Συνδικαλισμός
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ο συνδικαλισμός είναι ριζοσπαστικό ρεύμα στο εργατικό κίνημα.
Ο όρος συνδικαλισμός έχει αρχαιοελληνική προέλευση από το "συνδικάτο" που σημαίνει συνήγορος, υπερασπιστής. Η έννοια της συνδικαλιστικής επανάστασης ή του επαναστατικού συνδικαλισμού εμφανίστηκε στα γαλλικά σοσιαλιστικά περιοδικά το 1903 όταν η γαλλική Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (Confederation générale du travail, CGT) χρησιμοποίησε τον όρο για να περιγράψει το νόημα του συνδικαλισμού. Ο Λάρι Πέτερσον δίνει έναν πιο περιοριστικό ορισμό του συνδικαλισμού βάσει μερικών κριτηρίων:
- Διαφωνία με τα πολιτικά κόμματα.
- Η γενική απεργία ως το υπέρτατο επαναστατικό όπλο.
- Αντικατάσταση του κράτους από μια "ομοσπονδιακή, οικονομική οργάνωση της κοινωνίας".
- Καθιέρωση των συνδικάτων ως τα βασικά δομικά στοιχεία μιας μετα-καπιταλιστικής κοινωνίας.
Ο συνδικαλισμός είναι μια συλλογική δραστηριότητα ανθρώπων που ασκούν το ίδιο επάγγελμα και δραστηριοποιούνται με στόχους την προάσπιση των κοινών τους συμφερόντων και την προβολή των διεκδικήσεών τους. Μορφές συνδικαλισμού είναι η ίδρυση επαγγελματικών ενώσεων (σωματείων, συνδικάτων), η συλλογική προβολή και διεκδίκηση αιτημάτων, η απεργία κτλ.
![]() |
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |