Η Συνθηκολόγηση κατά το Διεθνές Δίκαιο αφορά ειδική συνθήκη με χαρακτήρα στρατιωτικής σύμβασης (συμβιβασμού) δια της οποίας και τερματίζεται υπό όρους ή και άνευ όρων η προσβαλλόμενη άμυνα του ετέρου των αντιπάλων δυνάμεων (Κρατών).

Έκφραση της συνθηκολόγησης είναι δυνατόν να είναι η παράδοση πόλεως, φρουρίου, οχυρού, ή στρατιωτικών μονάδων στον αντίπαλον προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω αιματοχυσία, έκδηλα διαπιστωμένη ως μάταιη για περαιτέρω αντίσταση. Αμέσως με την εκδήλωση πρόθεσης προς συνθηκολόγηση ενός των αντιπάλων γίνεται «κατάπαυση του πυρός», οπότε και άρχίζουν οι σχετικές διαπραγματεύσεις. Στο πεδίο της μάχης οι μόνοι που δικαιούνται να προβούν σε συνθηκολόγηση είναι οι Αρχηγοί των εμπλεκομένων στρατιωτικών δυνάμεων και αφότου έχουν εξαντλήσει όλα τα μέσα άμυνας για συνέχιση του αγώνα. Διαφορετικά, σε αντίθετη περίπωση, καθίστανται ένοχοι για «εσχάτη προδοσία», πράξη που επισύρει την ποινή του θανάτου.

Οι συνθηκολογήσεις διαφέρουν των άλλων τύπων Συνθηκών όχι μόνο ως προς τον τύπο αλλά κυρίως στο γεγονός ότι επιβάλλονται όροι συνήθως επαχθείς που δεσμεύουν το ένα μέρος των συμβαλλομένων, δεν υφίσταται δηλαδή ο όρος αμοιβαιότητα. Για την ισχύ τους είναι αρκετή η υπογραφή του στρατιωτικού Αρχηγού, χωρίς να απαιτείται επικύρωση αρμόδιου διεθνή παραστάτη κατά τον καταστατικό χάρτη της ενδιαφερόμενης Πολιτείας.

Οι συνθηκολογήσεις περιλαμβάνουν μόνο στρατιωτικούς όρους και ουδέποτε πολιτικούς. Για δε τους τελευταίους αυτούς δεν δεσμεύεται η ενδιαφερόμενη Πολιτεία. Οι όροι που περιλαμβάνονται σε αυτού του είδους των συνθηκών αναφέρονται κυρίως στη τύχη των παραδιδομένων στρατευμάτων (αξιωματικών και οπλιτών), των Σημαιών, των όπλων και στρατιωτικών μέσων και των πάσης φύσεως πυρομαχικών.

  • Η Συνθηκολόγηση, κατά τον διεθνές δίκαιο υποχρεώνει στη τήρηση των διαλαμβανομένων σ΄ αυτή όρων μεταξύ νικητού και ηττημένου.
  • Στην αρχαία Ελλάδα η συνθηκολόγηση θεωρούταν για τον ηττημένο πράξη ατιμωτική, για δε τους ίδιους τους Σπαρτιάτες αδιανόητη (π.χ.μάχη των Θερμοπυλών).