Σλαβόφωνοι της ελληνικής Μακεδονίας

γλωσσική μειονότητα
Αυτό το λήμμα αφορά τους Σλαβόφωνους της ελληνικής Μακεδονίας. Για τους Σλαβόφωνους Έλληνες, δείτε: Σλαβόφωνοι Έλληνες Μακεδόνες.

Οι Σλαβόφωνοι της ελληνικής Μακεδονίας στις μέρες μας (αρχές του 21ου αι.) είναι πληθυσμιακή ομάδα δίγλωσσων που ομιλούν διάλεκτο της Σλαβομακεδονικής, όσοι απέμειναν εντός ελλαδικού χώρου μετά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13), τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ (1924) (περί εθελουσίας ανταλλαγής πληθυσμών) που υπογράφηκε μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας στα πλαίσια της συνθήκης του Νεϊγύ (1919), την εισβολή των Βουλγάρων κυρίως στην Ανατολική αλλά και τη Δυτική Μακεδονία κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ως συμμάχων του Άξονα και συνακόλουθα μετά την ήττα του ΔΣΕ (1949). Υπολογισμοί του 1999 τους αριθμούσαν σε 100.000 με 200.000. [1] Αυτού του είδους το εύρος μεταξύ ελαχίστου και μεγίστου πληθυσμού οφείλεται τόσο στην έλλειψη στατιστικών στοιχείων, στις επιμειξίες αλλά και στη μαζική σχεδόν αστυφιλία [2] που παρατηρήθηκε κυρίως στις δεκαετίες του 1950 και 1960.

Σλαβόφωνοι της ελληνικής Μακεδονίας
Συνολικός πληθυσμός
π. 100.000-200.000
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς
Ελλάδαπ. 100.000 - 200.000
Γλώσσες
σλαβικές διαλέκτους
Ελληνικά
Θρησκεία
κυρίως Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός [εκκρεμεί παραπομπή]
Παραδοσιακή έκταση της σλαβοφωνίας (μωβ) στην ελληνική Μακεδονία.

Ιστορία Επεξεργασία

Γενικά Επεξεργασία

 
Το Ευαγγέλιο του Κονικόβου, Σολόν (Θεσσαλονίκη), 1852.

Οι σλαβόφωνοι της ελληνικής Μακεδονίας βρίσκονται σε μια γεωγραφική ζώνη από βορειοδυτικά της λίμνης της Καστοριάς κατά μήκος των συνόρων της Βόρειας Μακεδονίας, άλλοτε Γιουγκοσλαβικών, έως το όρος Όρβηλο στα σύνορα με τη Βουλγαρία, όπως αυτά διαμορφώθηκαν και ισχύουν μέχρι τις μέρες μας μετά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), βάσει της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913).[3]

Οι σπουδαιότεροι λόγοι που συνετέλεσαν στη διαμόρφωση του σλαβικού ιδιώματος (φωνητικά) ανάγονται στη βυζαντινή περίοδο και τη Τουρκοκρατία που ακολούθησε, όταν αριθμός Βουλγάρων αιχμαλώτων αναζήτησε εργασία στα μεγάλα αγροκτήματα των Βυζαντινών τιμαριούχων.[4] Ο Απόστολος Βακαλόπουλος αναφέρει ότι συναντώνταν σλαβόφωνοι ως εποχιακοί εργάτες συλλογής βαμβακιού ακόμα και στην περιοχή των Τρικάλων.[5] Η έλλειψη ουσιαστικών συνόρων στην ελληνική χερσόνησο έκανε εύκολο τον συγχρωτισμό με τους άλλους λαούς και οι μετακινήσεις για εργασία πολλών φτωχών Σλάβων προς τις εύφορες βόρειες περιοχές του ελληνικού χώρου, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Έτσι προέκυψε το σλαβικό ιδίωμα[εκκρεμεί παραπομπή], και αποτέλεσε μέσο κοινής συνεννόησης Τούρκων, Ελλήνων και Σλάβων εποίκων για να εξυπηρετούνται εμπορικοί και άλλοι σκοποί. Σε πολλές περιπτώσεις, οι περιστάσεις ανάγκαζαν τον ελληνικό πληθυσμό να προτιμά να μαθαίνει το προφορικό ιδίωμα αυτό και να προσποιείται πρόσκαιρα ότι είναι σλαβικός ώστε να αποφεύγει το παιδομάζωμα, τις σφαγές και το μίσος των Τούρκων έπειτα από κάθε επανάσταση του ελληνισμού.[6]Το σλαβoφωνικό γλωσσικό ιδίωμα αποτέλεσε αργότερα τη βάση της βουλγαρικής προπαγάνδας με την ίδρυση βουλγαρικών εξαρχικών σχολείων και καταλήψεις ελληνικών εκκλησιών, σύμφωνα με σουλτανικό φιρμάνι του 1870,β[›] που όριζε εφόσον οι εξαρχικοί αποτελούσαν το ένα τρίτο του εκκλησιάσματος να λειτουργούν εκ περιτροπής σε εκκλησίες που ποτέ δεν έκτισαν και να δημιουργούν μητροπόλεις αν ήσαν οι μισοί. Κατά την περίοδο των ελληνοβουλγαρικών αναταράξεων οι σλαβόφωνοι διχάστηκαν σε Πατριαρχικούς και εξαρχικούς στα συνοριακά όμως εδάφη της βόρειας σημερινής ελληνικής Μακεδονίας (1895 - 1908).


Η πολιτική των ελληνικών και βουλγαρικών κυβερνήσεων Επεξεργασία

Η ιστορία των σλαβοφώνων της ελληνικής Μακεδονίας εξαρτήθηκε άμεσα από την ιστορία των ελληνο-βουλγαρικών σχέσεων από τα τέλη του 19ου και στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα. Η ένταση μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας ξεκίνησε επίσημα με την απόσχιση της βουλγαρικής Εξαρχίας από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως το 1870 και κορυφώθηκε το 1906 με τον ανθελληνικό διωγμό και την de facto κατάλυση των ελληνικών κοινοτήτων στη Βουλγαρία. Συνεχίστηκε με τον Β' Βαλκανικό Πόλεμο όταν η Βουλγαρία απέτυχε να διατηρήσει ένα λιμάνι στο Αιγαίο ενώ η Ελλάδα και η Σερβία προσάρτησαν το μεγαλύτερο μέρος της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας. Επιδιώκοντας να ανακτήσει τα εδάφη που διεκδικούσε, η Βουλγαρία συμμετείχε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στη συμμαχία των Κεντρικών Δυνάμεων, και βρέθηκε πάλι στο στρατόπεδο των ηττημένων. Με τη συνθήκη του Neuilly παραχώρησε μεγάλο μέρος των εδαφών της στη Σερβία, τη Ρουμανία και την Ελλάδα. Μετά τον πόλεμο επεδίωξε και πάλι να ασκήσει πολιτική στην περιοχή της Μακεδονίας χρησιμοποιώντας τη σλαβόφωνη ή βουλγαρίζουσα μειονότητα στην Ελλάδα, αμφισβητώντας το εδαφικό καθεστώς των Συνθηκών. Επειδή κρίθηκε πολύ δύσκολο να συμβιώσουν ειρηνικά Έλληνες και Βούλγαροι, προτιμήθηκε η λύση της αμοιβαίας εθελοντικής μετανάστευσης, πρόταση που εισηγήθηκε ο Ελ. Βενιζέλος τον Αύγουστο του 1919. Οι δύο χώρες υπέγραψαν σχετική συμφωνία, η οποία εφαρμόστηκε το 1920. Η ένταση μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων συνεχίστηκε, με μείζονα επεισόδια όπως η δολοφονία 17 σλαβόφωνων στο Τερλίζ (σημ. Βαθύτοπος Ν. Δράμας) της ελληνικής Μακεδονίας από Έλληνες πρόσφυγες της Μ. Ασίας (Ιούλιος 1924) και η δολοφονία Ελλήνων στρατιωτών στο Πετρίτσι από Βουλγάρους και η εισβολή ελληνικού στρατού στο βουλγαρικό έδαφος τον Οκτώβριο του 1925.

Για να μειωθούν οι εντάσεις, προτάθηκε το 1924 η λεγόμενη σύμβαση Πολίτη-Καλφώφ η οποία αναγνώριζε την ύπαρξη εθνικών μειονοτήτων εκατέρωθεν των συνόρων. Η Βουλγαρική βουλή ενέκρινε το σύμφωνο το οποίο θεώρησε «εθνική νίκη». Αντίθετα στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν αντιδράσεις και έγινε αντιληπτό ότι η Βουλγαρία θα το χρησιμοποιούσε για επεκτατικούς σκοπούς. Έτσι η Ελληνική βουλή 1925 το καταψήφισε και αυτό έμεινε ανενεργό.[7]

Μέσα στους παράγοντες που περιέπλεξαν την κρατική πολιτική έναντι των σλαβοφώνων ήταν η εγκατάσταση στη Μακεδονία Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο,την Ανατολική Θράκη και τη Βουλγαρία, μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Συνθήκη της Λωζάνης. Τα προβλήματα αυτά έτειναν να επιλυθούν ειρηνικά με την αμοιβαία μετανάστευση σλαβόφωνων και ελληνόφωνων, όταν το Νοέμβριο του 1924 το ΚΚΕ, παρά τις αντιδράσεις ορισμένων μελών του, αποδέχτηκε τη διακήρυξη της Κομιντέρν για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία». Αυτή η απόφαση του ΚΚΕ έκανε μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού να συνδέσει τους βουλγαρίζοντες της Μακεδονίας με τους κομμουνιστές. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις αδεξιότητες του ελληνικού κράτους στο προηγηθέν σύμφωνο Πολίτη-Καλφώφ, όξυνε τις τοπικές αντιπαραθέσεις, ενέπλεξε τη Σερβία στις ελληνο-βουλγρικές σχέσεις και οδήγησε στην άρνηση επικύρωσης του συμφώνου από την Ελληνική Βουλή. Στη δικτατορία του Πάγκαλου (1925-26), υπό την πίεση των τότε καταστάσεων, αναγνωρίστηκε η ύπαρξη σερβικής μειονότητας στην Ελλάδα αλλά μετά τη δικτατορία αυτή η απόφαση απορρίφθηκε από την Ελληνική Βουλή. Επί διακυβέρνησης Βενιζέλου (1928-32), η θέση της Ελλάδας ως προς τη σλαβική γλωσσική μειονότητα παρέμεινε ασταθής, λόγω αντιτιθέμενων πιέσεων από τη Σερβία και τη Βουλγαρία, δεδομένου ότι η πρώτη φοβόταν ότι θα δημιουργηθεί αντίστοιχο θέμα στο εσωτερικό της.

 
Εισαγγελική κλήτευση σε δίκη κατοίκου του Πολυπόταμου που διαλεγόταν και τραγουδούσε «εἰς γλῶσσαν μή [αντι]ληπτήν τῆς [sic] πάσι (σλαυϊκήν)» (1939).

Προβλήματα στην ενσωμάτωση των σλαβόφωνων δημιουργούσε και η Βουλγαρική πολιτική εκσλαβισμού, εκμεταλλευόμενη τις τότε συνθήκες μετανάστευσης προς Αμερική και Αυστραλία. Λόγω των περιορισμών που έθεταν ορισμένες χώρες υποδοχής για Έλληνες μετανάστες ή για ανηλικους, πολλοί Μακεδόνες (που σε μεγάλο ποσοστό ήταν δίγλωσσοι ή ρευστής εθνικής συνείδησης) αναγκάζονταν να παραμείνουν επί τριετία στη Βουλγαρία και να αποκτήσουν βουλγαρικό διαβατήριο. Ταυτόχρονα, τα ελληνικά κόμματα δεν μπορούσαν να υιοθετήσουν μια κοινή πολιτική έναντι των σλαβοφώνων. Οι τελευταίοι ήταν κυρίως ψηφοφόροι του Λαϊκού Κόμματος, λόγω του ότι συσχέτιζαν τα βενιζελικά κόμματα με τους πρόσφυγες. Στην περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά εφαρμόστηκαν σκληρά μέτρα γλωσσικής αφομοίωσης των περίπου 85.000 απογραφέντων σλαβοφώνων, μέτρα που όπως φαίνεται είχαν εισηγηθεί κρατικοί παράγοντες από την προηγούμενη δεκαετία. Η πολιτική αυτή προκάλεσε δυσαρέσκεια και αναζωπύρωσε τα φιλοβουλγαρικά αισθήματα, κάτι που εκδηλώθηκε στα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν.[8]

Γλώσσα Επεξεργασία

 
Χρήση μειονοτικών γλωσσών σε χωριά της Φλώρινας και της Αριδαίας το 1993. Οι σλαβόφωνοι με αποχρώσεις του κόκκινου.
«Τα ίδια γράμματα που ’ναι γραμμένα πάνου στα σκεβρωμένα κονίσματά τους, και στα παλιά εκκλησιαστικά βιβλία των εκκλησιώ τους. Ωστόσο, δε θέλουν να ’ναι μήτε “Μπουλγκάρ”, μήτε “Σρρπ”, μήτε “Γκρρτς”. Μοναχά “Μακεντόν ορτοντόξ”» ... «Έκαμα ένα γλωσσάριο που το πλουτίζω, το συμπληρώνω μέρα με τη μέρα. Μιλάνε μια γλώσσα πούναι παρακλάδι σλαβικό, με πολλά τούρκικα και ελληνικά στοιχεία. Η αντρίκεια της φτογγολογία μου δίνει ένα τονωτικό συναίστημα Τα φωνήεντα είναι σπάνια. Η μαλακιά θηλυκάδα τους πνίγεται σ΄ ένα κατακρύλισμα από φωνές αδρές και σκληρές. Σας μιλάν ακούς να δρομίζουν τον κατήφορο βότσαλα και χαλίκια στρογγυλεμένα στ΄ ορμητικό ρέμα του Δραγόρα. Μερικές λέξεις έχουν την παρθένα παραστατικότητα των πρωτογέννητων γλωσσών, που δεν ήταν παρά ηχητική μίμηση των κρότων και των θορύβων της ζωντανής ζωής. Για να πούνε πως το πουλί ((πέταξε)) λένε ((π΄ρρλιτς)). Σε καμιά γλώσσα δεν άκουσα τόσο ηχητικά το πέταγμα του πουλιού. Στρατής Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω,[9]

Από τις αρχές ως τα μέσα κυρίως του 20ου αιώνα εκδόθηκε στην Ελλάδα μια σειρά εθνικιστικών ψευδογλωσσολογικών και εθνολογικών δημοσιεύσεων κυρίως από δασκάλους, όπως τον Κωνσταντίνο Τσιούλκα, που, αν και δήλωναν ότι δεν είχαν γνώση των σλαβικών γλωσσών, παρουσίαζαν καταλόγους με επινοημένες ετυμολογίες σλαβικών λέξεων από την αρχαία ελληνική και αρνούνταν το σλαβικό χαρακτήρα των διαλέκτων που μιλούσαν οι σλαβόφωνοι.[10] Οι ίδιοι οι ομιλητές των σλαβικών διαλέκτων χρησιμοποιούν μια ποικιλία όρων για τη γλώσσα τους: «βουλγάρικα», «σλάβικα», «μακεδόνικα», «μακεδονίτικα», «νας» (δική μας [ενν. γλώσσα]), «ντόπια» ή «ντόπικα» ή απλώς «η γλώσσα», όροι οι οποίοι ενδέχεται να εναλλάσσονται αναλόγως των συμφραζομένων και του αν οι χρήστες τους θέλουν να προβάλουν (ή να αποφύγουν να προβάλουν) κάποιον εθνικό ισχυρισμό.[11] Οι σλαβικές διάλεκτοι ομιλούνται σήμερα ως δεύτερη γλώσσα από τους σλαβόφωνους της ελληνικής Μακεδονίας.[εκκρεμεί παραπομπή]

Παραδοσιακή μουσική Επεξεργασία

 
Φωτογραφία από το γάμο του Λάμπρου Ναούμοφ στον Λευκώνα της Φλώρινας (7.5.1933).

Στίχοι σλαβόγλωσσων τραγουδιών από την περιοχή της ελληνικής Μακεδονίας είχαν καταγραφεί το 19ο αιώνα σε συλλογές βουλγαρικών παραδοσιακών τραγουδιών από τη Μακεδονία και τον 20ο αι. από καταγόμενους από την Ελλάδα που ζούσαν στη Γιουγκοσλαβία.[12] Η μουσική παράδοση της ανατολικής Μακεδονίας μοιάζει με εκείνη της Θράκης, των νοτιοδυτικών τμημάτων της περιοχής με εκείνη της Ηπείρου, ενώ των βορείων τμημάτων της με εκείνη των όμορων κρατών.[13] Εξαιτίας της πολιτικής φόρτισης της σλαβογλωσσίας, οι Έλληνες ερευνητές είτε δεν ασχολήθηκαν με τη σλαβόγλωσση μουσική παράδοση της περιοχής είτε συναντούσαν ως τη δεκαετία του '90 την απροθυμία συνεργασίας των ντόπιων μουσικών.[14] Στις 200 περίπου καταγραφές παραδοσιακής μουσικής της ελληνικής Μακεδονίας που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα από το 1959 και έπειτα, γινόταν προσπάθεια να υπογραμμιστει ο ελληνικός της χαρακτήρας. Έτσι, τα σλαβόγλωσσα τραγούδια παραλείπονταν, αναφέρονταν με ελληνικούς τίτλους ή, αν και (από τη δεκαετία του 1980) αναφερόταν το σλαβικό τους όνομα, πάντοτε εκτελούνταν ορχηστρικά, χωρίς λόγια.[15]

Την περίοδο της όξυνσης του Μακεδονικού τη δεκαετία του '90, ένας οδοντίατρος από τα Κουφάλια, ο Κώστας Νοβάκης, ξεκίνησε να συλλέγει παραδοσιακά τραγούδια και το 2002-3 εξέδωσε τρία CD με σλαβόφωνα τραγούδια κυρίως από τη δυτική αλλά και την κεντρική Μακεδονία. Αυτή ήταν η πρώτη κυκλοφορία τραγουδιών με λόγια στις σλαβικές διαλέκτους της ελληνικής Μακεδονίας.[16] Εξαιτίας της διακοπής της συνέχειας της σλαβόγλωσσης μουσικής παράδοσης και καθώς η καθημερινή χρήση των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία έχει πλέον ατονήσει, οι λιγοστοί που ασχολούνται ενεργά με τα σλαβόφωνα μακεδονικά τραγούδια επηρεάζονται περισσότερο από την εκσυγχρονισμένη φολκλορική παραγωγή της Βόρειας Μακεδονίας και λιγότερο από τη ντόπια μουσική παράδοση.[17]

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Σημειώσεις Επεξεργασία

^ β: Ο Σουλτάνος τελικά έδινε δικαίωμα στην νέα Εκκλησία, εφόσον είχε στο εκκλησίασμα την πλειοψηφία των 2/3 να ιδρύσει Μητρόπολη και αν είχε το 1/3 τουλάχιστον να κατέχει μια εκκλησία.... «Ἀν αὐτό ληφθῇ ὡς πρόσχημα διά τήν ἐνσπορᾶ διχόνοιας καί ἀναταραχής μεταξύ τὢν κατοίκων, οἱ ἔνοχοι τέτοιων ἐνεργειών θά τιμωρηθούν, σύμφωνα μέ τό νόμο».ΑΡΘΡΟ Χ (10ον) του φιρμανιού της 10ης Μαρτίου 1870 που υπέγραψε ο σουλτάνος για τη σύσταση της βουλγαρική εξαρχίας»[18]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Greece – Report about Compliance with the Principles of the Framework Convention for the Protection of National Minorities (along guidelines for state reports according to Article 25.1 of the Convention)». Greek Helsinki Monitor (GHM) & Minority Rights Group – Greece (MRG-G). 18 Σεπτεμβρίου 1999. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Μαΐου 2003. Ανακτήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2009.  " Local authorities have acknowledge the presence of some 100,000 “Slavophones,” while researchers have given twice as high as estimate (200,000)"
  2. Politics, power, and the struggle for democracy in South-East Europe, Karen Dawisha, Bruce Parrott, Cambridge University Press, 1997, ISBN 0-521-59733-1, pp. 268-269.
  3. Γεώργιος Μίντσης, Η Ιστορία του Μακεδονικού Ζητήματος «Από τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου μέχρι τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, σσ. 39-44, εκδ. ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ 1991
  4. ΙΕΕ, τόμος ΙΔ΄ «Νεώτεροι χρόνοι 1880-1913, σ.»
  5. Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833 «ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» σσ. 139-56, εκδόσεις Βάνιας, 1992
  6. Παύλος Τσάμης, Μακεδονικός Αγών, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1975
  7. Παναγιωτοπούλου Άννα, Η μετανάστευση των Ελλήνων της Βουλγαρίας στην Ελλάδα την περίοδο του Μεσοπολέμου (1919-1931) βάσει της σύμβασης του Neuilly. Διδακτορ. Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπ. Θεσσ/νίκης, Τμ. Ιστορίας και Αρχαιολογίας, 2013, σ. 17 -28.
  8. Γούναρης Κ. Βασίλης, Οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας. Η πορεία ενσωμάτωσης στο ελληνικό εθνικό κράτος, 1870-1940. Μακεδονικά, 29 (1994), 209-237
  9. Στρατής Μυριβήλης, Η Ζωή εν τάφω, σ. 225, Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 198926η
  10. Ioannidou 1999, σελ. 56-7, 65
  11. Jane K. Cowan (2000). «A Note on Names and Terms». Στο: Jane K. Cowan. Macedonia: The Politics of Identity and Difference. Λονδίνο: Pluto. σελ. xv. 
  12. Kahl 2010, σελ. 387-8
  13. Kahl 2010, σελ. 391
  14. Kahl 2010, σελ. 388-9
  15. Kahl 2010, σελ. 391-6
  16. Ο ΙΟΣ (27-03-2004). «Τραγούδια -επιτέλους- με λόγια!». http://www.iospress.gr/mikro2004/mikro20040327.htm. Ανακτήθηκε στις 08-05-2016. 
  17. Kahl 2010, σελ. 397-8. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο «σλαβομακεδονικά τραγούδια» (Slavic Macedonian songs).
  18. Ανδρέας Νανάκης, Εκκλησία-Γένος-Ελληνισμός, εκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη 1993

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

Περαιτέρω ανάγνωση Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

 
 
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Slavic_speakers_of_Greek_Macedonia της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).