Σωβινισμός της κρατικής πρόνοιας

Ο σωβινισμός της κρατικής πρόνοιας (εναλλακτικά: προνοιακός σωβινισμός), είναι μια πολιτική αντίληψη που συνδυάζει πολιτικές κράτους πρόνοιας με εθνικιστικές αντιλήψεις στον τομέα της κοινωνίας.

Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι τα επιδόματα πρόνοιας πρέπει να περιορίζονται στους ιθαγενείς πολίτες μιας χώρας, σε αντίθεση με τους μετανάστες. Χρησιμοποιείται ως οικονομική στρατηγική, κυρίως από εθνικο-λαϊκιστικά κόμματα, τα οποία θεωρούν ότι, αν και το κράτος πρόνοιας είναι κάτι το θετικό, οι συμπερίληψη των μεταναστών και άλλων κοινωνικών ομάδων σε αυτό δημιουργούν προβλήματα στη σωστή λειτουργία του[1]. Επίσης έρχεται σε πλήρη αντίθεση με νεοφιλελεύθερες απαιτήσεις, μέσω και της ριζικής περικοπής των δαπανών του κράτους που το καθιστούν αδύναμo[2] και απαιτεί ένα κράτος το οποίο θα πρέπει να προστατεύει ορισμένους τομείς της εθνικής οικονομίας από τον ξένο ανταγωνισμό (π.χ. τη γεωργία)[3]. Ως ιδεολογία αναμειγνύει τον εθνικισμό και τον κρατισμό, με αντικαπιταλιστικούς πολλές φορές τόνους[4].

Σύμφωνα με τους σωβινιστές της κρατικής πρόνοιας, τα δίχτυα ασφαλείας του κοινωνικού κράτους είναι για εκείνους που ανήκουν στην κοινότητα και στον εθνικό κορμό, δηλαδή σε μια κοινωνία με σχέσεις που βασίζονται σε εθνοτικές και πολιτισμικές πτυχές. Η ομάδα πολιτών (κυρίως οι μετανάστες) που θεωρείται ότι δεν ανήκει στον κορμό της κοινωνίας, είναι και αυτή που θεωρείται ότι χρησιμοποιεί άδικα το σύστημα πρόνοιας[5][6]. Ουσιαστικά, οι υποστηρικτές αυτής της αντίληψης, θεωρούν την άκρατη μετανάστευση ως αιτία αποστράγγισης των σπάνιων κοινωνικών πόρων. Πιστεύουν ότι αυτοί οι πόροι πρέπει να χρησιμοποιηθούν προς όφελος του αυτόχθονα πληθυσμού, και κατά προτίμηση για παιδιά και ηλικιωμένους[1].

Οι ρίζες του όρου, στη Σκανδιναβία Επεξεργασία

Η έννοια του σωβινισμού της πρόνοιας, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στις κοινωνικές επιστήμες τη δεκαετία του 1990 από τους πολιτικούς επιστήμονες Γιούργκεν Γκουλ Άντερσεν και Τορ Μπγιούρκλουντ, που περιέγρψαν μια πολιτική στη Δανία και τη Νορβηγία, σύμφωνα με την οποία πρέπει να υπάρχει δέσμευση ότι οι υπηρεσίες πρόνοιας θα δεσμεύονται για την εξυπηρέτηση των γηγενών και όχι των μεταναστών. Η πολιτική εξέλιξη αυτή, θεωρήθηκε ότι μπορεί να περιγραφεί με τους όρους «κράτος πρόνοιας μόνο για τους Δανούς» ή «σωβινισμός της πρόνοιας (välfärdschauvinism)». Το γενικό κράτος πρόνοιας δηλαδή, διατηρείται για τους Δανούς, αλλά συνδυάζεται με αυστηρούς περιορισμούς κατά της μετανάστευσης και κάποιο δυισμό στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής[7].

Ανάλυση Επεξεργασία

Στην περιγραφή της κοινωνίας και των προβλημάτων του κράτους πρόνοιας, οι σωβινιστές της κρατικής πρόνοιας, χρησιμοποιούν μια επιχειρηματολογία που βασίζεται σε δύο κατηγορίες πολιτών, τους απλούς και έντιμους εργαζόμενους που θεωρείται ότι συμβάλουν στην κοινωνία, και αυτούς που την «εξουθενώνουν». Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν κοινωνικές ομάδες που χρησιμοποιούν το κράτος πρόνοιας, χωρίς να συμβάλλουν στην κοινωνία, δηλαδή γραφειοκράτες, ορισμένοι ακαδημαϊκοί, μετανάστες, καθώς και άλλοι δικαιούχοι κοινωνικής πρόνοιας που θεωρείται ότι δεν έπρεπε να την αξίζουν. Ως εκ τούτου, για τους υποστηρικτές αυτής της θεωρίας, το κράτος πρόνοιας θεωρείται ως ένα σύστημα που θα πρέπει να εμπεριέχει μηχανισμούς αποκλεισμού ορισμένων πολιτών από αυτό[8]. Εκτός από την πρόσβαση των μεταναστών σε ιδρύματα και υπηρεσίες του κράτους πρόνοιας, απορρίπτονται και οι δαπάνες για την αναπτυξιακή βοήθεια, καθώς θεωρείται ότι τα κρατικά επιδόματα θα πρέπει να στηρίζουν μόνο τους ιθαγενείς[9].

Σύμφωνα με ακαδημαϊκούς, η ρητορική του εθνικού λαϊκισμού, όπως και του προνοιακού εθνικισμού, εντείνεται σε περιόδους υψηλής ανεργίας και μεταναστευτικών κρίσεων. Τότε, ανταγωνισμός για θέσεις εργασίας λαμβάνει τη μορφή σύγκρουσης, οπού οι μετανάστες συνήθως αποτελούν τα λεγόμενα "φτηνά εργατικά χέρια" και προτιμώνται σε βάρος του γηγενούς πληθυσμού[10][11].

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Rydgren, Jens (2005). Från skattemissnöje till etnisk nationalism : högerpopulism och parlamentarisk högerextremism i Sverige. Lund: Studentlitteratur. ISBN 91-44-04307-4. 64590372. 
  2. Schmid, Josef· Trick, Nicolas (2014). Die nordischen Länder : Politik in Dänemark, Finnland, Norwegen und Schweden. Wiesbaden: Springer VS. ISBN 978-3-658-02030-9. 879920550. 
  3. Ehrlich, Avril (2000). The Ideology of the Extreme Right. Manchester: Manchester University Press. ISBN 1-5261-3775-5. 1152993830. 
  4. Fesnic, Florin (2008-01-01). Welfare Chauvinism East and West: Romania and France. https://www.academia.edu/3436889/Welfare_Chauvinism_East_and_West_Romania_and_France. 
  5. Rydgren, Jens· Widfeldt, Anders (2004). Från Le Pen till Pim Fortuyn : populism och parlamentarisk högerextremism i dagens Europa (1. uppl έκδοση). Stockholm: Liber. ISBN 91-47-07376-4. 181085450. 
  6. McGann, Anthony J. (1997). The radical right in Western Europe : a comparative analysis (1st pbk. ed έκδοση). Ann Arbor: University of Michigan Press. ISBN 0-472-08441-0. 38121647. 
  7. Meyer Christensen, Anna (2007). 300 timers reglen - hvordan virker den? : effekter af stærke økonomiske incitamenter på de ledige - og på systemet. Aalborg: Department of Economics, Politics and Public Administration, Aalborg University. ISBN 978-87-92174-11-6. 488315734. 
  8. Mény, Yves· Surel, Yves (2002). Democracies and the populist challenge. New York: Palgrave. ISBN 0-333-97004-7. 47696830. 
  9. Extremismus in den EU-Staaten. Wiesbaden. 2011. ISBN 978-3-531-92746-6. 706963707. 
  10. Oesch, Daniel (2008-06). «Explaining Workers' Support for Right-Wing Populist Parties in Western Europe: Evidence from Austria, Belgium, France, Norway, and Switzerland» (στα αγγλικά). International Political Science Review 29 (3): 349–373. doi:10.1177/0192512107088390. ISSN 0192-5121. http://journals.sagepub.com/doi/10.1177/0192512107088390. 
  11. Scheepers, P. (2002-03-01). «Ethnic Exclusionism in European Countries. Public Opposition to Civil Rights for Legal Migrants as a Response to Perceived Ethnic Threat». European Sociological Review 18 (1): 17–34. doi:10.1093/esr/18.1.17. https://academic.oup.com/esr/article-lookup/doi/10.1093/esr/18.1.17.