Τηλεπισκόπηση
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Με τον όρο τηλεπισκόπηση εννοείται η επιστήμη παρατήρησης φαινομένων και χαρακτηριστικών από απόσταση. Η λέξη είναι σύνθετη και αποτελείται από το επίρρημα τηλε- και το ρήμα επισκοπέω/-ώ, δηλαδή παρατηρώ από μακριά.
Στη διεθνή βιβλιογραφία χρησιμοποιείται ο όρος remote sensing, και ορισμένοι Έλληνες επιστήμονες έχουν μεταφράσει επακριβώς τον όρο σε τηλεανίχνευση, αλλά έχει επικρατήσει ο όρος τηλεπισκόπηση. Σύμφωνα με τον αρχικό ορισμό, η έννοια της τηλεπισκόπησης μπορεί να συμπεριλάβει ένα ευρύ πεδίο εφαρμογών, τεχνικών ή και φυσιολογικών λειτουργιών, όπως για παράδειγμα την ανθρώπινη όραση. Στην πραγματικότητα, σήμερα με τον όρο «τηλεπισκόπηση» εννοούμε «την επιστήμη και την τεχνολογία παρατήρησης και μελέτης των χαρακτηριστικών της γήινης επιφάνειας από απόσταση, βάσει της αλληλεπίδρασης των υλικών που βρίσκονται επάνω σε αυτή με την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία».

Στην πράξη χρησιμοποιούμε τα επιτεύγματα της τηλεπισκόπησης τόσο στην καθημερινή μας ζωή όσο και σε πολύ εξειδικευμένα πεδία επιστημών. Το Κτηματολόγιο υλοποιείται με τις πληροφορίες που λαμβάνονται από αεροφωτογραφίες και δορυφορικές εικόνες, η καθημερινή πρόγνωση του καιρού γίνεται αξιοποιώντας δεδομένα από μετεωρολογικούς δορυφόρους, η παγκόσμια κλιματική αλλαγή τεκμηριώνεται με τη χρήση δορυφόρων που παρακολουθούν τη θερμοκρασία στην επιφάνεια του πλανήτη, το βαρυτικό πεδίο της Γης χαρτογραφείται με εξειδικευμένα δορυφορικά ζεύγη κ.ά.
Στην τρέχουσα χρήση του ο όρος τηλεπισκόπηση αναφέρεται γενικά στη χρήση τεχνολογιών αισθητήρων που εδράζονται σε δορυφόρους ή αεροσκάφη για τον εντοπισμό και την ταξινόμηση αντικειμένων στη Γη. Περιλαμβάνει την επιφάνεια, την ατμόσφαιρα και τους ωκεανούς, με βάση τα μεταδιδόμενα σήματα (π.χ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία). Μπορεί να χωριστεί σε «ενεργητική» τηλεπισκόπηση (όταν εκπέμπεται σήμα από δορυφόρο ή αεροσκάφος στο αντικείμενο και η ανάκλασή του ανιχνεύεται από τον αισθητήρα) και «παθητική» τηλεπισκόπηση (όταν η αντανάκλαση του ηλιακού φωτός ανιχνεύεται από τον αισθητήρα)[1][2][3][4].
Η παρατήρηση της επιφάνειας της Γης είναι δυνατή με τη χρήση ψηφιακών σαρωτών (τηλεπισκοπικών ανιχνευτών) που ανιχνεύουν την ανάκλαση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας της γήινης επιφάνειας και την αποδίδουν ως ψηφιακή εικόνα. Οι σαρωτές μπορεί να είναι εγκατεστημένοι σε τεχνητούς δορυφόρους που βρίσκονται σε τροχιά γύρω από τη Γη ή να βρίσκονται σε αερομεταφερόμενα μέσα (αεροσκάφη, ελικόπτερα). Ένα διαστημικό όχημα μπορεί να μεταφέρει περισσότερους από ένα ανιχνευτές, έτσι πολλές φορές προκαλείται σύγχυση μεταξύ οχήματος και σαρωτή. Για παράδειγμα ο δορυφόρος Terra μεταφέρει, μεταξύ άλλων, τον ανιχνευτή ASTER και τον ανιχνευτή MODIS. Όταν αναφερόμαστε στα δεδομένα που μεταδίδονται στη Γη, συνήθως τα διακρίνουμε βάση του ανιχνευτή, έτσι λοιπόν μιλάμε για δορυφορική εικόνα ASTER και όχι για δορυφορική εικόνα TERRA.
Αρχή λειτουργίας τηλεπισκοπικών ανιχνευτών
ΕπεξεργασίαΓια την παρατήρηση της γήινης επιφάνειας, οι ανιχνευτές μετρούν το ποσοστό της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που αντανακλάται από τα διάφορα υλικά. Κάθε αντικείμενο - επιφάνεια - υλικό που βρίσκεται επάνω στη Γη, έχει ένα μοναδικό τρόπο να αντανακλά την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία σε διαφορετικά μήκη κύματος. Για παράδειγμα η χλωροφύλλη, που βρίσκεται στα πράσινα μέρη των φυτών, έχει την ιδιότητα να ανακλά σε μεγάλο βαθμό την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία στο πράσινο τμήμα του ορατού ηλεκτρομαγνητικού φάσματος και να την απορροφά στο μπλε και κόκκινο τμήμα (εικ. κάτω δεξιά). Η φασματική αυτή συμπεριφορά έχει ως αποτέλεσμα να αντιλαμβανόμαστε το πράσινο χρώμα των ζωντανών φυτών. Κατά παρόμοιο τρόπο όλα τα υλικά μπορούν να μελετηθούν, να εντοπισθούν και να απεικονισθούν χρησιμοποιώντας την αντανακλαστική τους συμπεριφορά. Εάν χρησιμοποιείται το ορατό τμήμα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας για την αναπαράσταση, τότε έχουμε μια πραγματική έγχρωμη εικόνα, ισοδύναμη με αυτές που καταγράφουν οι ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές. Στην τηλεπισκόπηση οι ανιχνευτές «κοιτούν» πολύ πέρα από το ορατό φάσμα. Υπάρχουν αισθητήρες που ανιχνεύουν ακτινοβολία στο εγγύς υπέρυθρο, στο μέσο υπέρυθρο, στο θερμικό υπέρυθρο, στα μικροκύματα, κ.λ.π., με αποτέλεσμα να λαμβάνουμε μια ποικιλία εικόνων. Έτσι το αποτέλεσμα ποικίλει ανάλογα με τη φασματική ζώνη που λειτουργεί ο αισθητήρας, ένας ανιχνευτής που λειτουργεί στο θερμικό υπέρυθρο θα δώσει μια θερμική εικόνα ενώ ένας ανιχνευτής που λειτουργεί στο ορατό φάσμα θα δώσει μια έγχρωμη εικόνα πραγματικού χρώματος (true color).
Σε μια απλή περιγραφή του τρόπου που λαμβάνονται τα τηλεπισκοπικά δεδομένα μπορούμε να αναφέρουμε: Μία πηγή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (π.χ. ο ήλιος) που εκπέμπει προς όλες τις κατευθύνσεις, φωτίζει την επιφάνεια της Γης αφού περάσει μέσα από την ατμόσφαιρα, γεγονός που περιορίζει το φασματικό εύρος της ακτινοβολίας που τελικά θα προσπέσει στην επιφάνεια. Ένα μέρος της ακτινοβολίας που τελικά φθάνει στη Γη ανακλάται, ένα άλλο μέρος διαχέεται στο περιβάλλον, ένα άλλο μεταδίδεται και ένα άλλο απορροφάται και αποδίδεται και πάλι στο περιβάλλον. Η ακτινοβολία που ανακλάται διέρχεται και πάλι μέσα από την ατμόσφαιρα με προορισμό το διάστημα. Σε πολύ μεγάλο ύψος (300 ως 800 χιλιόμετρα συνήθως) βρίσκονται σε τροχιά οι τεχνητοί δορυφόροι που είναι εξοπλισμένοι με τους ανιχνευτές. Η ακτινοβολία που ανακλάσθηκε προς το διάστημα, διέρχεται μέσα από πρισματικές διατάξεις που τη διαχωρίζουν σε φασματικές ζώνες προκαθορισμένου εύρους, έπειτα οδηγείται σε φωτοδιόδους-CCDs που μετατρέπουν την ακτινοβολία (=ενέργεια) σε ηλεκτρικό σήμα. Το σήμα αυτό κβαντοποιείται σε μορφή δυαδικών αριθμών και μεταδίδεται προς τη Γη, στους επίγειους σταθμούς (ground stations) όπου το επεξεργάζονται, διορθώνεται και λαμβάνει την τελική μορφή ψηφιακής εικόνας που διανέμεται στους τελικούς χρήστες.
Ανάλογα με το χαρακτηριστικό που επιθυμούμε να μελετήσουμε, επιλέγεται ο φασματικός τύπος του ανιχνευτή, ώστε να ληφθεί η μέγιστη ποσότητα πληροφοριών. Εάν κάποιος επιθυμεί να μελετήσει τα παράκτια θαλάσσια οικοσυστήματα θα πρέπει να εξετάσει εικόνες στο μπλε τμήμα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, καθώς σε αυτή τη φασματική περιοχή υπάρχει η δυνατότητα διείσδυσης της ακτινοβολίας στο νερό. Εάν όμως ζητούμενο είναι η χαρτογράφηση της ακτογραμμής, θα χρειαστεί το φασματικό τμήμα στο εγγύς υπέρυθρο, καθώς το νερό απορροφά πλήρως την Η/Μ ακτινοβολία σε αυτό το τμήμα, ενώ το έδαφος (ακτή) θα εμφανίζει ανάκλαση με αποτέλεσμα να εμφανίζεται μια σαφής διαφοροποίηση κατάλληλη για την αποτύπωση του ορίου ύδατος-ακτής.
Κατηγορίες δεκτών ανιχνευόμενης Η/Μ ακτινοβολίας
ΕπεξεργασίαΑνάλογα με την προέλευση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, η οποία αντανακλάται και στη συνέχεια ανιχνεύεται, οι δέκτες - σαρωτές (ή αισθητήρες) μπορούν να διακριθούν σε παθητικούς και σε ενεργητικούς. Παθητικοί είναι εκείνοι που ανιχνεύουν ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία προερχόμενη από μία φυσική πηγή (συνήθως ο ήλιος), ενώ ενεργητικοί σαρωτές είναι εκείνοι που «φωτίζουν» (προσβάλλουν) οι ίδιοι τον στόχο χρησιμοποιώντας τη δική τους πηγή ακτινοβολίας, π.χ. εικονοληπτικά ραντάρ. Η τελευταία αυτή περίπτωση ονομάζεται «ραδιοεντοπισμός» ή «ραδιοανίχνευση».
Άλλη διάκριση των ανιχνευτών μπορεί να γίνει ανάλογα με το πόσα κανάλια ανιχνεύουν και σε τι φασματικό εύρος. Ένας ανιχνευτής που καταγράφει σε μία φασματική ζώνη καλείται μονοφασματικός, και μπορεί να ανιχνεύει τη φασματική ανάκλαση σε ένα μικρό (στενό) τμήμα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος ή σε μια ευρύτερη περιοχή. Μονοφασματικοί ανιχνευτές που καταγράφουν σε ολόκληρο το ορατό τμήμα και στο εγγύς υπέρυθρο (visible & near infrared) δίνουν δεδομένα (εικόνες) που καλούνται παγχρωματικά. Ανιχνευτές που καταγράφουν δεδομένα σε περισσότερες από μία φασματικές ζώνες ονομάζονται πολυφασματικοί (multispectral). Τέλος, ανιχνευτές που καταγράφουν την ανάκλαση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας σε πολλές φασματικές ζώνες, στενού εύρους, συνήθως 10-20 νανομέτρων καλούνται υπερφασματικοί.
Ποιοτικά χαρακτηριστικά δεδομένων
ΕπεξεργασίαΤα δεδομένα που μεταδίδονται από τους ανιχνευτές (αερομεταφερόμενοι ή σε τροχιά) μετατρέπονται σε διδιάστατους πίνακες ν γραμμών και μ στηλών, όπου η τιμή κάθε εικονοστοιχείου αντιπροσωπεύει την ανάκλαση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Γενικά τα τηλεπισκοπικά δεδομένα δηλαδή οι ψηφιακές εικόνες χαρακτηρίζονται από τα τις παρακάτω ιδιότητες:
Χωρική ανάλυση: Είναι η χωρική διακριτική ικανότητα της εικόνας, δηλαδή το μέγεθος του pixel σε πραγματικές διαστάσεις. Στην πράξη η χωρική ανάλυση καθορίζει τις ελάχιστες διαστάσεις των αντικειμένων ικανών να αποτυπωθούν στην ψηφιακή εικόνα. Υψηλής χωρικής ανάλυσης εικόνες, διαθέσιμες για πολιτική χρήση, έχουν μέγεθος pixel από 15 μ. έως και 0,6 μ. όπως η εικόνα δεξιά, ενώ για την Ελλάδα δεν αναμένονται εικόνες από τεχνητούς δορυφόρους παρατήρησης της γης, με χωρική ανάλυση μικρότερη του 0,5 μ. έως το τέλος της δεκαετίας.
Φασματική ανάλυση:
Είναι το φασματικό εύρος κάθε φασματικού καναλιού. Εικόνες με μικρό φασματικό εύρος (π.χ. 10 νανόμετρα) είναι εικόνες υψηλής φασματικής ανάλυσης και προσφέρονται για λεπτομερή εξέταση και αναγνώριση των υλικών που αποτυπώνονται, χρησιμοποιώντας τεχνικές υπερφασματικής ανάλυσης.
Ραδιομετρική ανάλυση:
Είναι η φασματική διακριτική ικανότητα, δηλαδή το πόσο εύκολα ή δύσκολα μπορούν να διακριθούν υλικά γειτονικής φασματικής συμπεριφοράς σε μια εικόνα (π.χ. μπορεί ένα αντικείμενο γαλάζιας απόχρωσης να διακριθεί από ένα αντικείμενο μπλε απόχρωσης;).
Εφαρμογές τηλεπισκόπησης
ΕπεξεργασίαΟι πληροφορίες που λαμβάνουμε από τηλεπισκοπικούς ανιχνευτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν από μια απλή απεικόνιση ενός τμήματος της επιφάνειας του πλανήτη έως τον υπολογισμό μεταβολής του αναγλύφου μετά από ένα σεισμικό γεγονός. Πολλοί επιστημονικοί τομείς αξιοποιούν τα δεδομένα αυτά για ειρηνικούς σκοπούς, ο καθένας σύμφωνα με τις ανάγκες του: οι Γεωγράφοι για την παρακολούθηση και τη χαρτογράφηση Φυσικογεωγραφικών και Ανθρωπογεωγραφικών φαινομένων, μετεωρολόγοι για την παρακολούθηση της ατμόσφαιρας και την πρόβλεψη του καιρού, χωροτάκτες για τον σχεδιασμό χρήσεων γης, βιολόγοι για τη μελέτη των οικοσυστημάτων και την εφαρμογή και δοκιμή μοντέλων, γεωπόνοι για την αποτελεσματικότερη εκμετάλλευση γεωργικών εκτάσεων, δασολόγοι για την πρόγνωση και παρακολούθηση δασικών πυρκαγιών, γεωλόγοι για τον εντοπισμό κοιτασμάτων, τοπογράφοι για τη δημιουργία ψηφιακών μοντέλων εδάφους, οι Ωκεανογράφοι για την παρακολούθηση της επιφανειακής θαλάσσιας θερμοκρασίας, μεταβολή παγοκάλυψης, εντοπισμό πετρελαιοκηλίδων, παρακολούθηση φυτοπλαγκτονικών ανθήσεων, χαρτογράφηση παράκτιου / παραλιακού μετώπου κ.ά.
Τροχιακές πλατφόρμες συλλέγουν και μεταδίδουν δεδομένα από διαφορετικά μέρη του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, τα οποία σε συνδυασμό με μεγαλύτερης κλίμακας εναέρια ή επίγεια ανίχνευση και ανάλυση, παρέχουν στους ερευνητές αρκετές πληροφορίες για την παρακολούθηση τάσεων όπως το Ελ Νίνιο και άλλα φυσικά μακροπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα φαινόμενα. Άλλες χρήσεις περιλαμβάνουν διαφορετικούς τομείς των επιστημών της γης, όπως είναι η διαχείριση φυσικών πόρων, γεωργικά πεδία όπως η χρήση γης και η βιωσιμότητά της[5][6], παρακολούθηση αερίων θερμοκηπίου[7], ανίχνευση και παρακολούθηση πετρελαιοκηλίδων[8], εθνική ασφάλεια και εναέρια, επίγεια και δεδομένα σε παραμεθόριων περιοχών[9].
Επεξεργασία & ανάλυση δεδομένων
Επεξεργασία-Προεπεξεργασία: Η ορθή αξιοποίηση των τηλεπισκοπικών δεδομένων προϋποθέτει την κατάλληλη προεπεξεργασία τους, ώστε να απαλειφθεί μια σειρά σφαλμάτων, αλλοιώσεων και μεταβολών που εάν παραμείνουν θα υποβαθμίσουν την ποιότητα της τελικής πληροφορίας και θα οδηγήσουν αντίστοιχα σε εσφαλμένα ή αλλοιωμένα συμπεράσματα. Οι διορθώσεις που πρέπει να γίνουν αφορούν:
α) Γεωμετρικές διορθώσεις που έχουν να κάνουν με την αναγωγή της καμπύλης γεωμετρίας της εικόνας σε επίπεδη γεωμετρία, απαλείφοντας τα σφάλματα που προέρχονται από την επιφάνεια του γήινου ελλειψοειδούς αλλά και της κίνησης γης και τεχνητού δορυφόρου. Επίσης γεωμετρικές διορθώσεις επιβάλλονται ώστε να διορθωθούν σφάλματα που οφείλονται στο έντονο ανάγλυφο μιας περιοχής, διαδικασία που είναι γνωστή ως ορθοδιόρθωση ή ορθοαναγωγή. Τέλος η εικόνα θα πρέπει να ανοιχθεί σε ένα σύστημα γεωγραφικών ή προβολικών συντεταγμένων, ώστε να μπορεί να συνδυασθεί με άλλα γεωγραφικά δεδομένα.
β) Ραδιομετρικές διορθώσεις, που έχουν να κάνουν με την απαλοιφή σφαλμάτων που οφείλονται στην απορύθμιση των αισθητήρων του καταγραφέα και σε γενικά σε σφάλματα και αλλοιώσεις που προέρχονται από τα τεχνικά στοιχεία της διαδικασίας καταγραφής και μετάδοσης. Στις ατμοσφαιρικές διορθώσεις εντάσσονται και οι μέθοδοι που προσπαθούν να διορθώσουν ραδιομετρικά σφάλματα προερχόμενα από την επίδραση του αναγλύφου, όπως είναι η σκιά ενός ορεινού όγκου.
γ) Ατμοσφαιρικές διορθώσεις, που έχουν να κάνουν με την απαλοιφή σφαλμάτων που προέρχονται από την επίδραση των συστατικών της ατμόσφαιρας. Καθώς η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που αντανακλάστηκε από τη γήινη επιφάνεια επιστρέφει στο διάστημα, διέρχεται μέσα από την ατμόσφαιρα, τα συστατικά της οποίας (νερό σε αέρια φάση & αερολύματα) αλλοιώνουν την ποσότητα της εισερχόμενης στον αισθητήρα ακτινοβολίας. Οι ατμοσφαιρικές διορθώσεις διακρίνονται σε μεθόδους σταθερής τιμής και σε μεθόδους μετάδοσης ακτινοβολίας. Η πρώτη ομάδα μεθόδων είναι σχετικά απλή και προσπαθεί να διορθώσει τα σφάλματα με την εφαρμογή μιας σταθερής τιμής (π.χ. διαίρεση με τον μέσο όρο της εικόνας) στις τιμές των pixels, ενώ η δεύτερη ομάδα μεθόδων συνδυάζει δεδομένα από την ίδια την εικόνα με κάποια προϋπολογισμένα μοντέλα ώστε να «ανακατασκευαστεί» η διάδοση της η/μ ακτινοβολίας σε δεδομένο χρόνο και τόπο. Ενδεικτικά αναφέρονται ως μετάδοσης ακτινοβολίας οι αλγόριθμοι MODTRAN.
-Ανάλυση
Η ανάλυση των τηλεπισκοπικών δεδομένων μπορεί να διακριθεί σε τρεις γενικές κατηγορίες: ποσοτική ανάλυση, ποιοτική ανάλυση και οπτική ανάλυση (ή φωτοερμηνεία). Στην πρώτη περίπτωση ζητούμενο είναι είναι η μέτρηση μιας ιδιότητας - μεταβλητής, όπως για παράδειγμα η θερμοκρασία στην επιφάνεια της θάλασσας, γνωστή ως Sea Surface Temperature (SST) βλ. εικόνα δεξιά. Στην περίπτωση της ποιοτικής ανάλυσης ζητούμενο είναι η αποτύπωση χαρακτηριστικών όπως οι χρήσεις γης ή ο εντοπισμός και αναγνώριση συγκεκριμένων υλικών. Τέλος όταν ο αναλυτής εικόνας ερμηνεύει τα δεδομένα με οπτικό τρόπο, δηλαδή μεταφράζει το μοτίβο, το χρώμα και το σχήμα της διάταξης των pixels ώστε να εξάγει πληροφορίες αναφερόμαστε σε οπτική ανάλυση. Κάθε κατηγορία απαιτεί διαφορετικά αντιμετώπιση και διαφορετικές μεθόδους και εργαλεία ανάλυσης. Επίσης και σε κάθε μία από τις παραπάνω κατηγορίες απαιτείται διαφορετική αντιμετώπιση ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των διαθέσιμων δεδομένων (χωρική ανάλυση, φασματικής ανάλυση και ραδιομετρική ανάλυση).
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
ΕπεξεργασίαΠαραπομπές σημειώσεις
Επεξεργασία- ↑ Schowengerdt, Robert A. (2007). Remote sensing: models and methods for image processing (3rd έκδοση). Academic Press. σελ. 2. ISBN 978-0-12-369407-2. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Μαΐου 2016. Ανακτήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2015.
- ↑ Schott, John Robert (2007). Remote sensing: the image chain approach (2nd έκδοση). Oxford University Press. σελ. 1. ISBN 978-0-19-517817-3. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2015.
- ↑ Guo, Huadong; Huang, Qingni; Li, Xinwu; Sun, Zhongchang; Zhang, Ying (2013). «Spatiotemporal analysis of urban environment based on the vegetation–impervious surface–soil model». Journal of Applied Remote Sensing 8: 084597. doi: . Bibcode: 2014JARS....8.4597G. https://www.spiedigitallibrary.org/journals/Journal-of-Applied-Remote-Sensing/volume-8/issue-1/084597/Spatiotemporal-analysis-of-urban-environment-based-on-the-vegetationimpervious-surfacesoil/10.1117/1.JRS.8.084597.pdf. Ανακτήθηκε στις 27 October 2021.
- ↑ Liu, Jian Guo· Mason, Philippa J. (2009). Essential Image Processing for GIS and Remote Sensing. Wiley-Blackwell. σελ. 4. ISBN 978-0-470-51032-2.
- ↑ «Saving the monkeys». SPIE Professional. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Φεβρουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 2016.
- ↑ Howard, A. (19 August 2015). «Remote sensing and habitat mapping for bearded capuchin monkeys (Sapajus libidinosus): landscapes for the use of stone tools». Journal of Applied Remote Sensing 9 (1): 096020. doi: .
- ↑ Innocenti, Fabrizio; Robinson, Rod; Gardiner, Tom; Finlayson, Andrew; Connor, Andy (2017). «Differential Absorption Lidar (DIAL) Measurements of Landfill Methane Emissions» (στα αγγλικά). Remote Sensing 9 (9): 953. doi: . Bibcode: 2017RemS....9..953..
- ↑ C. Bayindir; J. D. Frost; C. F. Barnes (January 2018). «Assessment and enhancement of SAR noncoherent change detection of sea-surface oil spills». IEEE J. Ocean. Eng. 43 (1): 211–220. doi: . Bibcode: 2018IJOE...43..211B.
- ↑ «Archived copy». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Σεπτεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2009.
Βιβλιογραφία
Επεξεργασία- Καρτάλης Κώστας, Φείδας Χαράλαμπος, (2008). Αρχές και Εφαρμογές Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης. Εκδόσεις ΓΚΙΟΥΡΔΑΣ Β.. ISBN 960-387-520-1
- Μερτίκας Στέλιος Π., (2006). Τηλεπισκόπηση και Ψηφιακή Ανάλυση Εικόνας. Εκδόσεις ΙΩΝ. ISBN 978-960-405-949-2
- Προέδρου, Μαργαρίτης: «Παρατηρώντας τη Γη από το Διάστημα», Περισκόπιο της Επιστήμης, Μάρτιος 1997, σελ. 12
- Schowengerdt, Robert A. (2007): Remote sensing: models and methods for image processing (3η έκδ.), Academic Press, ISBN 978-0-12-369407-2
Περαιτέρω ανάγνωση
Επεξεργασία- Campbell, J. B. (2002). Introduction to remote sensing (3rd έκδοση). The Guilford Press. ISBN 978-1-57230-640-0.
- Jensen, J. R. (2007). Remote sensing of the environment: an Earth resource perspective (2nd έκδοση). Prentice Hall. ISBN 978-0-13-188950-7.
- Jensen, J. R. (2005). Digital Image Processing: a Remote Sensing Perspective (3rd έκδοση). Prentice Hall.
- Lentile, Leigh B.; Holden, Zachary A.; Smith, Alistair M. S.; Falkowski, Michael J.; Hudak, Andrew T.; Morgan, Penelope; Lewis, Sarah A.; Gessler, Paul E. και άλλοι. (2006). «Remote sensing techniques to assess active fire characteristics and post-fire effects». International Journal of Wildland Fire 3 (15): 319–345. doi: . Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2014-08-12. https://web.archive.org/web/20140812022744/http://www.treesearch.fs.fed.us/pubs/24613. Ανακτήθηκε στις 2022-08-15.
- Lillesand, T. M.· R. W. Kiefer· J. W. Chipman (2003). Remote sensing and image interpretation (5th έκδοση). Wiley. ISBN 978-0-471-15227-9.
- Richards, J. A.· X. Jia (2006). Remote sensing digital image analysis: an introduction (4th έκδοση). Springer. ISBN 978-3-540-25128-6.
- Datla, R.U.; Rice, J.P.; Lykke, K.R.; Johnson, B.C.; Butler, J.J.; Xiong, X. (March–April 2011). «Best practice guidelines for pre-launch characterization and calibration of instruments for passive optical remote sensing». Journal of Research of the National Institute of Standards and Technology 116 (2): 612–646. doi: . PMID 26989588.
- Begni G., Escadafal R., Fontannaz D. and Hong-Nga Nguyen A.-T. (2005). Remote sensing: a tool to monitor and assess desertification Αρχειοθετήθηκε 2019-05-26 στο Wayback Machine.. Les dossiers thématiques du CSFD. Issue 2. 44 pp.
- KUENZER, C. ZHANG, J., TETZLAFF, A., and S. DECH, 2013: Thermal Infrared Remote Sensing of Surface and underground Coal Fires. In (eds.) Kuenzer, C. and S. Dech 2013: Thermal Infrared Remote Sensing – Sensors, Methods, Applications. Remote Sensing and Digital Image Processing Series, Volume 17, 572 pp., (ISBN 978-94-007-6638-9), pp. 429–451
- Kuenzer, C. and S. Dech 2013: Thermal Infrared Remote Sensing – Sensors, Methods, Applications. Remote Sensing and Digital Image Processing Series, Volume 17, 572 pp., (ISBN 978-94-007-6638-9)
- Lasaponara, R. and Masini N. 2012: Satellite Remote Sensing - A new tool for Archaeology. Remote Sensing and Digital Image Processing Series, Volume 16, 364 pp., (ISBN 978-90-481-8801-7).
- Dupuis, C.; Lejeune, P.; Michez, A.; Fayolle, A. How Can Remote Sensing Help Monitor Tropical Moist Forest Degradation?—A Systematic Review. Remote Sens. 2020, 12, 1087. https://www.mdpi.com/2072-4292/12/7/1087
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επεξεργασία- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Remote sensing στο Wikimedia Commons
- Remote Sensing at Curlie