Οι Σκυθήνες ήταν αρχαίος λαός της Μικράς Ασίας που ζούσε στα παράλια του Εύξεινου πόντου, στα σημερινά σύνορα Γεωργίας και Τουρκίας . Η χώρα τους συνόρευε με τους Χάλυβες με τους οποίους είχαν φυσικό σύνορο τον ποταμό Άρπασο[1].

Από την χώρα των Σκυθηνών πέρασε ο Ξενοφών με τους Μυρίους. Οι κάτοικοι ήταν πολύ φιλικοί μαζί τους τους προμήθευσαν τρόφιμα και με βοήθεια οδηγών προχώρησαν την πορεία τους . Ο Ξενοφών αναφέρει ότι κάποιος άρχοντας από την πόλη Γυμνιάδα τους έδωσε έναν οδηγό να τους οδηγήσει και επειδή ήταν δύσπιστοι μαζί του τους είπε αν δεν τους πήγαινε σε 5 ημέρες στη θάλασσα θα τού έπαιρναν το κεφάλι. Ο οδηγός τους οδήγησε στη θάλασσα μέσα από άλλη χώρα εχθρική προς τους Σκυθηνούς, εκεί από το όρος Θήχης αντίκρισαν την θάλασσα. Οι Σκύθηνες με την συμπεριφορά τους θέλησαν να εκμεταλλευθούν την παρουσία των Μυρίων και κατά πορεία τους στην εχθρική χώρα τους ζήταγαν και έκαιγαν και κατέστρεφαν για να εκδικηθούν τους εχθρούς τους[2].

Αναφορές Επεξεργασία

  1. [...] ἐκ τούτων οἱ Ἕλληνες ἀφίκοντο ἐπὶ Ἅρπασον ποταμόν, εὖρος τεττάρων πλέθρων. ἐντεῦθεν ἐπορεύθησαν διὰ Σκυθηνῶν σταθμοὺς [...]Κύρου Ανάβασις Δ [4.7.18 ]
  2. [...] ἐκ τούτων οἱ Ἕλληνες ἀφίκοντο ἐπὶ Ἅρπασον ποταμόν, εὖρος τεττάρων πλέθρων. ἐντεῦθεν ἐπορεύθησαν διὰ Σκυθηνῶν σταθμοὺς τέτταρας παρασάγγας εἴκοσι διὰ πεδίου εἰς κώμας· ἐν αἷς ἔμειναν ἡμέρας τρεῖς καὶ ἐπεσιτίσαντο. [4.7.19 ] ἐντεῦθεν διῆλθον σταθμοὺς τέτταρας παρασάγγας εἴκοσι πρὸς πόλιν μεγάλην καὶ εὐδαίμονα καὶ οἰκουμένην ἣ ἐκαλεῖτο Γυμνιάς. ἐκ ταύτης τῆς χώρας ὁ ἄρχων τοῖς Ἕλλησιν ἡγεμόνα πέμπει, ὅπως διὰ τῆς ἑαυτῶν πολεμίας χώρας ἄγοι αὐτούς. [4.7.20 ] ἐλθὼν δ᾽ ἐκεῖνος λέγει ὅτι ἄξει αὐτοὺς πέντε ἡμερῶν εἰς χωρίον ὅθεν ὄψονται θάλατταν· εἰ δὲ μή, τεθνάναι ἐπηγγείλατο. καὶ ἡγούμενος ἐπειδὴ ἐνέβαλλεν εἰς τὴν [ἑαυτοῦ ] πολεμίαν, παρεκελεύετο αἴθειν καὶ φθείρειν τὴν χώραν· ᾧ καὶ δῆλον ἐγένετο ὅτι τούτου ἕνεκα ἔλθοι, οὐ τῆς τῶν Ἑλλήνων εὐνοίας. [4.7.21 ] καὶ ἀφικνοῦνται ἐπὶ τὸ ὄρος τῇ πέμπτῃ ἡμέρᾳ· ὄνομα δὲ τῷ ὄρει ἦν Θήχης. ἐπεὶ δὲ οἱ πρῶτοι ἐγένοντο ἐπὶ τοῦ ὄρους καὶ κατεῖδον τὴν θάλατταν, κραυγὴ πολλὴ ἐγένετοΚύρου Ανάβασις Δ