Τουρκοκυπριακή διάλεκτος

Η τουρκοκυπριακή διάλεκτος (Kıbrıs Türkçesi) είναι μια διάλεκτος της τουρκικής γλώσσας που ομιλείται από τους Τουρκοκύπριους, τόσο στην Κύπρο όσο και μεταξύ της τουρκοκυπριακής διασποράς.

Ιστορία Επεξεργασία

Η διάλεκτος προέρχεται από την Μικρά Ασία και εξελίχθηκε για τέσσερις αιώνες. Η τουρκοκυπριακή διάλεκτος ομιλείται από τους Κύπριους με οθωμανική καταγωγή, καθώς και από Κύπριους που μεταστράφηκαν στο Ισλάμ κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.[1] Είναι κατανοητή και από Τουρκοκύπριους που ζουν στο Ηνωμένο βασίλειο, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Αυστραλία και άλλα μέρη του κόσμου.

Η τουρκοκυπριακή αποτελείται από ένα μείγμα οθωμανικών τουρκικών και της διαλέκτου των Γιουρούκων που ομιλείται στην οροσειρά του Ταύρου της νότιας Τουρκίας. Επιπλέον, έχει δεχτεί επιρροές από διάφορες γλώσσες, όπως η ελληνική, η ιταλική και η αγγλική. Είναι αμοιβαία κατανοητή με την επίσημη τουρκική.

Από την τουρκική εισβολή του 1974 μέχρι και σήμερα, τα τουρκικά ομιλούνται σχεδόν αποκλειστικά στη ΤΔΒΚ, με περίπου 300.000 φυσικούς ομιλητές (συμπεριλαμβανομένων όλων των διαλέκτων της τουρκικής) το 2016 και 1.400 ομιλητές (υπολογισμός του 2013) στα εδάφη που ελέγχονται από την Κυπριακή Δημοκρατία.[2] Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και έποικοι από την Τουρκία που δεν γνωρίζουν την τοπική διάλεκτο. Η τουρκοκυπριακή διάλεκτος δεν χρησιμοποιείται επίσημα στα εδάφη της ΤΔΒΚ, όπου η σύγχρονη τουρκική έγινε η ντε φάκτο επίσημη γλώσσα στα σχολεία, στη κυβέρνηση και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.[3]

Προφορά Επεξεργασία

Διαφορές μεταξύ των επίσημων τουρκικών και των τουρκοκυπριακών Επεξεργασία

Η τουρκοκυπριακή διάλεκτος διακρίνεται από μια σειρά από ηχητικές εναλλαγές που δεν υπάρχουν στα επίσημα τουρκικά, αλλά είναι επίσης συνήθη στοιχεία σε άλλες τουρκικές διαλέκτους:

taş (στα επίσημα τουρκικά) ↔ daş (στα τουρκοκυπριακά) "πέτρα"
kurt (στα επίσημα τουρκικά) ↔ gurt (τουρκοκυπριακά) "λύκος"
patates (στα επίσημα τουρκικά) ↔ badadez (τουρκοκυπριακά) "πατάτα"
nasılsın? (στα επίσημα τουρκικά) ↔ nasılsıŋ? (στα τουρκοκυπριακά) "πώς είσαι;"
bin (επίσημα τουρκικά) ↔ biŋ (τουρκοκυπριακά) "χίλια"
Arabaya binmek (επίσημα τουρκικά) ↔ Arabaya biŋmek (τουρκοκυπριακά) "μπες στο αυτοκίνητο"
  • Αλλαγή της προφοράς στην κατάληξη του πρώτου πρόσωπου του πληθυντικού:
    • z↔k
isteriz (επίσημα τουρκικά) ↔ isderik (τουρκοκυπριακά) "θέλουμε"
  • Δεν προφέρονται κάποια προφερώμενα κλειστά σύμφωνα:
    • b↔p
bakla (επίσημα τουρκικά) ↔ pakla (τουρκοκυπριακά) "κουκιά"
hiç (επίσημα τουρκικά) ↔ hiş (τουρκοκυπριακά) "όχι, τίποτα"

Οι τελευταίες δύο παραλλαγές είναι πιο εντόπιες στα τουρκοκυπριακά και δεν εμφανίζονται τόσο συχνά σε άλλες διαλέκτους.

Γραμματική Επεξεργασία

Η τουρκοκυπριακή διάλεκτος έχει σειρά ρήμα-αντικείμενο ενώ η επίσημη τουρκική έχει σειρά αντικείμενο-ρήμα. Είναι πολύ χαρακτηριστικό για τη διαμόρφωση μιας ερώτησης.

  • Επίσημα τουρκικά: Okula gidecek misin? -> τουρκοκυπριακά: Gideceŋ okula? ("Θα πας σχολείο;")

Η τουρκοκυπριακή χρησιμοποιεί αόριστο αντί για ενεστώτα διαρκείας, και συχνά αντικαθιστά και τον μέλλοντα.

  • Επίσημα τουρκικά: Okula gidiyorum ή Okula gideceğim ("Θα πάω στο σχολείο") -> τουρκοκυπριακά: Giderim okula ("Θέλω να πάω σχολείο" / "πάω στο σχολείο" / "θα πάω στο σχολείο")

Η τουρκοκυπριακή δεν χρησιμοποιεί αφηγηματικό ή αόριστο παρελθοντικό χρόνο, αλλά τον απλό αόριστο.

  • Επίσημα τουρκικά: Eve gitmiş ("Έχει αναφερθεί ότι έχει πάει στο σπίτι"), κάτι που δεν χρησιμοποιείται στα τουρκοκυπριακά, όπου στα τουρκοκυπριακά λέγεται ανταυτού Eve gitti ή Gitti eve ("Πήγε στο σπίτι").

Στα τουρκοκυπριακά λείπει και η ερωτηματική κατάληξη -μι.[4] Αυτό συμβαίνει και στα αζερικά.

  • Επίσημα τουρκικά: Annen evde midir? ("Είναι η μητέρα σου στο σπίτι;") - τουρκοκυπριακά: Anneŋ evdedir?

Στα τουρκοκυπριακά, η αυτοπαθής αντωνυμία του τρίτου προσώπου, είναι η geŋni ("τον εαυτό τους") και διαφέρει από τα επίσημα τουρκικά όπου είναι η kendisini.

Σημασιολογία Επεξεργασία

Η τυπική ερώτηση δεν προκρίνεται συνήθως ως ερώτηση για τα επίσημα τουρκικά (δείτε το παραπάνω παράδειγμα), επειδή οι ερωτηματικές καταλήξεις αφαιρούνται από τους γηγενείς Τουρκοκύπριους. Μια άλλη διαφορά είναι η έμφαση στα ρήματα.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Jennings, Ronald (1993), Christians and Muslims in Ottoman Cyprus and the Mediterranean World, 1571-1640, New York University Press (ISBN 0-814-74181-9).
  2. «Turkish». Ethnologue. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιουνίου 2019. Ανακτήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2019. 
  3. Evripidou, Dimitris; Çavuşoǧlu, Çişe (2015). «Turkish Cypriots' Language Attitudes: The Case of Cypriot Turkish and Standard Turkish in Cyprus». Mediterranean Language Review 22: 119–138. ISSN 0724-7567. 
  4. Demir, Nurettin. «Kıbrıs Ağızları Üzerine Notlar» (στα Turkish). Journal of Turcology (Çukurova University). http://turkoloji.cu.edu.tr/DILBILIM/nurettin_demir_kibris.pdf. Ανακτήθηκε στις 14 June 2011. 

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Erdoğan Saracoğlu (1992). Kıbrıs Ağzı: Sesbilgisi Özellikleri, Metin Derlemeleri, Sözlük. K.K.T.C. Millî Eğitim ve Kültür Bakanlığı. ISBN 975-17-1015-4. 
  • Yıltan Taşçı (1986). Kıbrıs Ağzı Dil Özellikleri. Lefkoşa: Akar Yayıncılık. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία