Το σερβάλ είναι σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογενείας των αιλουριδών. Ανήκει στην υποοικογένεια των αιλουρινών και εντάσσεται ανάμεσα στα μέλη μιας «ομάδας» που απαρτίζουν τις αποκαλούμενες αγριόγατες, η οποία περιλαμβάνει διάφορα γένη. Το είδος έχει την επιστημονική ονομασία Leptailurus serval, απαντά αποκλειστικά την Αφρική και περιλαμβάνει 18 υποείδη. [2][3]

Σερβάλ
Σερβάλ φωτογραφημένο στο Σερενγκέτι της Αφρικής
Σερβάλ φωτογραφημένο στο Σερενγκέτι της Αφρικής
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Σαρκοφάγα (Carnivora)
Οικογένεια: Αιλουρίδες (Felidae)
Υποοικογένεια: Αιλουρίνες (Felinae) (Fischer de Waldheim, 1817) [1]
Γένος: Λεπταίλουρος (Leptailurus) (Severtzov, 1858)
Είδος: L. serval
Διώνυμο
Leptailurus serval (Λεπταίλουρος σερβάλ)
Schreber, 1776
Υποείδη

Leptailurus serval beirae
Leptailurus serval brachyurus
Leptailurus serval constantinus
Leptailurus serval faradjius
Leptailurus serval ferrarii
Leptailurus serval hamiltoni
Leptailurus serval hindei
Leptailurus serval kempi
Leptailurus serval kivuensis
Leptailurus serval lipostictus
Leptailurus serval lonnbergi
Leptailurus serval mababiensis
Leptailurus serval pantastictus
Leptailurus serval phillipsi
Leptailurus serval pococki
Leptailurus serval robertsi
Leptailurus serval serval
Leptailurus serval tanae
Leptailurus serval togoensis

Το σερβάλ ανήκει στις μέσου μεγέθους αγριόγατες και απαντάται σε ποικίλο φάσμα οικοτόπων της Αφρικής. Παρά την ευρεία εξάπλωση που εμφανίζει, η κατά τόπους κατανομή του διαφοροποιείται σημαντικά, δηλαδή σε κάποιες περιοχές είναι αρκετά κοινό, ενώ σε άλλες είναι πολύ σπάνιο (βλ. Κατάσταση πληθυσμού).

Κύρια διαγνωστικά στοιχεία Επεξεργασία

  • Πολύ μακριά πόδια
  • Παρουσιαστικό μικρής «λεοπάρδαλης»

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού Επεξεργασία

  • Σταθερή→ [4]

Ονοματολογία Επεξεργασία

Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους Leptailurus είναι η άμεση απόδοση της λέξης Λεπταίλουρος, με προφανή σημασία που, μάλλον παραπέμπει στο λεπτό σώμα του ζώου.

Η ονομασία του είδους serval που αποτελεί και την κοινότερη λαϊκή ονομασία σε πολλές γλώσσες, έχει άγνωστη προέλευση, πιθανόν όμως να έχει πορτογαλική ρίζα και σημαίνει «ελάφι-λύκος» (wolf-deer). Άλλες ονομασίες με τις οποίες αποκαλείται είναι aner (Αιθιοπία), zilagla (Αλγερία) tadi (Μποτσουάνα) και mondo στα σουαχίλι. [5]

Συστηματική ταξινομική Επεξεργασία

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό φυσιοδίφη Γιόχαν φον Σρέμπερ (Johann Christian Daniel von Schreber, 1739-1810), ως Felis serval, το 1776, από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος. Η μεταφορά στο γένος Serval έγινε από τον Ρώσο φυσιοδίφη και εξερευνητή Νικολάι Σεβέρτσοφ (Nikolai Alekseevich Severtzov, 1827-1885) το 1858. Μελέτες DNA έδειξαν ότι συνδέεται φυλογενετικά με το καρακάλ και την αφρικανική χρυσή αγριόγατα (Profelis aurata). [6]

Γεωγραφική εξάπλωση υποειδών Επεξεργασία

 
Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Leptailurus serval Σκούρο πράσινο = περιοχές εξάπλωσης, Ανοικτό πράσινο = περιοχές όπου έχει εξαφανιστεί

Το σερβάλ απαντά αποκλειστικά στην αφρικανική ήπειρο, όπου κατανέμεται ευρέως νότια της Σαχάρας. Κάποτε, υπήρξε διαδεδομένο στην Τυνησία και την Αλγερία [7] αλλά, σήμερα, πιθανότατα έχει εξαφανιστεί από την Αλγερία, ενώ παραμένει εν μέρει στην Τυνησία λόγω εφαρμογής προγράμματος επανεισαγωγής. [8]

Επίσης, εξαφανίστηκε στην επαρχία Κέιπ (Cape) της Νότιας Αφρικής, από όπου περιγράφηκε κατά τον τελευταίο αιώνα, κάτι που φείλεται κυρίως στην απώλεια των ενδιαιτημάτων του και την λαθροθηρία. Ωστόσο, ιδιωτικά καταφύγια άγριας ζωής στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας, έχουν αρχίσει την επανεισαγωγή του με την ελπίδα να συμβάλλουν στην ενδεχόμενη αποκατάσταση αυτών των άγριων γατών στην περιοχή. Το 2013, ένα (1) άτομο εθεάθη και φωτογραφήθηκε στη ορεινή περιοχή του Μέσου Άτλαντα στο Μαρόκο. [9]

Αρ. Υποείδος Περιοχή εξάπλωσης Σημειώσεις
1 Leptailurus serval beirae Μοζαμβίκη (Μπέιρα)
2 Leptailurus serval brachyurus Σιέρα Λεόνε, Σαχέλ, ανατολικά προς Αιθιοπία Μικρότερο, με πιο μικρές κηλίδες
3 Leptailurus serval constantinus Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία
4 Leptailurus serval faradjius ΒΑ Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
5 Leptailurus serval ferrarii Αιθιοπία
6 Leptailurus serval hamiltoni ΒΑ Νότια Αφρική (Εθνικό Πάρκο Κρούγκερ)
7 Leptailurus serval hindei Τανζανία
8 Leptailurus serval kempi Ουγκάντα
9 Leptailurus serval kivuensis Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (Κίβου)
10 Leptailurus serval lipostictus Β Ανγκόλα
11 Leptailurus serval lonnbergi ΝΔ Ανγκόλα (ποταμός Κουνένε)
12 Leptailurus serval mababiensis Β Μποτσουάνα (πεδιάδα Μαμπάμπε)
13 Leptailurus serval pantastictus ΒΑ Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (Νιανγκάρα), Ουγκάντα (Εντέμπε)
14 Leptailurus serval phillipsi Αιθιοπία (Ελ Γκαρέφ, Κυανούς Νείλος)
15 Leptailurus serval pococki Σενεγάλη (ποταμός Σενεγάλης)
16 Leptailurus serval robertsi Δ Τράνσβααλ
17 Leptailurus serval serval Νότια Αφρική (Cape Pronince)
18 Leptailurus serval togoensis Μπενίν, Τόγκο

[10][11]

Βιότοπος Επεξεργασία

Τα κύρια ενδιαιτήματα του σερβάλ βρίσκονται στη σαβάνα, ιδιαίτερα σε περιοχές με καλαμιώνες (reed beds) αν και κάποια μελανιστικά άτομα συνήθως απαντούν σε ορεινές περιοχές σε υψόμετρο μέχρι 3.000 μέτρα. Έχει ανάγκη από νερό εντός του εδάφους του, γι’ αυτό δεν παρατηρείται σε ημι-ερήμους ή ξηρές στέπες. Επίσης, τα σερβάλ αποφεύγουν τις πυκνές ζούγκλες του ισημερινού, αν και μπορεί να βρεθούν κατά μήκος δασικών παρυφών. Μπορεί να βρίσκεται και σε αγροτικές, καλλιεργημένες περιοχές αρκεί να παρέχεται φυτική κάλυψη και υδατικά αποθέματα. [12]

Μορφολογία Επεξεργασία

 
Πορτρέτο ενήλικου σερβάλ

Τα σερβάλ, γενικότερα, είναι αιλουροειδή μέσου μεγέθους, αλλά από τις υψηλότερες αγριόγατες, λόγω των μακριών ποδιών τους, με τα αρσενικά να είναι λίγο μεγαλύτερα και βαρύτερα από τα θηλυκά (βλ. Βιομετρικά στοιχεία). Φαίνεται ότι, τα μακριά τους πόδια οφείλονται στα μεγάλα μετατάρσια οστά που διαθέτουν. Τα πίσω πόδια, μάλιστα, είναι μακρύτερα από τα μπροστινά, [13] αλλά και τα πέλματά τους είναι επιμηκυσμένα, κάτι που τα βοηθάει στην σύλληψη και συγκράτηση της λείας.

  • Το σερβάλ διαθέτει τα μακρύτερα πόδια από όλες τις αγριόγατες, σε σχέση με το μήκος σώματός του

Το σώμα τους είναι λεπτό αλλά στιβαρό, με σχετικά μικρή ουρά και το γενικότερο παρουσιαστικό να θυμίζει λεοπάρδαλη σε μικρογραφία. Το κεφάλι είναι, επίσης, μικρό σε σχέση με το σώμα, και τα μακριά, οβάλ αυτιά τοποθετημένα κοντά μεταξύ τους. Το μοτίβο του τριχώματος ποικίλλει και, συνήθως, είναι καστανόξανθο με μαύρες βούλες. Δύο ή τέσσερις χαρακτηριστικές λωρίδες ξεκινάνε από την κορυφή του κεφαλιού κατευθυνόμενες προς τον τράχηλο και την ράχη, και καταλήγουν σε αντίστοιχες κηλίδες. Το υποείδος L. s. brachyurus έχει πολύ μικρότερες, φακιδόμορφες κηλίδες και, κάποτε, θεωρείτο ξεχωριστό είδος που ονομαζόταν σερβαλίν (servaline). Φαίνεται ότι οι πληθυσμοί των ξηρότερων περιοχών της Αφρικής, φέρουν μεγάλες μαύρες κηλίδες, σε αντίθεση με εκείνους των υγρότερων περιοχών που φέρουν λεπτότερα στίγματα. [14]

Το πίσω μέρος των αυτιών είναι μαύρο με χαρακτηριστική λευκή ταινία στο μέσον που, πιθανόν, να λειτουργεί ως διαγνωστικό σημάδι επικοινωνίας μεταξύ των σερβάλ. Το κρανίο τους διαθέτει μεγάλη ακουστική κλίμακα (auditory bulla) (22% του ολικού μήκους κρανίου) στο βρεγματικό οστό που, σε συνδυασμό με τα μεγάλα αυτιά, χαρίζουν εξαιρετική ακοή στο θηλαστικό. [15] Η ουρά έχει, επίσης μαύρες λωρίδες και καταλήγει σε μαύρη άκρη.

  • Σε αρκετούς πληθυσμούς εμφανίζονται άτομα μελανιστικά, αποκαλούμενα και «μαύρες λεοπαρδάλεις» (black/melanistic leopards). [16]

Επίσης, κάποια λευκά σερβάλ έχουν τεκμηριωθεί, όχι σε άγρια κατάσταση αλλά σε αιχμαλωσία. Ένα (1) γεννήθηκε και πέθανε σε ηλικία δύο εβδομάδων στον Καναδά στις αρχές του 1990. Τρία (3) αρσενικά γεννήθηκαν στο Big Cat Rescue στην Τάμπα της Φλόριντα το 1997 και το 1999. Το τελευταίο ανήκει σε μια οικογένεια που ζει στην Ρετζίνα του Καναδά. [17][18][19]

Βιομετρικά στοιχεία Επεξεργασία

  • Μήκος σώματος (χωρίς την ουρά): 59 έως 92 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 20 έως 45 εκατοστά
  • Ύψος μέχρι το ακρώμιο: 54 έως 66 εκατοστά
  • Βάρος: ♂ 9 έως 18 κιλά ♀ 7 έως 12 κιλά

[20][21]

Τροφή Επεξεργασία

Αν και εξειδικευμένα στο κυνήγι τρωκτικών, τα σερβάλ είναι οπορτουνιστές θηρευτές των οποίων η διατροφή περιλαμβάνει επίσης μυγαλές, πτηνά, λαγούς, ύρακες, ερπετά, έντομα, ψάρια και βατράχια. [22] Τα τρωκτικά και οι μυγαλές αποτελούν το 80-93% της λείας τους, με τα πτηνά να αποτελούν την αμέσως επόμενη επιλογή (από μικρά πουλιά, μέχρι φλαμίνγκος και πελαργούς-πολύ σπάνια-). [23] Πάνω από το 90% των θηραμάτων ζυγίζουν λιγότερο από 200 γραμμάρια, [24] ενώ πολύ σπάνια τρώει θνησιμαία. [25] Γενικά, το μέσο μέγεθος των θηραμάτων του είναι σαφώς μικρότερο από εκείνο των θηραμάτων του καρακάλ. [26]

Το σερβάλ τρώει πολύ γρήγορα, μερικές φορές τόσο πολύ που, το φαγητό «τού κάθεται στο λαιμό» (sic), οπότε το επαναφέρει στην στοματική κοιλότητα και το αναμασά. Τα μικρά θηράματα καταβροχθίζονται ολόκληρα, ενώ στα μεγαλύτερα, καταναλώνει τα μικρά οστά, αλλά τα εσωτερικά όργανα και τα έντερα αποφεύγονται, όπως και το τρίχωμα, τα φτερά, τα ράμφη, τα πόδια και οι οπλές. Το σερβάλ χρησιμοποιεί μια αποτελεσματική τεχνική «μαδήματος» των πουλιών: αφού τα θανατώσει, τα πετάει επανειλημμένα στον αέρα, ενώ ταυτόχρονα κουνάει το κεφάλι του πέρα-δώθε, αφαιρώντας ολόκληρες τούφες από φτερά. [εκκρεμεί παραπομπή]

Κυνήγι Επεξεργασία

 
Ενήλικο σερβάλ στο Σερενγκέτι

Ως μέρος της προσαρμογής για κυνήγι στις σαβάνες, το σερβάλ διαθέτει εξαιρετικά μακριά πόδια, για την ακρίβεια, τα μακρύτερα από όλες τις αγριόγατες -σε σχέση με το μέγεθος του σώματός του-. Εκτελεί κατακόρυφα άλματα και μπορεί να φθάσει σε ταχύτητες μέχρι 80 χλμ/ώρα, ενώ διαθέτει μεγάλα αυτιά για οξεία ακοή. Έτσι, μπορεί να βλέπει πάνω από την υψηλή βλάστηση της σαβάνας, ενώ ακούει τα θηράματα ακόμη και αν αυτά κινούνται υπόγεια. Έχει γίνει γνωστό ότι μπορεί να σκάβει ολόκληρα λαγούμια για να τα αποκαλύψει, ή να πηδήξει κατακόρυφα 2 έως 3 μ. για να αρπάξει πουλιά στον αέρα. Επίσης, μπορεί να εκτελεί και οριζόντια άλματα της τάξης των 3,5 μ. από σταθερή θέση, μετά από τα οποία προσγειώνεται με ακρίβεια στο στόχο με επαρκή δύναμη για την αναισθητοποίηση ή θανάτωση της λείας, κατά την πρόσκρουση. [27] Αυτά τα άλματα είναι πολύ χαρακτηριστικά και μοιάζουν πολύ με εκείνα που εκτελεί η αλεπού, ξεκινώντας από στάση και με τα 4 πόδια. [28]

Χαρακτηριστικό στοιχείο της θηρευτικής του ικανότητας είναι ότι, μπορεί να στέκεται ακίνητο με τα μάτια κλειστά, μέχρι και 15 λεπτά, επικεντρωνόμενο στην ακοή του για τον εντοπισμό του στόχου. Το σερβάλ είναι από τους πιο αποτελεσματικούς θηρευτές, με μέση επιτυχία 50% (συλλαμβάνει 1 ατα 2 θηράματα στα οποία επιτίθεται), σε σύγκριση με το 38% για τις λεοπαρδάλεις και 30% για τα λιοντάρια. Κατά μέσον όρο, συλλαμβάνει 4.000 τρωκτικά, 260 φίδια και 130 πουλιά κάθε χρόνο. [29]

Ηθολογία Επεξεργασία

Όπως και οι περισσότερες αγριόγατες, τα σερβάλ είναι μοναχικά, νυκτόβια ζώα. Μελέτη του 1985, έδειξε ότι αναπαύονται κατά τη διάρκεια της ημέρας και δραστηριοποιούνται τις βραδινές και νυκτερινές ώρες, ιδιαίτερα τα θηλυκά που έχουν γεννήσει. [30] Μπορούν να ταξιδεύουν μέχρι 3-4 χλμ. κάθε νύχτα προς αναζήτηση τροφής. Ωστόσο στην περιοχή του Εθνικού Πάρκου Σερενγκέτι, τα σερβάλ δείχνουν να δραστηριοποιούνται κατά την διάρκεια της ημέρας, κάτι που σχετίζεται με την αντίστοιχη ημερήσια δραστηριότητα των θηραμάτων του. [31]

Το θηλυκό υπερασπίζεται ζωτικό χώρο 9,5-19,8 τ. χλμ., ανάλογα με την τοπική διαθεσιμότητα λείας, ενώ το αρσενικό υπερασπίζεται μεγαλύτερες περιοχές (11,6-31,5 τ. χλμ.) και σηματοδοτεί το έδαφός του με ψεκασμό ούρων σε αντικείμενα που εξέχουν όπως θάμνους, ή, λιγότερο συχνά, σκαλίζει φρέσκα ούρα στο έδαφος με τα νύχια του. Οι διαμάχες μεταξύ αντιπάλων συχνά είναι εντυπωσιακές, με τα ζώα να οριζοντιώνουν τα αυτιά τους, να κυρτώνουν τις ράχες τους, να δείχνουν τα δόντια τους και να κουνάνε τα κεφάλια τους έντονα. Στην άμεση αντιπαράθεση, επιτίθενται με προτεταμένα τα μακριά πόδια τους, αρθρώνοντας «γαβγίσματα» και δυνατά γρυλίσματα. Είναι σε θέση να σκαρφαλώνουν και να κολυμπούν, αλλά σπάνια το κάνουν. [32]

Το σερβάλ θεωρείται εξαιρετικά ευφυές αιλουροειδές, δείχνοντας αξιοσημείωτη ικανότητα επίλυσης προβλημάτων και έχοντας την φήμη ότι εύκολα «ξεγελάει» τους αντίπαλους θηρευτές, διαφεύγοντας με την λεία του. Συχνά «παίζει» με το θήραμα για αρκετά λεπτά πριν από την κατανάλωση του. Ωστόσο, εάν χρειαστεί, υπερασπίζεται σθεναρά την λεία του, όταν υπάρχει απόπειρα κλοπής από τους άλλους θηρευτές, με τα αρσενικά να είναι πιο επιθετικά από ό, τι τα θηλυκά. [εκκρεμεί παραπομπή]

Αναπαραγωγή Επεξεργασία

Ο οίστρος διαρκεί για 4 ημέρες, περίπου και συμπίπτει χρονικά έτσι, ώστε τα γατάκια να γεννώνται στην αιχμή αναπαραγωγής των τοπικών πληθυσμών των τρωκτικών. Τα σερβάλ είναι σε θέση να δώσουν πολλές γέννες μέσα στο έτος, αλλά συνήθως το κάνουν μόνο αν οι προηγούμενες γέννες απωλεσθούν λίγο μετά τη γέννηση. Η κύηση διαρκεί 66-77 ημέρες και η γέννα αποτελείται από δύο (2) γατάκια, αν και μερικές φορές γεννιέται μόνον ένα (1), ή μέχρι και τέσσερα (4). [33]

Τα γατάκια γεννιούνται μέσα στην πυκνή βλάστηση ή σε προστατευμένα σημεία, όπως εγκαταλειμμένα λαγούμια από ορυκτερόποδες. Αν τέτοια ιδανική τοποθεσία δεν είναι διαθέσιμη, μια θέση κάτω από έναν θάμνο μπορεί να είναι επαρκής. Τα γατάκια ζυγίζουν περίπου 250 γρ. κατά τη γέννηση [34] και είναι, αρχικά, τυφλά και ανήμπορα. Ανοίγουν τα μάτια τους στις 9-13 ημέρες και αρχίζουν αρχίσει να λαμβάνουν στερεά τροφή μετά από έναν (1) μήνα, περίπου. Σε 6 μήνες, αποκτούν μόνιμους κυνόδοντες, οπότε μπορούν να αρχίσουν να κυνηγούν μόνα τους, ενώ αφήνουν τη μητέρα τους σε ηλικία 12 μηνών, περίπου. Φθάνουν σε σεξουαλική ωριμότητα στους 12-25 μήνες. [35]

Προσδόκιμο ζωής Επεξεργασία

Το προσδόκιμο ζωής των σερβάλ είναι περίπου 10 χρόνια στην άγρια φύση, και μέχρι και 20 χρόνια σε αιχμαλωσία. [36] Η μεγαλύτερη ηλικία που έχει καταγραφεί στην άγρια φύση είναι τα 23 χρόνια, ενώ σε αιχμαλωσία, ο μέσος όρος ζωής είναι 22,4 χρόνια. [37]

Απειλές Επεξεργασία

 
Σερβάλ, σε Εθνικό Πάρκο στη Γαλλία

Η κύρια απειλή για το είδος είναι η απώλεια ή/και υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων του. Ειδικά οι υγρότοποι, φιλοξενούν συγκριτικά υψηλές πυκνότητες τρωκτικών σε σύγκριση με άλλους τύπους οικοτόπων και αποτελούν τους βασικούς τομείς διαβίωσης του σερβάλ. Δευτερεύουσας σημασίας είναι η υποβάθμιση των βοσκοτόπων μέσω της ετήσιας καύσης των σπαρτών. Επίσης, η υπερβόσκηση από τα εγχώρια οπληφόρα, οδηγώντας σε μείωση των μικρών θηλαστικών. [38][39]

Το διεθνές -νόμιμο- εμπόριο είναι, γενικά, σε πτώση, [40] αν και τα δέρματα των γατών αποτελούν ακόμα αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μεγάλες ποσότητες σε ορισμένες χώρες, όπως η Σενεγάλη, η Γκάμπια και το Μπενίν [41] και εξάγονται στη Βόρεια Αφρική. [42] Κάποιες γούνες που έχουν καταγραφεί στο Μαρόκο θα μπορούσε, είτε να έχουν προέλθει από αλλού, ή να αποτελούν στοιχείο συνέχισης της ύπαρξης του σερβάλ στη χώρα. [43] Το εμπόριο στη Δ. Αφρική φαίνεται να επιτελείται κυρίως για τελετουργικούς ή ιατρικούς σκοπούς.

Αν και τα σερβάλ πολύ σπάνια επιτίθενται σε οικιακά ζώα (και μάλιστα μπορεί ακόμη και να είναι επωφελή για τους αγρότες λόγω της προτίμησής τους στα τρωκτικά), σε αγροτικές περιοχές σε όλη την Αφρική, μερικές φορές διώκονται για επίθεση σε πουλερικά. Αυτό επισύρει αδιάκριτες μεθόδους ελέγχου τους, με πολλούς κτηνοτρόφους να τα θανατώνουν. [44] Τέλος, τα σερβάλ μερικές φορές θανατώνονται από ύαινες, λεοπαρδάλεις ή άλλα μεγάλα αιλουροειδή.

Κατάσταση πληθυσμού Επεξεργασία

Η κατανομή του είδους είναι σχετικά πλούσια και εκτεταμένη (και ακόμα επεκτείνεται δι’αποικισμού σε ορισμένες περιοχές). Ωστόσο, η υποβάθμιση των υγροτόπων και το επίπεδο του εμπορίου δέρματος στη δυτική Αφρική [45][46] προκαλούν ανησυχία. Τα σερβάλ είναι σπάνια νότια της Σαχάρας, στην περιοχή του Σαχέλ. [47] Το 2007, έρευνα από το Εργαστήριο Αξιολόγησης Θηλαστικών της Μεσογείου κατέταξε τα σερβάλ βόρεια της Σαχάρας ως Κρισίμως Κινδυνεύοντα (CR).

Η γενική κατάσταση του παγκόσμιου πληθυσμού θεωρείται καλή και σταθερή, γι’ αυτό και η IUCN κατατάσσει το σερβάλ στα Είδη Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), [48] ωστόσο, αυτή η «εικόνα» δεν είναι ομοιόμορφη σε όλες τις, κατά τόπους, κατανομές των πληθυσμών του.

Ο απομονωμένος πληθυσμός κατά μήκος των ακτών της Μεσογείου, όπου είναι γνωστό ότι εμφανίζεται μόνο στο Μαρόκο, [49] πιθανώς και στην Αλγερία, ενώ έχει επανεισαχθεί (από την Α.Αφρική) στην Τυνησία, ταξινομείται σε περιφερειακό επίπεδο ως Κρισίμως Κινδυνεύων (κριτήρια C2a (1)). Υπάρχουν λιγότερα από 250 ώριμα άτομα, κάθε υποπληθυσμός είναι μικρότερος από 50 άτομα και εντελώς απομονωμένος (ο ένας από τον άλλο και από τους πληθυσμούς στις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής)

Οι πληθυσμοί τους εκτός των Εθνικών Πάρκων και Καταφυγίων είναι αβέβαιοι, αλλά επειδή έχουν κρυπτικό χαρακτήρα, τα σερβάλ μπορεί να είναι κοινά σε κατάλληλους βιοτόπους και να μην παρατηρούνται εύκολα. [50] Η ελάχιστη πυκνότητα των σερβάλ σε άριστους οικοτόπους στο Νγκορονγκόρο, ήταν 0,42 άτομα/χλμ². [51]

Μέτρα διαχείρισης Επεξεργασία

  • Το είδος περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της CITES.
  • Το κυνήγι του απαγορεύεται σε Αλγερία, Μποτσουάνα, Κονγκό, Κένυα, Λιβερία, Μαρόκο, Μοζαμβίκη, Νιγηρία, Ρουάντα, Νότια Αφρική (επαρχία Cape μόνο) και Τυνησία, ενώ νομοθεσία περί θήρας ισχύει σε Αγκόλα, Μπουρκίνα Φάσο, Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία, Γκάνα, Μαλάουι, Σενεγάλη, Σιέρα Λεόνε, Σομαλία, Τανζανία, Τόγκο, Ζαΐρ και Ζάμπια. [52]

Τα σερβάλ ως κατοικίδια Επεξεργασία

Τα σερβάλ, όπως συμβαίνει με τους γατόπαρδους, είναι φιλικά και εύκολο να εξημερωθούν. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τα λάτρευαν ως θεϊκές οντότητες όπως τις γάτες. Ωστόσο, δεν δέχονται εύκολα αλλαγή στο αφεντικό τους ή νέα μέλη στο περιβάλλον τους, και μπορεί να γίνουν άγρια όταν αποχωρίζονται τους κυρίους τους.

  • Η διασταύρωση του σερβάλ με την κατοικίδια γάτα δίνει την αμερικανική ράτσα Σαβάνα (Savannah). [53]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. http://www.departments.bucknell.edu/biology/resources/msw3/browse.asp?id=1400003
  2. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt
  3. http://www.departments.bucknell.edu/biology/resources/msw3/browse.asp?id=14000132
  4. http://www.iucnredlist.org/details/11638/0
  5. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Ιουλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2014. 
  6. Sunquist & Sunquist
  7. Sunquist & Sunquist
  8. Breitenmoser et al
  9. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Σεπτεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2014. 
  10. http://www.archive.org/stream/bulletinofmuseum83harv/bulletinofmuseum83harv#page/241/mode/1up
  11. http://www.departments.bucknell.edu/biology/resources/msw3/browse.asp?id=14000132
  12. Cats of Africa
  13. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Ιουλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2014. 
  14. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2014. 
  15. Sunquist & Sunquist
  16. Sunquist & Sunquist
  17. http://bigcatrescue.org/pharaoh/
  18. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2014. 
  19. http://www.ctvnews.ca/video?playlistId=1.1027332
  20. Burnie & Wilson
  21. Sunquist & Sunquist
  22. http://www.awf.org/wildlife-conservation/serval
  23. Cats of Africa
  24. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2014. 
  25. Cats of Africa
  26. cats.org
  27. Sunquist & Sunquist
  28. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Νοεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2014. 
  29. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Νοεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2014. 
  30. cats.org
  31. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2014. 
  32. Sunquist & Sunquist
  33. Sunquist & Sunquist
  34. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Νοεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2014. 
  35. Sunquist & Sunquist
  36. Tonkin
  37. Canniff et al
  38. Nowell & Jackson
  39. Ray et al
  40. Nowell & Jackson
  41. Ο Burnham & Di Silvestre, in Hunter and Bowland, in press
  42. de Smet & Cuzin pers. com. 2007
  43. Arce & Prunier
  44. Hunter & Bowland pers. comm.
  45. Ray et al
  46. Hunter & Bowland in press.
  47. Clement et al
  48. http://www.iucnredlist.org/details/full/11638/0
  49. Cuzin
  50. Hunter & Bowland in press.
  51. Geertsema
  52. Nowell & Jackson
  53. http://fr.wikipedia.org/wiki/Savannah_(chat)

Πηγές Επεξεργασία

  • Arce, S. S. and Prunier, F. 2006. Report on serval pelts in Morocco. Cat News 46: 16-17.
  • Breitenmoser, C., Henschel, P. & Sogbohossou, E. (2008). Leptailurus serval. In: IUCN 2008. IUCN Red List of Threatened Species. Retrieved 22 March 2009. Database entry includes justification for why this species is of least concern
  • Burnie D and Wilson DE (Eds.), Animal: The Definitive Visual Guide to the World's Wildlife. DK Adult (2005), ISBN 0789477645
  • Canniff Tessa (author), Karen Francl (editor), Gail McCormick (editor). "Leptailurus serval". University of Michigan Museum of Zoology. - Additional references are given in the section of the web page linked.
  • Clement, C., Niaga, M. and Cadi, A. 2007. Does the serval still exist in Senegal? Cat News 47: 24-25.
  • Cuzin, F. 2003. Les grands mammifères du Maroc méridional (Haut Atlas, Anti Atlas et Sahara): Distribution, Ecologie et Conservation. Ph.D. Thesis, Laboratoire de Biogéographie et Ecologie des Vertèbrés, Ecole Pratique des Hautes Etudes, Université Montpellier II.
  • De Smet, K. 1989. The distribution and habitat choice of larger mammals in Algeria, with special reference to nature protection. Ph.D. Thesis, University of Ghent.
  • Eizirik, E., Johnson, W. E. and O'Brien, S. J. Submitted. Molecular systematics and revised classification of the family Felidae (Mammalia, Carnivora). Journal of Mammalogy.
  • Geertsema, A. 1985. Aspects of the ecology of the Serval Leptailurus serval in the Ngorongoro crater, Tanzania. Netherlands Journal of Zoology 35(4): 527.
  • Hunter, L. T. B. and Bowland, J. In press. Leptailurus serval. In: J. S. Kingdon and M. Hoffmann (eds), The Mammals of Africa, Academic Press, Amsterdam, The Netherlands.
  • Hunter, Luke, Hinde, Gerald, ’’ Cats of Africa’’. New Holland Publishers. pp. 61–62. ISBN 177007063X.
  • Johnson, W. E., Eizirik, E., Pecon-Slattery, J., Murphy, W. J., Antunes, A., Teeling, E. and O'Brien, S. J. 2006. The late miocene radiation of modern felidae: A genetic assesstment. Science 311: 73-77.
  • Nowell, K. and Jackson, P. 1996. Wild Cats. Status Survey and Conservation Action Plan. IUCN/SSC Cat Specialist Group, Gland, Switzerland and Cambridge, UK.
  • O'Brien, S. J. and Johnson, W. E. 2007. The evolution of cats. Scientific American July: 68-75.
  • Ray, J. C., Hunter, L. and Zigouris, J. 2005. Setting conservation and research priorities for larger African carnivores. Wildlife Conservation Society, New York, USA.
  • Sunquist, Mel; Sunquist, Fiona (2002). Wild cats of the World. Chicago: University of Chicago Press. pp. 142–151. ISBN 0-226-77999-8.
  • Tonkin, B.A. (1972). "Notes on longevity in three species of felids". International Zoo Yearbook 12: 181–182. doi:10.1111/j.1748-1090.1972.tb02319.x.