Σύγκλητος (Κωνσταντινούπολη)

Τα δυο κτίρια τα οποία αποτελούσαν την έδρα του σώματος της Συγκλήτου στην Κωνσταντινούπολη

Σύγκλητος της Κωνσταντινούπολης ή Σενάτον ή Σινάτον (Λατινικά: Senatum) ονομαζόταν δύο δημόσια κτήρια της Κωνσταντινούπολης, τα οποία στέγαζαν το ομώνυμο νομοθετικό και συμβουλευτικό σώμα. Πρόκειται για τη Σύγκλητο του Φόρου του Κωνσταντίνου και τη Σύγκλητο του Αυγουσταίου. Στις πηγές εκτός από τις πιο πάνω ονομασίες απαντώνται και οι πιο κάτω: Σενάτα (τα), βουλευτήριον και μεγάλη βουλή.[1][2]

Βυζαντινή Σύγκλητος
Είδοςοργανισμός
ΧώραΒυζαντινή Αυτοκρατορία

Αιτία ίδρυσης του θεσμού Επεξεργασία

Η μεταφύτευση του θεσμού της Συγκλήτου από τον Κωνσταντίνο Α΄ στην Κωνσταντινούπολη, αποτελεί μια καθοριστική κίνηση αναφορικά με την ενίσχυση του κύρους της Κωνσταντινούπολης ως νέας πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας. Καθώς η Ρώμη ήταν η μοναδική πόλη της αυτοκρατορίας, που διέθετε Σύγκλητο, η νέα πρωτεύουσα θα ήταν αδύνατο να μη διαθέτει και αυτή τη δική της. Διαφορετικά με όσα λαμπρά κτήρια και αν κοσμούσε ο Κωνσταντίνος Α΄ τη Νέα Ρώμη, αυτή θα παρέμενε απλώς ως ένας ακόμη τόπος διαμονής του αυτοκράτορα, όπως και τόσοι άλλοι στο παρελθόν. Επομένως η σημασία της παρουσίας του θεσμού της Συγκλήτου είναι σημαντική, ώστε η Κωνσταντινούπολη να μπορέσει να καταστεί πραγματική πρωτεύουσα του κράτους.[3]

Τα κτήρια Επεξεργασία

Τα δύο κτήρια, τα οποία στέγαζαν τη Σύγκλητο στην Κωνσταντινούπολη ήταν λαμπρά οικοδομήματα, όπως μαρτυρούν οι πηγές. Η δυαδικότητα όμως αυτή δημιουργούσε σύγχυση τόσο στις βυζαντινές πηγές, όσο και σήμερα, αφού το ερώτημα παραμένει μετέωρο: εφόσον το σώμα ήταν ένα, γιατί υπήρχαν δύο διαφορετικά και σε απόσταση κτήρια για να το στεγάζουν;[4]

Πάντως σύμφωνα με τις πηγές το "αληθινό" κτήριο της Συγκλήτου βρισκόταν στο Αυγουσταίον. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούμαστε μέσα από τον τρόπο με τον οποίο οι πηγές μιλούν για τις δύο Συγκλήτους. Μια από τις πιο αξιόπιστες πηγές, η Notitia urbis constantinopolitanae, αναφέρεται σε αυτή στο Αυγουσταίον χωρίς άλλους προσδιορισμούς, παρά μόνο ως «Σύγκλητο». Αντιθέτως η ανάγκη προσδιορισμών παρατηρείται μόνο για τη Σύγκλητο του Φόρου του Κωνσταντίνου, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή δεν ήταν η βασική και ερχόταν δεύτερη σε σημασία.[5] Ενδεχομένως ο υποδεέστερος θεσμικός χαρακτήρας της Συγκλήτου του Φόρου και το ξεθώριασμα του συγκλητικού θεσμού γενικότερα οδήγησε τους επόμενους αιώνες στη γένεση της μυθολογικής ετυμολογίας του ονόματος του κτηρίου (Σινάτον) σύμφωνα με την οποία αυτό πήρε το όνομά του από κάποιον ονόματι Σινάτο, ο οποίος το έκτισε.[6]

Σύμφωνα με τις πηγές αρχικά τα δύο κτήρια έμοιαζαν αρκετά, αφού είχαν μορφή βασιλικής, διέθεταν στοές και παρόμοια διακόσμηση. Επίσης και στις δύο λάμβαναν χώρα τελετές στις οποίες συμμετείχαν Συγκλητικοί. Το πιθανότερο είναι ότι οι καθιερωμένες συνεδριάσεις των Συγκλητικών διεξάγονταν στο κτήριο του Αυγουσταίου, όμως υπάρχει η πληροφορία ότι τελετές, οι οποίες είχαν ή έπρεπε να έχουν δημόσιο χαρακτήρα, λάμβαναν χώρα στο κτήριο του Φόρου. Δεδομένου ότι η πλατεία του Αυγουσταίου δεν ήταν ανοιχτή προς τους πολίτες, σε αντίθεση με το πολύ "ζωντανό" Φόρο του Κωνσταντίνου, τότε μπορεί ευκολότερα να εξηγηθεί η πληροφορία του Ζωναρά ότι η Σύγκλητος του Φόρου χρησιμοποιούνταν για την τελετή αναγόρευσης του αυτοκράτορα σε ύπατο από το συγκλητικό σώμα. Μια τέτοια τελετή, σύμφωνη με την παράδοση και τη νομιμότητα της αυτοκρατορικής εξουσίας, έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει γνωστή στους πολίτες μέσα από πομπές προς και από το Φόρο, πράγμα που θα ήταν αδύνατο, αν η τελετή γινόταν στο κλειστό Αυγουσταίον.[7]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. (Γαλλικά) Janin, Raymond (1964). Constantinople byzantine : développement urbain et répertoire topographique. Παρίσι: Institut Français d’Études Byzantines. σελ. 154. 
  2. Dagron, Gilbert (2001). Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της (330-451). Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., σελ. 158.
  3. Dagron, Gilbert (2001), σελ. 142-143.
  4. Janin, Raymond (1964), σελ. 154.
  5. Notitia Urbis Constantinopolitanae (1876), έκδ. Otto Seeck, σελ. 234.
  6. Scriptores Originum Costantinopolitanum(1901), έκδ. Theodorus Preger, I, σελ. 50.
  7. Dagron, Gilbert (2001), σελ. 115-116 και 158-160.