Η Συνθήκη της Βεστφαλίας αποτέλεσε στην πραγματικότητα μία σειρά ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, οι οποίες έλαβαν χώρα το 1648, στις πόλεις του Όσναμπρυκ και του Μύνστερ. Αποτέλεσμα της εν λόγω συνθήκης ήταν η λήξη του Τριαντακονταετούς Πολέμου (1618-1648) στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, καθώς και η λήξη του Ογδοηκονταετούς Πολέμου (1568-1648) μεταξύ της Ισπανίας και της Ολλανδικής Δημοκρατίας.

Στους μετέχοντες της συνθήκης περιλήφθηκαν θέματα που αφορούσαν -εκτός των παραπάνω δυνάμεων της εποχής- στο Βασίλειο της Γαλλίας, τη Σουηδική Αυτοκρατορία, αλλά και ηγεμόνες διαφόρων Ελευθέρων Αυτοκρατορικών πόλεων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σε θέση παρατηρητή έλαβαν μέρος με εκπρόσωπό τους τα Παπικά Κράτη, ενώ στις διαπραγματεύσεις συμπεριελήφθησαν εκπρόσωποι του Βραδεμβούργου καθώς και της Παλαιάς Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Την έκβαση της συνθήκης χαρακτηρίζουν τα εξής δύο μείζονα γεγονότα:

  • Η υπογραφή της λεγόμενης Συνθήκης του Μύνστερ μεταξύ της Ολλανδικής Δημοκρατίας και του Στέματος της Ισπανίας, στις 30 Ιανουαρίου 1648 (επικυρώθηκε στις 15 Μαΐου του ιδίου έτους).
  • Η υπογραφή δύο επιμέρους συνθηκών στις 24 Οκτωβρίου 1648, ήτοι:
    • Η Συνθήκη του Μύνστερ (Instrumentum Pacis Monasteriensis) μεταξύ Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Γαλλίας, καθώς και των αντίστοιχα συμμαχικών τους δυνάμεων.
    • Η Συνθήκη του Όσναμπρυκ (Instrumentum Pacis Osnabrugensis), μεταξύ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της Γαλλίας, της Σουηδίας και των αντίστοιχα συμμαχικών τους δυνάμεων.

Οι παραπάνω συνθήκες δεν επέφεραν ουσιαστικά την ειρήνη στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ωστόσο λειτούργησαν ως βάση για την έκφανση της κατά τόπους εθνικής αυτοδιάθεσης.

Σε διπλωματικό επίπεδο, η Συνθήκη της Βεστφαλίας λειτούργησε ως εφαλτήριο μιας νέας δυναμικής στην πολιτική σκηνή της κεντρικής Ευρώπης, η μετέπειτα λεγόμενη Βεστφαλιανή κυριαρχία, δυναμική η οποία εστιάζει στη συνύπαρξη κυρίαρχων κρατών. Βάσει αυτού, οι όποιες εσωτερικές υποθέσεις ενός κράτους αφορούν το ίδιο το κράτος και συνεπώς οι παρεμβάσεις από τρίτους αποτελούν σφάλμα. Καθώς η ευρωπαϊκή πολιτική λογική εδραιώθηκε σε όλο τον κόσμο, τα Βεσταφαλιανά αυτά ιδεώδη, ειδικότερα δε η ιδέα του κυρίαρχου κράτους, αποτέλεσαν κεντρικό πυλώνα του διεθνούς δικαίου και της ανερχόμενης τάξης πραγμάτων.[1]

Η έκβαση της συνθήκης

Επεξεργασία
 
Χάρτης της Ευρώπης κατόπιν της Συνθήκης της Βεστφαλίας

Ζητήματα

Επεξεργασία

Μεταξύ των ζητημάτων που απασχόλησαν τους συμμετέχοντες ήταν τα εξής:

Οριοθέτηση συνόρων

Επεξεργασία

Έχοντας καταπατήσει το σύνταγμα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Φερδινάνδος Γ΄ είχε έρθει σε ρήξη με τα Αυτοκρατορικά κράτη. Με την εφαρμογή της συνθήκης, τού αφαιρέθηκαν τα δικαιώματα κυριαρχίας και η ηγεμονία των Αυτοκρατορικών κρατών επανορθώθηκε υπέρ τους. Κατόπιν τούτου, τα Αυτοκρατορικά κράτη είχαν το δικαίωμα να προσδιορίζουν κατά μόνας τα θρησκευτικά και λατρευτικά ζητήματα, γεγονός που οδήγησε στη συνύπαρξη καθολικών και προτεσταντών. Υπό το γράμμα του νόμου, ο καθένας ήταν ελεύθερος να ακολουθεί την πίστη του, ενώ αναγνωρίστηκε και επισήμως ο καλβινισμός.

Από την άλλη μεριά, η αναγνώριση της Δημοκρατίας των Ολλανδικών Επαρχιών αποτέλεσε ασφαλές καταφύγιο για τους Εβραίους της Ευρώπης. Η Αγία Έδρα, με προκαθήμενο τον Πάπα Ιννοκέντιο Ι΄, υπήρξε βαθύτατα απογοητευμένη με αυτή την εξέλιξη, μη αναγνωρίζοντας την έκβαση και την ισχύ της συνθήκης.

Αποτελέσματα

Επεξεργασία
 
Η επικύρωση της συνθήκης του Μίστερ του Χέραρντ τερ Μπορχ, 1648

Η έκβαση της συνθήκης δεν επέφερε αλλαγές μόνο στις εδαφικές κατανομές, αλλά και στη υιοθέτηση ορισμένων αρχών, κυρίως γύρω από θέματα θρησκευτικής αυτοδιάθεσης. Πιο συγκεκριμένα:

  • Όλα τα συμβαλόμενα μέρη αναγνωρίζουν τη Συνθήκη του Άουγκσμπουργκ (1555), κατά την οποία ο άρχοντας κάθε κράτους έχει το ελεύθερο να καθορίζει την επίσημη θρησκεία του. Οι διαθέσιμες επιλογές είναι ο Καθολικισμός, ο Λουθηρανισμός και ο νεότευκτος Καλβινισμός.
  • Σε περίπτωση που η επίσημη θρησκεία δεν συμπίπτει με αυτή των διαμένοντων σε κάθε περιοχή, εξασφαλίζεται δια νόμου ότι έχουν το δικαίωμα να τηρούν τα θρησκευτικά τους έθιμα τόσο εν κοινώ, όσο και κατ' οίκον.
  • Αναγνωρίζεται πλέον η αποκλειστική κυριαρχία κάθε κράτους επί των γαιών του, και η δικαιοδοσία επί των υπηκόων του εντός και εκτός των εδαφών του, καθώς και οι τυχόν πολεμικές ενέργειες αυτών. Ως εκ τούτου απαγορεύεται πλέον η χρήση μισθοφόρων για να φέρουν ενώπιον της δικαιοσύνης τους παρανομούντες.

Από σκοπιάς εδαφικών κατανομών επήλθαν οι εξής ρυθμίσεις:

  • Αναγνωρίζεται επισήμως η ανεξαρτησία της Ελβετίας, τα εδάφη της οποίας έχαιραν άλλωστε για δεκαετίες το ντε φάκτο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση.
  • Οι περισσότεροι όροι της συνθήκης πιστώνονται στον Καρδινάλιο Μαζαρέν, ο οποίος -λόγω του νεαρού της ηλικίας του ηγεμόνα, Λουδοβίκου ΙΔ΄- εκτελούσε κατ' ουσίαν χρέη διακυβέρνησης. Εντούτοις, δεν είναι τυχαίο ότι η Γαλλία βγήκε με μεγάλη διαφορά κερδισμένη από τη συνθήκη.
  • Η Σουηδία λαμβάνει αποζημιώσεις της τάξης των πέντε εκατομμυρίων τάληρων, καθώς και τη Δυτική Πομερανία και το Βίσμαρ, λιμάνι στη Βαλτική θάλασσα. Επίσης, λαμβάνει τις πριγκηπικές επισκοπές της Βρέμης και του Βερντέν, εξασφαλίζοντας έτσι μια θέση στην Αυτοκρατορική Δίαιτα, καθώς και τις αντίστοιχες θέσεις στους Αυτοκρατορικούς Κύκλους (είδος συμμαχίας επί διοικητικής διαίρεσης) της Άνω Σαξωνίας, Κάτω Σαξωνίας και Βεστφαλίας. Το επίμαχο εδάφιο της συνθήκης αφήνει περιθώρια ερμηνείας κατά το δοκούν:
    • Το κατά πόσο η πόλη της Βρέμης περιέρχεται στη Σουηδία είναι αμφίβολο. Η Βρέμη, θέλοντας να προλάβει τις εξελίξεις, ανακυρήσσει καθεστώς Αυτοκρατορικής Αμεσότητας, πράγμα που σημαίνει ότι βρίσκεται υπό την άμεση διακονία του Αυτοκράτορα. Το καθεστώς ισχύει μόνο για την πόλη αυτή καθαυτή και όχι για την ευρύτερη ομώνυμη περιοχή της επισκοπής, πράγμα που η Σουηδία αμφισβητεί και συνεπώς κυρήσσει τους Σουηδο-Βρεμικούς πολέμους του 1653-54.
    • Θέμα διαπραγμάτευσης επίσης τέθηκε όσον αφορά στη χάραξη των Σουηδο-Βρανδεμβουργιανών συνόρων στο Δουκάτο της Πομερανίας. Στο Όσναμπρυκ, τόσο η Σουηδία όσο και το Βρανδεμούργο διεκδίκησαν το σύνολο του δουκάτου, το οποίο ήταν ήδη από το 1630 στην κατοχή της Σουηδίας, παρά το γεγονός ότι το Βρανδεμβούργο -ένεκα κληρονομικού δικαίου- είχε δικαιώματα στην περιοχή. Αν και αποφασίστηκε η οριοθέτηση των γαιών το 1653, η έριδα συνεχίστηκε για αρκετό καιρό.
    • Βάσει της συνθήκης, τα τελωνεία του Βίσμαρ και του Μεκλεμβούργου όφειλαν να διακόψουν τη λειτουργία τους. Κατά τη Σουηδία το άρθρο αφορούσε όλα τα λιμάνια του Μεκλεμβούργου, ωστόσο ο Αυτοκράτορας, αλλά και οι ηγεμόνες του δουκάτου, θεώρησαν ότι αναφέρεται μόνο στο λιμάνι του Βίσμαρ.
    • Το Βίλντεσχάουζεν, ένα ασήμαντο εξκλάβιο της Βρέμης-Βερντέν και πιθανή θέση στον Βεστφαλιανό Αυτοκρατορικό Κύκλο, διεκδικούνταν από την επισκοπή του Μύνστερ.
  • Η Βαυαρία διατηρεί την ψήφο του Παλατινάτου στο Αυτοκρατορικό Συμβούλιο των Εκλεκτόρων (το σώμα που αναδείκνυε κάποιον σε Αυτοκράτορα), δικαίωμα που θεμελιώθηκε το 1623 από τον Φρειδερίκο Ε΄. Ο δε υιός του, Κάρολος Λουδοβίκος, αποζημιώθηκε με μια νέα, όγδοη στο συμβούλιο, ψήφο.
  • Το Παλατινάτο διαιρέθηκε μεταξύ του παλινορθούντος Κάρολου Λουδοβίκου και του Μαξιμιλιανού της Βαυαρίας, ήτοι μεταξύ Προτεσταντών και Καθολικών. Ο Κάρολος Λουδοβίκος έλαβε το Κάτω Παλατινάτο, κατά μήκος του Ρήνου, ο δε Μαξιμιλιανός το Άνω Παλατινάτο, στα βόρεια της Βαυαρίας.
  • Το Πρωσικό Βραδεμβούργο (μετέπειτα Πρωσία) λαμβάνει την Πέρα Πομερανία (ανατολική Πομερανία), καθώς και τις επισκοπές του Μαγδεβούργου, του Κάμιν και του Μίντεν.
  • Το ζήτημη της διαδοχής στα Ηνωμένα Δουκάτα Γύλιχ-Κλέβ-Μπεργκ ξεκαθαρίζεται. Τα μεν Γύλιχ, Μπεργκ και Ράβενσταϊν αποδίδονται στο Παλατινάτο του Νόιμπουργκ, ενώ τα Κλεβ, Μαρκ και Ράβενσμπεργκ στο Βραδεμβούργο.
  • Η πριγκιπική επισκοπή του Όσναμπρυκ συμφωνήθηκε να εναλλάσσεται μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών, οι Προτεστάντες επίσκοποι της οποίας θα προέρχοναι από τους δόκιμους του Οίκου Μπράουνσβαϊγκ-Λύνεμπουργκ.
  • Το ζήτημα της πόλης της Βρέμης ξεκαθαρίζεται.
  • Τέλος, οι όποιες απαγορεύσεις στις εμπορικές συναλλαγές αίρονται και καθιερώνεται η ελεύθερη ναυσιπλοΐα στον ποταμό Ρήνο.


Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Χένρυ Κίσινγκερ (2014). «Introduction and Chpt 1». World Order: Reflections on the Character of Nations and the Course of History. Allen Lane. ISBN 0241004268.