούς θεού τού πληθυσμού των Σαβίνων. Καθώς οι Σαβίνοι δεν είχαν δικό τους βασιλιά από το τέλος τού Τίτου Τάτιου, ο επόμενος βασιλιάς της Ρώμης, ο Νουμάς Πομπίλιος, επιλέχθηκε μεταξύ των Σαβίνων. [26]

Πρωταρχικές πηγές Επεξεργασία

Ο Λίβιος, ο Διονύσιος και ο Πλούταρχος βασίζονται στον Κουίντο Φάβιο Πίκορα ως πηγή. Άλλες σημαντικές πηγές περιλαμβάνουν το Fasti του Οβίδιου και την Αινειάδα τού Βιργίλιου. Οι Έλληνες ιστορικοί είχαν παραδοσιακά ισχυριστεί, ότι η Ρώμη ιδρύθηκε από Έλληνες, ένας ισχυρισμός που χρονολογείται από τον λογογράφο Ελλάνικο της Λέσβου τού 5ου αι. π.Χ., ο οποίος ονόμασε τον Αινεία ως ιδρυτή της. Οι Ρωμαίοι ιστορικοί συνδέουν τον Ρωμύλο με τον Αινεία από καταγωγή και αναφέρουν έναν προηγούμενο οικισμό στον Παλατίνο λόφο, αποδίδοντάς τον μερικές φορές στον Εύανδρο και τους Έλληνες αποίκους του. Για τους Ρωμαίους, η Ρώμη ήταν οι θεσμοί και οι παραδόσεις που απέδιδαν στον θρυλικό ιδρυτή τοης, τον πρώτο «Ρωμαίο». [27]

Ο θρύλος στο σύνολό του περικλείει τις ιδέες της Ρώμης για τον εαυτό της, την προέλευση και τις ηθικές αξίες της. Για τη σύγχρονη επιστήμη, παραμένει ένας από τους πιο περίπλοκους και προβληματικούς μύθους, που έχουν δημιουργηθεί. Οι αρχαίοι ιστορικοί δεν είχαν καμία αμφιβολία, ότι ο Ρωμύλος έδωσε το όνομά του στην πόλη. Οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν αντίθετα, ότι το όνομά του είναι παρμένο από το όνομα της πόλης. Οι Ρωμαίοι ιστορικοί χρονολόγησαν την ίδρυση της πόλης μεταξύ 758 και 728 π.Χ. και ο Πλούταρχος αναφέρει τον υπολογισμό τού φίλου τού Μ. Τ. Βάρρου, Ταρούτιου, ότι το 771 π.Χ. ήταν το έτος γέννησης του Ρωμύλου και τού διδύμου αδελφού του. [28] Η παράδοση που έδωσε στον Ρωμύλο ως μακρινό πρόγονο τον ημι-θεϊκό Τρωικό πρίγκιπα Αινεία, εξωραΐτηκε περαιτέρω και ο Ρωμύλος έγινε ο άμεσος πρόγονος της πρώτης Αυτοκρατορικής δυναστείας της Ρώμης. Δεν είναι σαφές, εάν η ιστορία του Ρωμύλου ή των διδύμων είναι αυθεντικά στοιχεία τού μύθου της θεμελίωσης ή αν προστέθηκαν και τα δύο ή το ένα από τα δύο.

Ρωμύλος - Κουιρίνος Επεξεργασία

 
Ρωμαϊκό δηνάριο με τον Ρωμύλο ως Κουιρίνο. Επιγρ.: QVIRINVS C. MEMMI. C. F / MEMMIVS AED. CERIALIA PREIMVS FECIT.

Ο Έννιος (άκμασε. 180 π.Χ.) αναφέρεται στον Ρωμύλο ως θεότητα από μόνος του, χωρίς αναφορά στον Κουιρίνο. Οι Ρωμαίοι μυθογράφοι προσδιόρισαν τον τελευταίο ως μία αρχικά Σαβινική πολεμική θεότητα, και έτσι έπρεπε να ταυτιστεί με τον Ρωμαίο Άρη. Ο Λουκίλιος απαριθμεί τον Κουίρινο και τον Ρωμύλο ως ξεχωριστές θεότητες και ο Βάρρων τους αποδίδει διαφορετικούς ναούς. Οι εικόνες τού Κουρίνου τον έδειχναν ως γενειοφόρο πολεμιστή, που κρατούσε δόρυ ως θεό του πολέμου, την ενσάρκωση της ρωμαϊκής δύναμης και μία θεοποιημένη ομοιότητα της πόλης της Ρώμης. Είχε έναν μεγάλο ιερέα (maior flamen), που ονομαζόταν flamen Quirinalis, ο οποίος επέβλεπε τη λατρεία και τις τελετουργίες του στην άσκηση της ρωμαϊκής θρησκείας, οι οποίες αποδίδοντο στον βασιλικό διάδοχο του Ρωμύλου, Νουμά Πομπίλιο. Ωστόσο, δεν υπάρχουν στοιχεία για τον συγχωνευμένο Ρωμύλο-Κουρίνο πριν από τον 1ο αι. π.Χ. [29] [30]

Ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις XIV (γραμμές 805-828 ) δίνει μία περιγραφή της θεοποίησης του Ρωμύλου και της συζύγου του Ερσίλιας, στους οποίους δίνονται τα νέα ονόματα Κουιρίνος και Ώρα αντίστοιχα. Ο Άρης, ο πατέρας του Ρωμύλου, λαμβάνει την άδεια από τον Δία να φέρει τον γιο του στον Όλυμπο, για να ζήσει με τους Ολύμπιους. [31]

Μία θεωρία σχετικά με αυτήν την παράδοση προτείνει την εμφάνιση δύο μυθικών μορφών από έναν παλαιότερο, μοναδικό ήρωα. Ενώ ο Ρωμύλος είναι ένας ιδρυτικός ήρωας, ο Κουιρίνος μπορεί να ήταν θεός της συγκομιδής και τα Fornacalia μία εορτή, που εορτάζει μία βασική σοδειά (ολύρων, είδος σίτου). Μέσα από τις παραδοσιακές συναντήσεις από τα παραμύθια και τις εορτές, συνδέθηκαν ο ένας με τον άλλο. Ένας θρύλος της δολοφονίας ενός τέτοιου ιδρυτικού ήρωα, η ταφή τού σώματος τού ήρωα στα χωράφια (βρίσκεται σε ορισμένες μαρτυρίες) και μία εορτή, που σχετίζεται με αυτόν τον ήρωα, έναν θεό της συγκομιδής και μία βασική τροφή είναι ένα πρότυπο, που αναγνωρίζεται από τους ανθρωπολόγους. Ονομάζεται «αρχέτυπο dema», και το μοτίβο υποδηλώνει, ότι σε μία προηγούμενη παράδοση, ο θεός και ο ήρωας ήταν στην πραγματικότητα η ίδια μορφή και αργότερα εξελίχθηκε σε δύο. [32]

Ιστορικότητα Επεξεργασία

Οι πιθανές ιστορικές βάσεις για την ευρεία μυθολογική αφήγηση παραμένουν ασαφείς και αμφισβητούμενες.

Η σύγχρονη επιστήμη προσεγγίζει τις διάφορες γνωστές ιστορίες του μύθου ως σωρευτικές επεξεργασίες και μεταγενέστερες ερμηνείες του ρωμαϊκού μύθου θεμελίωσης. Συγκεκριμένες εκδοχές και συλλογές παρουσιάστηκαν από τους Ρωμαίους ιστορικούς ως έγκυρες, μία επίσημη ιστορία με αντιφάσεις και ακατάστατες παραλλαγές δημιουργήθηκε, για να δικαιολογηθούν σύγχρονες εξελίξεις, γενεαλογίες και ενέργειες σε σχέση με τη ρωμαϊκή ηθική. Άλλες αφηγήσεις φαίνεται να αντιπροσωπεύουν τη λαϊκή ή λαογραφική παράδοση και μερικά από αυτά παραμένουν ανεξιχνίαστα ως προς τον σκοπό και το νόημα. Ο T. P. Γουάιζμαν συνοψίζει το όλο θέμα ως τη μυθογραφία ενός ασυνήθιστα προβληματικού θεμελίου και πρώιμης ιστορίας. [33] [34]

Τα δυσάρεστα στοιχεία πολλών από τους μύθους σχετικά με τον Ρωμύλο οδήγησαν ορισμένους μελετητές να τους περιγράψουν ως «επαίσχυντους» ή «ανυπόκριτους». [35] Στην αρχαιότητα τέτοιες ιστορίες έγιναν μέρος της αντιρωμαϊκής και αντιπαγανιστικής προπαγάνδας. Πιο πρόσφατα, ο ιστορικός Χέρμαν Στράσμπουργκερ υπέθεσε, ότι αυτά δεν ήταν ποτέ μέρος της αυθεντικής ρωμαϊκής παράδοσης, αλλά επινοήθηκαν και διαδόθηκαν από τους εχθρούς της Ρώμης, πιθανώς στη Μεγάλη Ελλάδα, κατά το δεύτερο μέρος του 4ου αι. π.Χ. [35] :60-2Αυτή η υπόθεση απορρίπτεται από άλλους μελετητές, όπως ο Tιμ Κορνέλ (1995), [35] ο οποίος σημειώνει, ότι κατά την περίοδο αυτή, η ιστορία του Ρωμύλου και του Ρέμου είχε ήδη λάβει την τυπική της μορφή και είχε γίνει ευρέως αποδεκτή στη Ρώμη. Άλλα στοιχεία τού μύθου τού Ρωμύλου μοιάζουν σαφώς με κοινά στοιχεία της λαϊκής ιστορίας και του θρύλου, και επομένως ισχυρές αποδείξεις ότι οι ιστορίες ήταν και παλιές και γηγενείς. [35] Ομοίως, ο Mομπιλιάνo βρίσκει το επιχείρημα του Στράσμπουργκερ καλά ανεπτυγμένο, αλλά εντελώς απίθανο. Αν οι μύθοι του Ρωμύλου ήταν άσκηση κοροϊδίας, ήταν αποτυχία σήματος. [34]

Απεικονίσεις στην τέχνη Επεξεργασία

Τα επεισόδια που συνθέτουν τον μύθο, κυρίως αυτό της αρπαγής των Σαβίνων γυναικών, η ιστορία της Ταρπείας και το τέλος του Τάτιου, αποτελούν σημαντικό μέρος της αρχαίας ρωμαϊκής επιστήμης και το συχνό θέμα της τέχνης, της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας από την αρχαιότητα.

Παλάτσο Μανιάνι Επεξεργασία

Στα τέλη του 16ου αι., η πλούσια οικογένεια Mανιάνι από τη Μπολόνια παρήγγειλε μία σειρά έργων τέχνης με βάση τον μύθο της ρωμαϊκής ίδρυσης. Οι καλλιτέχνες που συνεισέφεραν έργα περιέλαβαν ένα γλυπτό του Ηρακλή με τα δίδυμα βρέφη από τον Γκαμπριέλε Φιορίνι, με το πρόσωπο τού ίδιου τού προστάτη. Τα πιο σημαντικά έργα ήταν μία περίτεχνη σειρά από τοιχογραφίες, γνωστές συλλογικά ως Ιστορίες της ίδρυσης της Ρώμης από τους αδελφούς Καράτσι: Λουδοβίκο, Ανιμπάλε και Αγκοστίνο.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Σημειώσεις Επεξεργασία

Αναφορές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Τίτος Λίβιος: «Ab Urbe condĭta» (λατινική γλώσσα)
  2. 2,0 2,1 Livy, History of Rome i. 3.
  3. Dionysius of Halicarnassus, Roman Antiquities i. 76.
  4. Dionysius, i. 77–79.
  5. 5,0 5,1 Livy, i. 3–6.
  6. Dionysius, i. 79–83.
  7. Dionysius, i. 85–87.
  8. Livy, i. 7.
  9. Dionysius, i. 88.
  10. Dionysius, ii. 3–6.
  11. Dionysius, ii. 7.
  12. Varro Reatinus, On the Latin Language v. 81, 89.
  13. Livy, i. 13, 15.
  14. Dionysius, ii. 13.
  15. 15,0 15,1 Livy, i. 9.
  16. Dionysius, ii. 8, 12, 13.
  17. Livy, i. 8.
  18. Dionysius, ii. 15.
  19. Livy, i. 10.
  20. Livy, i. 11–13.
  21. Livy, i. 13.
  22. Livy, i. 14–15.
  23. Livy, I. "Romulus reigned thirty-seven years."
  24. Plutarch, Parallel Lives, Romulus. "Romulus is said to have been fifty-four years of age, and in the thirty-eighth year of his reign when he disappeared from among men."
  25. Livy, i. 16.
  26. Livy, i. 17, 18.
  27. Rodriguez Mayorgas (2010), pp. 92–94
  28. Plutarch. Life of Romulus. 
  29. Evans, 103 and footnote 66: citing quotation of Ennius in Cicero, 1.41.64.
  30. Fishwick, Duncan (1993), The Imperial Cult in the Latin West (2nd έκδοση), Leiden: Brill, σελ. 53, ISBN 978-90-04-07179-7 .
  31. Cook, John Granger (2018). Empty Tomb, Resurrection, Apotheosis. σελ. 263. ISBN 9783161565847. 
  32. Brelich, Angelo. 1960. Quirinus: una divinita' romana alla luce della comparazione storica "Studi e Materiali di Storia delle religioni".
  33. Wiseman, T. P. (1995), Remus, A Roman Myth, Cambridge: Cambridge University Press .
  34. 34,0 34,1 Momigliano, Arnoldo (2007), «An interim report on the origins of Rome», Terzo contributo alla storia degli studi classici e del mondo antico, 1, Rome, IT: Edizioni di storia e letteratura, σελ. 545–98, ISBN 9788884983633, https://books.google.com/books?id=tq53aX69lv0C&q=Diocles+of+peparethus&pg=PA550 . — A critical, chronological review of historiography related to Rome's origins.
  35. 35,0 35,1 35,2 35,3 Cornell, Tim (1995), The Beginnings of Rome: Italy and Rome from the Bronze Age to the Punic Wars (c. 1000–264 BC). London: Routledge, (ISBN 978-1-136-75495-1).

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

Αρχαίες Πηγές Επεξεργασία

Πρόσθετη ανάγνωση Επεξεργασία