Τούρκοι έποικοι στη Bόρεια Κύπρο

Οι Τούρκοι έποικοι στη βόρεια Κύπρο (στην τουρκοκυπριακή διάλεκτοTürkiyeliler,[1] «αυτοί από την Τουρκία» ), επίσης αναφέρονται ως  Τούρκοι μετανάστες (τουρκικά: Türkiyeli göçmenler‎‎[2])είναι μια ομάδα Τούρκων από τη Μικρά Ασία οι οποίοι έχουν εγκατασταθεί στη Βόρεια Κύπρο μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Υπολογίζεται πως αυτοί και οι απόγονοι (χωρίς τους Τούρκους στρατιώτες) συνιστούν τον μισό πληθυσμό της Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου. [3]

Οι έποικοι είναι μια ετερογενής ομάδα και αποτελείται από διάφορες υποομάδες με διαφορετικό βαθμό ένταξης στην τοπική κοινωνία. Οι έποικοι θεωρούνται γενικά πιο συντηρητικοί από τους αρκετά κοσμικούς Τουρκοκύπριους.[4][5] και τείνουν να υποστηρίζουν περισσότερο μια λύση δύο κρατών.[6] Ωστόσο, δεν υποστηρίζουν όλοι οι έποικοι εθνικιστικές πολιτικές.[7]

Υποομάδες Επεξεργασία

Οι Τούρκοι της Βόρειας Κύπρου χωρίζονται σε δύο μεγάλες ομάδες: τους πολίτες και τους μη πολίτες.[8] Ανάμεσα στους πολίτες, ορισμένοι έχουν εγκατασταθεί στην Κύπρο ως μέρος της πολιτικής της Τουρκίας και της ΤΔΒΚ για εγκατάσταση εποίκων και άλλοι έχουν μεταναστεύσει μόνοι τους είτε γεννήθηκαν στο νησί από τουλάχιστον ένα Τούρκο γονέα. Ο Mete Hatay επιχειρηματολογεί πως μόνο τα μέλη της πρώτης ομάδας θα έπρεπε να αποκαλούνται έποικοι[8]

Οι πιο πάνω ομάδες μπορούν να υποδιαιρεθούν σε άλλες κατηγορίες: εξειδικευμένοι εργάτες, υψηλόβαθμοι υπάλληλοι, στρατιώτες και οι οικογένειές τους και αγρότες.[9] Η ομάδα των μη πολιτών, μπορεί να χωριστεί στους φοιτητές και ακαδημαϊκό προσωπικό, τουρίστες, εργάτες με άδεια ή χωρίς.[10]

Η μεγαλύτερη ομάδα πάντως είναι οι αγρότες που εγκαταστάθηκαν από την Τουρκία το 1975 έως το 1977.[7]

Ιστορία Επεξεργασία

H πολιτική της εγκατάστασης αγροτών εποίκων στην Κύπρο, ξεκίνησε μετά το 1974. Ο δημοσιογράφος Andrew Borowiec έγραψε για ανακοίνωση των τούρκικων αρχών για 5.000 εργάτες οι οποίοι θα μετακινούνταν στην Κύπρο και θα λάμβαναν περιουσία που άφησαν πίσω Ελληνοκύπριοι.[11] Σύμφωνα με τον Hatay, το πρώτο γκρουπ τέτοιων εποίκων έφτασε τον Φεβρουάριο του 1975 και η μαζική εποίκιση συνέχισε μέχρι το 1977. Αυτοί οι αγρότες προέρχονταν από διαφορετικές περιοχές της Τουρκίας, όπως την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, την Τραπεζούντα, την Çarşamba, Samsun, τη μεσογειακή περιοχή (Αττάλεια, Άδανα, Μερσίνη και την Κεντρική Ανατολία (Konya).[12] Τον Φεβρουάριο του 1975, ο αριθμός των εργατών από την Τουρκία ήταν 910.[13]

Η πολιτική της εγκατάστασης αγροτών πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες της Συμφωνίας Αγροτικής Δύναμης Agricultural Workforce Agreement η οποία υπογράφτηκε μεταξύ του τότε «Τουρκικού Ομόσπονδου Κράτους της Κύπρου»[α]και της Τουρκίας το 1975.[14] Το προξενείο της ΤΟΚΚ στην Τουρκία ενεργοποιήθηκε έντονα για να οργανώσει τη μεταφορά και υπήρχαν ανακοινώσεις από το ράδιο και οι μουχτάρηδες (κοινοτάρχες) καλούσαν όσους ενδιαφέρονταν να επικοινωνήσουν με τα προξενεία[12] Οι αγρότες που ήρθαν στην Κύπρο αφησαν πίσω μια πολύ σκληρή ζωή ή είχαν αναγκαστεί να μετακομίσουν, σε μια περίπτωση, λόγο ενός φραγματος νερού που είχε οικοδομηθεί. Ο Χρίστος Ιωαννίδης επιχειρηματολογεί πως αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν πολιτικές σκοπιμότητες για αυτή τους την επιλογή. Συνεντεύξεις που πήρε από ορισμένους, έδειξαν πως ορισμένοι δεν ήξεραν τη θέση της Κύπρου στον χάρτη πριν εγκατασταθούν στο νησί.[12]

Οι έποικοι τελικά ηρθαν μεσω πορθμείου (φέρι-μποτ) από την Μερσίνη στην Κύπρο, ενω οι οικογένειες στεγάστηκαν σε σπίτια μετά από κλήρωση.[12]

Τα χαρτιά αυτών των εποίκων, συμπληρώθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να τους εμφανίζουν ως Τουρκοκύπριους που επιστρέφουν στην πατρίδα τους, ώστε να προληφθούν κατηγορίες για παραβίαση της Συνθήκης της Γενεύης. Όταν οι έποικοι έφθασαν στην Κύπρο, Τουρκοκύπριοι αξιωματούχοι τους μάζεψαν στο καφενείο του χωριού, μάζεψαν προσωπικές τους πληροφορίες και οι έποικοι ορίστηκαν να ζούνε στο πληρέστερο τουρκοκυπριακό χωριό στον χώρο της γέννησης τους στις κάρτες ταυτότητας που εκτυπώθηκαν αργότερα. Για παράδειγμα, οι έποικοι στη χερσόνησο της Καρπασίας, είχαν το τουρκοκυπριακό χωριό Γαλάτεια (Mehmetçik) για τόπο καταγωγής. Όταν ρωτήθηκε ο υπουργός Εργασίας, αποκατάστασης και κοινωνικών έργων της ΤΔΒΚ İsmet Kotak , είπε ότι αυτό που γινόταν ήταν μια έντονη, δίκαιη και νόμιμη επιστροφή των Τουρκοκυπρίων που είχαν εκδιωχθεί από το νησί. Ωστόσο, οι ειδικές ταυτότητες που εξέδωσε η ΤΔΒΚ δεν αποδείχτηκαν αποδοτικές και τελικά νέες ταυτότητες με τον πραγματικό τόπο γέννησης του κάθε έποικου εκδόθηκαν αργότερα.[15]

Πολιτική Επεξεργασία

Παρά τη διαδεδομένη υπόθεση ότι οι έποικοι βοήθησαν το δεξιό Κόμμα Εθνικής Ενότητας (UBP) να κερδίζει για αρκετές δεκαετίες τις εκλογές, αυτό είναι αναληθές, καθώς ανάμεσα στο 1976 και το 1993, o UBP έλαβε περισσότερες ψήφους από Τουρκοκύπριους παρά εποίκους, σε χωριά εποίκων. Αυτές οι τάσεις αναδείχθηκαν από ανάλυση των ψήφων σε αρκετά χωριά εποίκων και Τουρκοκυπρίων από τον πολιτικό επιστήμονα Mete Hatay. Τα κόμματα τα οποία θεωρητικά υποστήριζαν τα συμφέροντα των εποίκων ήταν τα κόμματα: Κόμμα Νέας Αυγής (New Dawn Party-YDP) και Κόμμα Τουρκικής Ένωσης (Turkish Union Party-TBP). H πλειοψηφία των ψήφων των χωριών από εποίκους, ήταν μοιρασμένη ανάμεσα σε αυτά τα κόμματα των εποίκων και των κυρίων αντιπολιτευτικών κυπριακών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένων του σοσιαλδημοκρατικού Ρεπουπλικανικού Τούρκικου Κόμματος (CTP) και του Κόμματος Κοινοτικής Απελευθέρωσης (TKP) . Από το 1992, όταν ιδρύθηκε, και στις εκλογές του 2003, το Δημoκρατικό Κόμμα (DP) συγκέντρωσε τις περισσότερες ψήφους των εποίκων που ψήφιζαν αντιπολιτευτικά. Εν τω μεταξύ, το Κόμμα Εθνικής Ενότητας λάμβανε περίπου το 40% των ψήφων των εποίκων μεταξύ 1990 και 2003, αλλά ακόμη και αυτό ήταν λιγότερο από το μερίδιο ψήφων που πήρε το κόμμα από Τουρκοκύπριους που έμεναν σε αγροτικές περιοχές. Το Κόμμα Εθνικής Ενότητας έλαβε περισσότερη υποστήριξη από εποίκους, μόνο όταν είχε περάσει στην αντιπολίτευση. Επίσης, παρά τη γενική εντύπωση πως οι έποικοι προωθούν τα συμφέροντα της Τουρκίας, οι έποικοι έχουν ψηφίσει ενάντια στην γραμμή που υποστήριζε η Τουρκία, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις το 1990 κατά του υποστηριζόμενου από την Τουρκία Κόμματος Εθνικής Ενότητας και το 2004 κατά του σχεδίου Ανάν.[16]

Σημειώσεις Επεξεργασία

  1. πριν το 1974 αυτοχαρακτηρίζονταν «Τουρκοκυπριακή Προσωρινή Διοίκηση» και μετά το 1983 «Τούρκικη Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου»

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Türkiyeli-Kıbrıslı tartışması: "Kimliksiz Kıbrıslılar"» (στα Turkish). Kıbrıs Postası. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Νοεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2015. 
  2. Uras, Umut. «Kıbrıs sorunu ve Türkiyeli göçmenler» (στα Turkish). Al Jazeera. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Οκτωβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 17 Μαΐου 2015. 
  3. http://www.politico.eu/article/cyprus-reunification-peace-nicos-anastasiades-mustafa-akinci/
  4. Bahcheli, Tozun· Noel, Sid (2013). «Ties that No Longer Bind: Greece, Turkey and the Fading Allure of Ethnic Kinship in Cyprus». Στο: Mabry, Tristan James· McGarry, John· Moore, Margaret· και άλλοι. Divided Nations and European Integration. University of Pennsylvania Press. σελ. 326. ISBN 9780812244977. 
  5. Fong, Mary· Chuang, Rueyling (2004). Communicating Ethnic and Cultural Identity. Rowman & Littlefield. σελ. 282. ISBN 9780742517394. 
  6. Tesser, Lynn (2013). Ethnic Cleansing and the European Union: An Interdisciplinary Approach to Security, Memory and Ethnography. Palgrave Macmillan. σελ. 117. ISBN 9781137308771. 
  7. 7,0 7,1 Ronen, Yaël (2011). Transition from Illegal Regimes under International Law. Cambridge University Press. σελίδες 231–245. ISBN 9781139496179. 
  8. 8,0 8,1 Hatay 2005, σελ. 5
  9. Hatay 2005, σελ. 10
  10. Hatay 2005, σελ. 6
  11. Borowiec, Andrew (2000). Cyprus: A Troubled Island. Greenwood Publishing Group. σελίδες 98–99. 
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 Hatay 2005, σελ. 12
  13. «Kıbrıs'ın Türk kesiminde toplam 1.010 işletme var». Milliyet. 9 February 1975, σελ. 9. 
  14. Hacaloğlu, Hilmi· Tekşen, Özgür. «Kıbrıslı Türkler Türkiyelileri sevmez mi?» (στα Turkish). Al Jazeera Turkish Journal. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιουλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2015. 
  15. Şahin, Şahin & Öztürk 2013, σελ. 610–1
  16. Hatay 2005, σελίδες viii–ix

Βιβλιογραφία Επεξεργασία