Υπογονιμότητα

η αδυναμία ενός ζευγαριού να επιτύχει σύλληψη και να αποκτήσει τέκνο έπειτα από τουλάχιστον ένα έτος τακτικών σεξουαλικών επαφών

Η υπογονιμότητα είναι η αδυναμία σύλληψης ενός παιδιού μετά από ένα χρόνο (ή περισσότερο) σεξουαλικών επαφών χωρίς αντισύλληψη.[1] Επειδή η γονιμότητα στις γυναίκες μειώνεται σταθερά με την ηλικία, ορισμένοι επαγγελματίες υγείας θεωρούν ότι για γυναίκες ηλικίας 35 ετών και άνω υπάρχει πρόβλημα υπογονιμότητας μετά από 6 μήνες σεξουαλικής επαφής χωρίς αποτέλεσμα.[1][2]

Υπογονιμότητα
ΕιδικότηταΟυρολογία, Γυναικολογία
ΑίτιαΠροβλήματα στα αναπαραγωγικά συστήματα του άντρα και της γυναίκας
Νοσηρότηταπερίπου 9% (113 εκ.) το 2015 παγκοσμίως
Ταξινόμηση

Η υπογονιμότητα μπορεί να είναι πρωτογενής ή δευτερογενής. Η πρωτογενής υπογονιμότητα είναι όταν η εγκυμοσύνη δεν έχει επιτευχθεί ποτέ από ένα άτομο και η δευτερογενής είναι όταν έχει επιτευχθεί τουλάχιστον μία προηγούμενη εγκυμοσύνη.[1]

Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 2015, περίπου το 9% όλων των ετεροφυλόφιλων ζευγαριών αντιμετώπιζε πρόβλημα υπογονιμότητας παγκοσμίως.[3][4][5] Η ανδρική υπογονιμότητα ευθύνεται για το 20-30% των περιπτώσεων, η γυναικεία υπογονιμότητα ευθύνεται για το 20-35% και το 25-40% προέρχεται από συνδυασμένα προβλήματα και από τα δύο μέρη. Σε 10-20% των περιπτώσεων είναι άγνωστη η αιτία.[3] Η γυναικεία υπογονιμότητα οφείλεται κυρίως στις ανωμαλίες των ωοθηκών, της μήτρας, των σαλπίγγων και του ενδοκρινικού συστήματος. Η ανδρική υπογονιμότητα οφείλεται κυρίως στο πρόβλημα εκσπερμάτησης, στην απουσία ή χαμηλά επίπεδα σπέρματος ή στο ανώμαλο σχήμα (μορφολογία) και κίνηση (κινητικότητα) του σπέρματος.[1][6]

Η αντιμετώπιση προβλημάτων υπογονιμότητας περιλαμβάνει την πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία.[1]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 «Infertility». www.who.int (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2021. 
  2. «Infertility | Reproductive Health | CDC». www.cdc.gov (στα Αγγλικά). 15 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2021. 
  3. 3,0 3,1 «ART fact sheet». web.archive.org. 4 Μαρτίου 2016. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2021. 
  4. Boivin, Jacky; Bunting, Laura; Collins, John A.; Nygren, Karl G. (2007-06). «International estimates of infertility prevalence and treatment-seeking: potential need and demand for infertility medical care». Human Reproduction (Oxford, England) 22 (6): 1506–1512. doi:10.1093/humrep/dem046. ISSN 0268-1161. PMID 17376819. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/17376819/. 
  5. Vos, Theo; Allen, Christine; Arora, Megha; Barber, Ryan M.; Bhutta, Zulfiqar A.; Brown, Alexandria; Carter, Austin; Casey, Daniel C. και άλλοι. (2016-10-08). «Global, regional, and national incidence, prevalence, and years lived with disability for 310 diseases and injuries, 1990–2015: a systematic analysis for the Global Burden of Disease Study 2015» (στα English). The Lancet 388 (10053): 1545–1602. doi:10.1016/S0140-6736(16)31678-6. ISSN 0140-6736. PMID 27733282. https://www.thelancet.com/journals/lancet/article/PIIS0140-6736(16)31678-6/abstract. 
  6. «causes of infertility - NHS». nhs.uk (στα Αγγλικά). 23 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2021.