Σαμουήλ Χαντζερής
Ο Σαμουήλ Α΄ (κατά κόσμον Σκαρλάτος[1] Χαντζερής) διετέλεσε Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δύο φορές, τα έτη 1763-1768 και 1773-1774.
Πατριάρχης Σαμουήλ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα γεννήσεως | Σκαρλᾶτος Χαντζερῆς |
Γέννηση | 1700 Κωνσταντινούπολη |
Θάνατος | 10 Μαΐου 1775 Χάλκη |
Θρησκεία | Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Σπουδές | Μεγάλη του Γένους Σχολή |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ορθόδοξος ιερέας |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η ζωή του
ΕπεξεργασίαΓεννήθηκε το 1700 στην Κωνσταντινούπολη, στην Οικογένεια Χαντζερή και ήταν γιος του (Μπασά-) Γιαννάκη, εκπροσώπου των εμπόρων της Πόλης και της Μαριώρας Μουρούζη[2]. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και έλαβε καλή μόρφωση στα ελληνικά, λατινικά, την φιλοσοφία και τα εκκλησιαστικά[3]. Σε μικρή ηλικία (υπολογίζεται 20-25 ετών[4]) χειροτονήθηκε διάκονος και αργότερα έγινε αρχιδιάκονος του Πατριάρχη Παΐσιου Β΄. Τον Δεκέμβριο του 1731 εξελέγη Μητροπολίτης Δέρκων και στις 24 Μαΐου 1763 Οικουμενικός Πατριάρχης[5][1], αν και ο ίδιος θεωρούσε ότι ήταν μεγάλος σε ηλικία για τη θέση αυτή. Περιγράφεται ως τυραννικός, αλαζόνας και εκδικητικός, που πολλές φορές δεν ακολουθούσε τους ιερούς κανόνες[6].
Κατά τη διάρκεια της Πατριαρχίας του ασχολήθηκε με τα οικονομικά του Πατριαρχείου: περιόρισε τις δαπάνες, περιέκοψε τους εράνους και την περιφορά «δίσκου» πεντάκις ανά έτος και κατήργησε την παλαιά συνήθεια να εισφέρουν ιερείς και ιερομόναχοι σε είδος (ζώα, αβγά, κλπ.) στο Πατριαρχείο. Ενίσχυσε την παιδεία ιδρύοντας πολλές σχολές[7] και ανόρθωσε το κύρος του Πατριαρχείου. Το 1766-67 κατήργησε το Αυτοκέφαλο των Αρχιεπισκοπών Πεκίου και Αχρίδος (της οποίας η δικαιοδοσία είχε φτάσει να περιλαμβάνει μεγάλες περιοχές της Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας, Αλβανίας και Σερβίας)[8] και επανέφερε τις συνολικά 25 Μητροπόλεις τους στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου[9]. Μερίμνησε ώστε η πατριαρχική σφραγίδα να μοιραστεί σε τέσσερα μέρη, τα οποία δόθηκαν σε συνοδικούς ιεράρχες[10]. Τόνισε έτσι το συνοδικό σύστημα διοίκησης του Πατριαρχείου, κατά το οποίο μοιράζονται οι ευθύνες και περιορίζεται το ενδεχόμενο αυθαιρεσιών από πλευράς του Πατριάρχη.
Στο κοινωνικό επίπεδο στηλίτευσε τη «σκλαβιά της γυναίκας» και μίλησε ενάντια στο θεσμό της προίκας και του εμπορικού γάμου[11]. Με συνοδική απόφαση διευκρίνισε τον βαθμό συγγένειας που αποτελεί κώλυμα γάμου[12].
Οι ριζοσπαστικές κινήσεις του προκάλεσαν αντιδράσεις, οι οποίες έφτασαν στο σημείο να τον αναγκάσουν σε παραίτηση στις 5 Νοεμβρίου 1768[13]. Εξορίστηκε στη Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, όπου δεν έτυχε εγκάρδιας υποδοχής, τρεφόταν μόνο με ξερό ψωμί και αρρώστησε[14]. Το 1770 πέτυχε να του επιτρέψει η τουρκική κυβέρνηση να επιστρέψει στην κατοικία του στα Θεραπειά. Μετά την παραίτηση του Πατριάρχη Θεοδοσίου Β΄, στις 17 Νοεμβρίου 1773 η Σύνοδος, με άμεση προσωπική παρέμβαση του Σουλτάνου Μουσταφά Γ΄, εξέλεξε και πάλι τον Σαμουήλ Πατριάρχη παρά τη σφοδρή αντίδρασή του.
Η δεύτερη αυτή Πατριαρχία του διήρκεσε περίπου έναν χρόνο. Κατά τη διάρκειά της προσπάθησε να επιλύσει το ζήτημα των «Κολλυβάδων» επιλέγοντας σκληρότερη πολιτική από αυτήν του προκατόχου του. Η σύντομη αυτή Πατριαρχία του συνάντησε ένα ισχυρό αντιπολιτευτικό μέτωπο υπό τον Μητροπολίτη Προύσης Μελέτιο, ενώ συνέπεσε και με τον θάνατο του Σουλτάνου Μουσταφά Γ΄ (Ιανουάριος 1774) και την ανάρρηση στον Θρόνο του αδελφού του, Αμπντούλ Χαμίτ Α΄. Έχοντας χάσει τα ερείσματά του στην Υψηλή Πύλη και στη Σύνοδο, στις 24 Δεκεμβρίου 1774[15] εξορίστηκε στη Χάλκη. Εκεί χειροτέρευσε η υγεία του και ζήτησε να νοσηλευτεί στο σπίτι του στα Θεραπειά, αλλά δεν του δόθηκε άδεια[16]. Πέθανε εκεί στις 10 Μαΐου 1775 και ετάφη ίσω από την αγία τράπεζα του ναού του Αγίου Νικολάου στη Χάλκη[17].
Φημολογείται ότι ερωμένη του Σαμουήλ ήταν η Ρωξάνδρα Καρατζά[18]. Ανίψια του ήταν ο Κωνσταντίνος, πρίγκιπας της Βλαχίας, ο Αλέξανδρος, πρίγκιπας της Μολδαβίας και ο Σαμουήλ, μητροπολίτης Εφέσου.
Συγγραφικό έργο
ΕπεξεργασίαΟ Σαμουήλ φαίνεται ότι είχε σημαντικό συγγραφικό έργο, το οποίο όμως δεν σώζεται, λόγω συγκυριών της ζωής των απογόνων του. Είχε συγγράψει ρητορική, περίληψη λόγων του Δημοσθένη, καθώς και της Πολιτείας και διαλόγων του Πλάτωνα[19]. Είχε επίσης συλλογή λόγων του σε χειρόγραφα και μεταφράσεις έργων Ευρωπαίων συγγραφέων.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Μανουήλ Γεδεών, σελ. 657.
- ↑ Μπακούρος 1998, σελ. 89-90.
- ↑ Μπακούρος 1998, σελ. 95-106.
- ↑ Μπακούρος 1998, σελ. 109.
- ↑ «Πατριαρχικαί πινακίδες». Εκκλησιαστική Αλήθεια Β (ΙΕ): 231. 1882. https://books.google.de/books?id=7EkWAAAAYAAJ&hl=el&pg=PA231#v=onepage&q&f=false. Ανακτήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2022.
- ↑ Μανουήλ Γεδεών, σελ. 658.
- ↑ Μπακούρος 1998, σελ. 304-305.
- ↑ Livepedia[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ Μπακούρος 1998, σελ. 370.
- ↑ Μπακούρος 1998, σελ. 419.
- ↑ Λόγοι πατριωτικοί απλοσύνθετοι, για τη σκλαβιά της γυναίκας και για το χαλασμό του γένους, στηλιτευτικοί της προίκας και τον εμπορικού γάμου, κηρυγμένοι στα 1767 από τον πατριάρχη Σαμουήλ Χαντζερή, φανερωμένοι στα λογοτεχνικά μας κι αποκαταστημένοι από τον Γ. Βαλέτα, έκδ. Βιβλία Πηγής, Αθήνα 1948.
- ↑ Μπακούρος 1998, σελ. 215.
- ↑ Χαμουδόπουλος, Μηνάς (1882). «Πατριαρχικαί πινακίδες». Εκκλησιαστική Αλήθεια Β (ΙΕ): 233. https://books.google.de/books?id=7EkWAAAAYAAJ&hl=el&pg=PA233#v=onepage&q&f=false. Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2022.
- ↑ Μπακούρος 1998, σελ. 461.
- ↑ Χαμουδόπουλος, Μηνάς (1882). «Πατριαρχικαί πινακίδες». Εκκλησιαστική Αλήθεια Β (ΙΣΤ): 248. https://books.google.de/books?id=7EkWAAAAYAAJ&hl=el&pg=PA248#v=onepage&q&f=false. Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2022.
- ↑ Μπακούρος 1998, σελ. 488.
- ↑ «Ακύλα Μήλλα, Ο ιερός ναός του αγίου Νικολάου». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2008.
- ↑ Σταματόπουλος Τάκης, Ο εσωτερικός αγώνας, εκδόσεις Κάλβος, τόμος Α΄, σελ. 152
- ↑ Μπακούρος 1998, σελ. 490.
Πηγές
Επεξεργασία- Γεδεών, Μανουήλ (1885). Πατριαρχικοί Πίνακες: Ειδήσεις ιστορικαί βιογραφικαί περί των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως: από Ανδρέου του Πρωτοκλήτου μέχρις Ιωακείμ Γ' του από Θεσσαλονίκης, 36-1884. Κωνσταντινούπολη: Lorenz & Keil.
- Μπακούρος, Βασίλειος (1998). Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Σαμουήλ Α΄ Χαντζερής ο βυζάντιος: ο βίος και το έργο του (1700-1775). Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ).
Περαιτέρω ανάγνωση
Επεξεργασία- «Σαμουήλ Χαντζερής ο Βυζάντιος (1700-1775). Η συμβολή του στην πνευματική κίνηση του Γένους κατά τον 18ο αι.», εκδ. Πρόσωπο, Αθήνα 2008.