Το σιμιγδάλι (αρχ. ελλην. σεμίδαλις) είναι ονομασία που αναφέρεται σε θραύσματα του κόκκου των σιτηρών ιδιαίτερα του σκληρού σταριού, τα οποία παρασκευάζονται με την άλεση κόκκων που είχαν αρχικά διαβραχεί, διαδικασία η οποία ακολουθείται από ξήρανση και κοσκίνισμα. Ο όγκος των κόκκων ποικίλει από πολύ μικρός (όπως ένας κόκκος αλατιού, ψιλό σιμιγδάλι) έως αρκετά μεγάλος (όπως ένας κόκκος ζάχαρης, χονδρό σιμιγδάλι). Το σιμιγδάλι διακρίνεται σε αυτό που προέρχεται από την περιφέρεια του κόκκου και είναι γνωστό ως ντυμένο και σε αυτό που προέρχεται από το κέντρο του κόκκου, το οποίο δεν φέρει μέρος του περιβλήματος και είναι γνωστό ως γυμνό. Εξαιτίας του περιβλήματος το πρώτο είναι πιο σκουρόχρωμο από το δεύτερο.

Σιμιγδάλι
Γαλακτομπούρεκο

Περιεκτικότητα σε ουσίες

Επεξεργασία

100 γραμμάρια σιμιγδαλιού περιέχουν :

Χρήση στην ελληνική & διεθνή Κουζίνα

Επεξεργασία

Το σημαντικότερο προϊόν που κατασκευάζεται, κυρίως από σιμιγδάλι, είναι τα προϊόντα της μακαρονοποιίας όπως το σπαγγέτι και άλλα. Επίσης στη ζαχαροπλαστική γλυκά που παρασκευάζονται με βάση το σιμιγδάλι είναι τα παραδοσιακά στην Ελλάδα μελομακάρονα, το ρεβανί, το σάμαλι, το γαλακτομπούρεκο, η γαλατόπιτα και πολλοί τύποι ελληνικού χαλβά. Πολύ συχνή είναι η χρήση του σιμιγδαλιού στη σπανακόπιτα, την μπουγάτσα, την καρυδόπιτα και στα αμυγδαλωτά. Τέλος στη διεθνή κουζίνα το σιμιγδάλι είναι η βάση του κουσκούς.

Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμος 54, σελίδα 65.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία