Φεοδώρα της Σαξονίας-Μάινιγκεν

Πριγκίπισσα της Σαξονίας-Μάινιγκεν
Να μη συγχέεται με την εξαδέλφη της Θεοδώρα της Σαξονίας-Μάινινγκεν (1890-1972).


Η Θεοδώρα της Σαξονίας-Μάινινγκεν (γερμ. Feodora von Sachsen-Meiningen, 12 Μαΐου 1879 - 26 Αυγούστου 1945) ήταν το μοναδικό παιδί του Βερνάρδου Γ΄ της Σαξονίας-Μάινινγκεν και της συζύγου του, Καρλόττας της Πρωσίας (μεγαλύτερης κόρης του Φρειδερίκου Γ΄ της Πρωσίας, και της Βικτωρίας, Βασιλικής Πριγκίπισσας).

Θεοδώρα της Σαξονίας-Μάινινγκεν
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Feodora von Sachsen-Meiningen (Γερμανικά)
Γέννηση12  Μαΐου 1879[1]
Πότσδαμ
Θάνατος26  Αυγούστου 1945[1]
Kowary
Συνθήκες θανάτουαυτοκτονία
Τόπος ταφήςKowary
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανικό Ράιχ
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααριστοκράτης
Οικογένεια
ΣύζυγοςPrince Heinrich XXX Reuss of Köstritz (1898–1939)[2]
ΓονείςΒερνάρδος Γ΄ της Σαξονίας-Μάινινγκεν και Πριγκίπισσα Καρλότα της Πρωσίας
ΣυγγενείςΒασίλισσα Βικτωρία (προγιαγιά)
ΟικογένειαHouse of Saxe-Meiningen
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Βιογραφία Επεξεργασία

Πρώτα χρόνια Επεξεργασία

 
Η Θεοδώρα (στο κέντρο) με τους εκ μητρός συγγενείς της-τη μητέρα της, τη γιαγιά της και την προγιαγιά της, βασίλισσα Βικτωρία, περίπου το 1885.

Η Θεοδώρα Βικτωρία Αυγούστα Μαριάννα Μαρία γεννήθηκε στις 12 Μαΐου 1879 στο Πότσδαμ ως το μοναδικό παιδί του Βερνάρδου, Διαδόχου της Σαξονίας-Μάινινγκεν, και της Καρλόττας της Πρωσίας, μεγαλύτερης κόρης του Φρειδερίκου, Διαδόχου της Γερμανίας, και της Βικτωρίας, Βασιλικής Πριγκίπισσας. Ήταν το πρώτο εγγόνι των μητρικών παππούδων της,[3] και μέσω της μητέρας της, ήταν και το πρώτο δισέγγονο της Βρετανίδας ηγέτιδας, βασίλισσας Βικτωρίας.[4]

Η Καρλόττα, η οποία αγαπούσε την κοινωνική ζωή, μισούσε την εγκυμοσύνη, πιστεύοντας ότι περιόριζε τις δραστηριότητές της. Δήλωσε μετά τη γέννηση της Θεοδώρας ότι δεν θα κάνει άλλα παιδιά, απογοητεύοντας τη μητέρα της, πριγκίπισσα διαδόχου Βικτωρία, γνωστή ως Βίκυ στην οικογένεια[5]. Καθώς ήταν ασυνήθιστα τα μοναχοπαίδια στις βασιλικές οικογένειες της Ευρώπης, η Θεοδώρα πιθανόν είχε μια μοναχική παιδική ηλικία[6]. Η Καρλόττα αγαπούσε τα ταξίδια και συχνά άφηνε την κόρη της με τη Βίκυ στο Φρήντριχσχοφ, την οποία έβλεπε ως ένα είδος βολικού βρεφονηπιακού σταθμού.[7][8] Η Βίκυ, από την πλευρά της, αγαπούσε την ευκαιρία να περάσει χρόνο με την μεγαλύτερη εγγονή της.[9] Περιγράφοντας τη Θεοδώρα σε μια επίσκεψη, η Βίκυ έγραψε ότι «είναι ένα πραγματικά καλό παιδί, και είναι πολύ πιο εύκολα διαχειρίσιμο από τη μητέρα της».[10]

Η Βίκυ αντιλαμβανόταν ένα έλλειμμα στην ανατροφή της Θεοδώρας και σταδιακά ανησυχούσε για τη σωματική εμφάνιση και τη διανοητική ανάπτυξη του κοριτσιού,[11] περιγράφοντας την στα δεκατρία «με αιχμηρά τσιμπημένα χαρακτηριστικά» και ένα ασυνήθιστα κοντό ανάστημα[12]. Η Θεοδώρα αδιαφορούσε επίσης για τις σπουδές της, προτιμώντας αντίθετα να συζητά για επιπόλαια θέματα όπως η μόδα.[13][14] Η γιαγιά της, η οποία έδινε υψηλή αξία στην εκπαίδευση, το απέδωσε στην ανεπαρκή γονική καθοδήγηση, σχολιάζοντας ότι «η ατμόσφαιρα του σπιτιού δεν είναι το καλύτερο για ένα παιδί της ηλικίας της. Με την Καρλόττα για παράδειγμα, τι μπορεί κανείς να περιμένει... Οι γονείς της είναι σπάνια στο σπίτι ή μαζί ... Δεν ξέρει πώς είναι μια σπιτική ζωή!»[15]

Η βασίλισσα Βικτωρία λάτρευε τη μεγαλύτερη δισέγγονή της.[16] Τον Ιούνιο του 1887, η μικρή Θεοδώρα και οι γονείς της παρακολούθησαν την 50η επέτειο βασιλείας της βασίλισσας Βικτωρίας στο Λονδίνο. Ενώ οι γονείς της έμειναν στο Παλάτι του Μπάκιγχαμ, η Θεοδώρα παρέμεινε μαζί με την νεαρή ξαδέλφη της, Αλίκη του Μπάττενμπεργκ, στο Ουάιτχωλ. Σε μια επιστολή προς την πριγκίπισσα διαδόχου Βικτωρία, η βασίλισσα Βικτωρία την χαρακτήρισε ως "Τη μικρή γλυκιά Φίο, τη βρίσκω καλή κι έχει γίνει αρκετά όμορφη. Ήμασταν πολύ ευτυχείς να την έχουμε κοντά μας και νομίζω ότι και η ίδια διασκέδασε".[17]

Γάμος Επεξεργασία

Καθώς η Θεοδώρα μεγάλωσε, διάφοροι μνηστήρες την ζήτησαν για γάμο. Ο εξόριστος Πέτρος της Σερβίας, τριάντα έξι χρόνια μεγαλύτερός της, ζήτησε ανεπιτυχώς το χέρι της. Ένας άλλος πιθανός υποψήφιος ήταν ο ξάδερφος της, ο Αλφρέδος της Σαξονίας-Κοβούγου και Γκότα[18], ο μόνος γιος της φίλης της Καρλόττας, Μαρίας Αλεξάνδροβνας.

Το 1897, η Θεοδώρα αρραβωνιάστηκε τον Ερρίκο Λ΄ του Ρόυς (1864 - 1939)[19], και ο αρραβώνας ανακοινώθηκε στις αρχές Οκτωβρίου.[20] Ο πατέρας του Ερρίκου πέθανε στις αρχές του 1898, αναγκάζοντας μια προσωρινή αναβολή του γάμου. Οι φήμες ότι ο γάμος είχε ακυρωθεί αποδείχθηκαν αναληθείς[21] και παντρεύτηκαν στο Μπρέσλαου (νυν Βρότσλαβ) στις 26 Σεπτεμβρίου 1898 σε μια λουθηρανική τελετή[22].

Ο Ερρίκος ήταν καπετάνιος, αλλά όχι πλούσιος ή ιδιαίτερα υψηλόβαθμος. Στη Βίκυ προκάλεσε έκπληξη η επιλογή του γαμπρού, ιδιαίτερα εξαιτίας της έλλειψης θέσης, αλλά παρατήρησε ότι η νύφη τουλάχιστον φαινόταν ευτυχισμένη. Για το γεγονός ότι ήταν δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερός της, η Βίκυ σχολίασε: "Χαίρομαι πολύ που είναι μεγαλύτερος από ότι είναι εκείνη, και αν είναι σοφή και σταθερή, μπορεί ο γάμος να πάει πολύ καλά, αλλά είχε ένα περίεργο παράδειγμα της μητέρας της και είναι ένα παράξενο μικρό πλάσμα."[23] Ο ιστορικός John van der Kiste γράφει ότι η Θεοδώρα ήταν "αφοσιωμένη" στον νέο σύζυγό της και πιθανότατα επιδίωκε επίσης το γάμο ως απόδραση από την «ενοχλητική ζωή του σπιτιού της»[24]. Μετά τον μήνα του μέλιτος, η Θεοδώρα εγγράφηκε σε μια ομάδα ανάγνωσης και της άρεσε να παρακολουθεί όπερα και θέατρο.

Τελευταία χρόνια Επεξεργασία

Η Θεοδώρα υπέφερε για το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της από κακή υγεία, χαρακτηρίζοντάς την ως «την παλιά ιστορία» της ζωής της. Όπως και η μητέρα της και η γιαγιά της, οι ασθένειές της περιλάμβαναν ζάλη, αϋπνία, ναυτία, διάφορους πόνους, παράλυση, δυσκοιλιότητα και διάρροια.[25][26] Είχε υποβληθεί σε πολλές επεμβάσεις για να θεραπεύσει τις ασθένειές της και να μπορέσει να κάνει παιδιά, χωρίς επιτυχία.[27][28]

Σε αντίθεση με τη μητέρα της, η Θεοδώρα ήθελε να κάνει παιδιά. Η αδυναμία της να συλλάβει απογοήτευσε τη Θεοδώρα, αν και ευχαρίστησε την Καρλόττα, η οποία δεν επιθυμούσε εγγόνια.[29] Τελικά, η σχέση τους επιδεινώθηκε τόσο ώστε η Καρλόττα αποφάσισε να απομακρύνει τη Θεοδώρα και τον Ερρίκο από το σπίτι της. Το 1900 η Θεοδώρα πίστευε ότι ήταν άρρωστη από ελονοσία, παρόλο που η Καρλόττα είπε στα μέλη της οικογένειας ότι ο Ερρίκος είχε κολλήσει στη γυναίκα του ένα αφροδίσιο νόσημα, έναν ισχυρισμό που η Θεοδώρα αρνήθηκε θυμωμένη. Η Καρλόττα ζήτησε από την κόρη της να εξεταστεί από τον προσωπικό γιατρό της. Όταν η Θεοδώρα αρνήθηκε, η Καρλόττα επιβεβαιώθηκε ότι οι πεποιθήσεις της ήταν σωστές. Αντίστοιχα, η Θεοδώρα αρνήθηκε να εισέλθει στο σπίτι της μητέρας της και παραπονέθηκε στα μέλη της οικογένειας για τις "απίστευτες" ενέργειες της Καρλόττας.[30] Τα μέλη της οικογένειας προσπάθησαν να επιδιορθώσουν τη σχέση μητέρας-κόρης, χωρίς επιτυχία. Η Καρλόττα δεν έγραψε στη Θεοδώρα για σχεδόν μια δεκαετία, και τελικά το έκανε αφού η Θεοδώρα έκανε μια επικίνδυνη εγχείρηση για να μπορέσει να κάνει παιδιά. Η Καρλόττα εξέφρασε την οργή της που μια τέτοια επιχείρηση είχε εγκριθεί, αλλά τελικά επισκέφθηκε τη Θεοδώρα στο ιατρείο κατόπιν αιτήματος της τελευταίας.[31]

Το 1903, το ζευγάρι μετακόμισε στο Φλένσμπουργκ, όπου ζούσαν σε ένα μικρό σπίτι. Η Θεοδώρα διαπίστωσε ότι το ήπιο κλίμα της περιοχής είχε θετικό αντίκτυπο στην υγεία της. Για να τη βελτιώσει περαιτέρω και να αυξήσει την πιθανότητα να μείνει έγκυος, πήρε χάπια αρσενικού και θορίου. Η κακή της υγεία επανήλθε, ωστόσο, και άρχισε και πάλι να υποφέρει από πονόδοντο και ημικρανίες. Οι περαιτέρω προσπάθειές της για σύλληψη περιελάμβαναν πολυάριθμες επισκέψεις σε ιδιωτικές κλινικές, οι οποίες συχνά οδήγησαν σε επώδυνες χειρουργικές επεμβάσεις[32].

Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος Επεξεργασία

Με την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ερρίκος στάλθηκε στο Δυτικό Μέτωπο, ενώ η σύζυγός του άνοιξε ένα μικρό νοσοκομείο για να νοσηλεύσει τραυματίες στρατιώτες. Στο στάδιο αυτό, οι σχέσεις μεταξύ εκείνου και της συζύγου του είχαν επιδεινωθεί. Ο Ερρίκος πίστευε ότι η Θεοδώρα απολάμβανε να παραπονιέται για την αρρώστια της και της άρεσε να εξετάζεται από γιατρούς. Έγραψε ότι η ασθένειά της «συνίσταται κυρίως στην πλήρη έλλειψη ενέργειας και ψυχικής απάθειας», και παραπονέθηκε ότι «προκαλεί σε εμένα και σε αυτούς που μας περιβάλλουν περιττό άγχος»[33].

Μετά τον πόλεμο που ολοκληρώθηκε με την ήττα της Γερμανίας, η εξουσία του πατέρα της Θεοδώρας πάνω στο δουκάτο της Σαξονίας-Μάινινγκεν έληξε. Η μεταπολεμική ζωή της είναι ως επί το πλείστον άγνωστη και τα αρχεία του μεταγενέστερου ιατρικού ιστορικού της έχουν χαθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου.[34][35] Πέρασε τα τελευταία της χρόνια στο Σανατόριο Μπούχβαλντ-Χόενβιεσε, κοντά στο Χίρσμπεργκ της Σιλεσίας. Αυτοκτόνησε στις 26 Αυγούστου 1945, λίγο μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.[36][37] Ο ιστορικός John Van der Kisteγράφει ότι "η πριγκίπισσα που ήθελε τόσο απεγνωσμένα τα δικά της παιδιά και συνέχισε να υποφέρει από συνεχείς σωματικές ασθένειες, αϋπνία και σοβαρή κατάθλιψη, υπέφερε πολλά έτη κακής υγείας, παρόμοια με εκείνα της μητέρας της."[38]

Ιατρική ανάλυση Επεξεργασία

Στη δεκαετία του 1990, ο ιστορικός John Röhl και οι συνάδελφοί του Martin Warren και David Hunt βρήκαν τον τάφο της Θεοδώρας στην Πολωνία για ανάλυση DNA, ώστε να αποδειχθεί ότι η Θεοδώρα έπασχε από πορφυρία, όπως η μητέρα της.[39][40]

Πηγές Επεξεργασία

Περαιτέρω ανάγνωση Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage. p10400.htm#i103994. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. p10400.htm#i103994. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  3. Van der Kiste 2012, 192.
  4. Packard 1998, p. 292.
  5. Van der Kiste 2012, 207.
  6. Van der Kiste 2012, 455–467.
  7. Packard 1998, p. 292.
  8. Pakula 1997, p. 537.
  9. Van der Kiste 2012, 467.
  10. Pakula 1997, p. 561.
  11. Van der Kiste 2012, 467.
  12. Van der Kiste 2012, 467–483.
  13. Pakula 1997, p. 561.
  14. Van der Kiste 2012, 483.
  15. Pakula 1997, p. 561.
  16. Van der Kiste 2012, 246.
  17. Van der Kiste 2012, 259.
  18. Van der Kiste 2012, 486–499.
  19. Van der Kiste 2012, 501.
  20. "German Princes Betrothed". The New York Times. Berlin. 3 October 1897.
  21. Van der Kiste 2012, 525.
  22. Van der Kiste 2012, 525–529.
  23. Van der Kiste 2012, 499–513.
  24. Van der Kiste 2012, 510.
  25. Rushton 2008, p. 118.
  26. Van der Kiste 2012, 614.
  27. Röhl 1998, p. 114.
  28. Van der Kiste 2012, 726–754.
  29. Van der Kiste 2012, 571, 654.
  30. Van der Kiste 2012, 686–699.
  31. Van der Kiste 2012, 654–669, 699–740.
  32. Van der Kiste 2012, 712–726.
  33. Van der Kiste 2012, 798–811.
  34. Van der Kiste 2012, 864.
  35. Rushton 2008, p. 118.
  36. Van der Kiste 2012, 877.
  37. Röhl 1998, p. 114.
  38. Van der Kiste 2012, 864–877.
  39. Moore 2009, pp. 20–21.
  40. Van der Kiste 2012, 877.