Φιδαετός

είδος πουλιού
(Ανακατεύθυνση από Φιδαητός)

Ο φιδαετός είναι είδος αετού και το μοναδικό είδος κιρκαετού,[2] που απαντάται στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Circaetus gallicus και δεν περιλαμβάνει υποείδη [3] αλλά, σύμφωνα με τους περισσότερους ορνιθολόγους, δύο χρωματικές φάσεις (colour phases) (βλ. Μορφολογία).

Φιδαετός
Ενήλικος φιδαετός
Ενήλικος φιδαετός
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Αετόμορφα (Accipitriformes)
Οικογένεια: Αετίδες (Accipitridae)
Υποοικογένεια: Αετίνες (Accipitrinae) [1] [i]
Γένος: Κιρκαετός (Circaetus) (Vieillot, 1816)
Είδος: C. gallicus (Φιδαετός)
Διώνυμο
Circaetus gallicus (Κιρκαετός ο γαλατικός)
J. F. Gmelin, 1788

Ονοματολογία

Επεξεργασία

Η λατινική λέξη gallicus σημαίνει, «Γαλατικός», «προερχόμενος από τη Γαλατία»,[4] αγνώστου λοιπής σημασίας.

Η αγγλική ονομασία του είδους Short-toed (Snake) Eagle, σχετίζεται με τους σχετικά κοντούς γαμψώνυχες του πτηνού.

Η ελληνική ονομασία φιδαετός, παραπέμπει ευθέως στις διατροφικές συνήθειες του είδους.

Συστηματική ταξινομική

Επεξεργασία

Ο φιδαετός ανήκει στο γένος Circaetus που περιλαμβάνει 6 είδη, όλα αφρικανικά.[3] Εξαίρεση αποτελεί το C. gallicus, που είναι το μοναδικό που «περνάει» και στην Ευρασία, όπου αναπαράγεται κατά τη διάρκεια του θέρους. Η ταξινομική του γένους Circaetus, δεν είναι ακόμη ξεκάθαρη και, θα χρειαστούν αρκετά ακόμη χρωμοσωμικά δεδομένα και διασταυρώσεις για να λυθούν τα διάφορα προβλήματα .[5]

Γεωγραφική κατανομή

Επεξεργασία
 
Χάρτης εξάπλωσης του φιδαετού. Πράσινο σκούρο=όλο το έτος (επιδημητικό), Πράσινο ανοικτό=Περιοχές αναπαραγωγής (καλοκαιρινός επισκέπτης), Μπλε=Χειμερινός επισκέπτης

Ο φιδαετός ανήκει στα ημερόβια αρπακτικά πτηνά του Παλαιού Κόσμου. Ο κύριος όγκος του πληθυσμού βρίσκεται στη δυτική και νότια Κεντρική Παλαιαρκτική, ενώ στα βόρεια φθάνει μέχρι το γεωγραφικό πλάτος των 60°, περίπου. Κάποιοι απομονωμένοι θύλακες αναπαραγωγής βρίσκονται στη Σαουδική Αραβία, στην Κίνα και νοτιοανατολικά στην Ινδονησία. Στην τελευταία και στην ινδική υποήπειρο, ζει και αναπαράγεται ολόκληρο το χρόνο.

Οι μεσογειακοί πληθυσμοί περιλαμβάνουν τη ζώνη του Μαχρέμπ στην Αφρική, μεγάλο τμήμα της Ιβηρικής, την κεντρική και νότια Γαλλία, τα Απέννινα, τα Βαλκάνια, και τη Μικρά Ασία. Ακόμη ανατολικότερα το είδος εξαπλώνεται στά όρη του Καυκάσου και του Ζάγκρος (Ιράν), τη Μέση Ανατολή και μικρό τμήμα της χερσονήσου του Σινά. Προς βορράν, οι κύριοι αναπαραγωγικοί πληθυσμοί βρίσκονται στην Ουκρανία, τη Λευκορωσία και τις χώρες της Βαλτικής, ενώ κάποια άτομα έχουν παρατηρηθεί μέχρι την Αγία Πετρούπολη.

Στην Ελλάδα, όπως και σε όλα τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, ο φιδαετός είναι αποδημητικό πτηνό, ερχόμενος το καλοκαίρι μόνο για να φωλιάσει και ξαναφεύγει το φθινόπωρο.[6][7]

Μεταναστευτικές οδοί

Επεξεργασία

Ο φιδαετός, αν εξαιρεθούν οι πληθυσμοί της ινδικής χερσονήσου και κάποιων νησιών της Ινδονησίας, είναι μεταναστευτικό είδος. Οι περιοχές διαχείμασης περιλαμβάνουν μία σχετικά στενή ζώνη στο Σαχέλ της Αφρικής και, από τη Σενεγάλη μέχρι την Αιθιοπία. Η μετανάστευση πραγματοποιείται από τα τέλη Αυγούστου-Σεπτέμβριο, μέσω του Γιβραλτάρ, του Βοσπόρου και του Ισραήλ. Η παρακολούθηση των πληθυσμών της Β. Ιταλίας, έδειξε ότι περνάνε στην Αφρική μέσω της Σικελίας, ενώ ένα δακτυλιωμένο πτηνό από τους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς της Γαλλίας, έφτασε στον Νίγηρα σε 20 ημέρες, καλύπτοντας μιαν απόσταση 4700 χιλιομέτρων.[8]

Βιότοπος

Επεξεργασία
 
Circaetus gallicus

Βασική προϋπόθεση για την αναπαραγωγή των πληθυσμών του φιδαετού είναι η αφθονία σε ερπετά -κυρίως φίδια-, καθώς και η ύπαρξη μεμονωμένων δέντρων. Συχνάζει σε ξερά μέρη με αραιή ξυλώδη βλάστηση και πέτρες, όπως η μεσογειακή μακία γη, τα γκαρίγκ (garrigues) και οι περιοχές με φρύγανα. Γενικά, το ελληνικό τοπίο που περιλαμβάνει και τα τρία αυτά είδη οικοτόπων, είναι ιδανικό για τους φιδαετούς. Επιπλέον, μπορεί να παρατηρηθεί σε περιοχές με αραιά πεύκα και μικτά δάση[9], ενώ τα χωράφια αποτελούν ανοικτές περιοχές κατάλληλες για κυνήγι[10]. Στα ανατολικά της επικράτειάς του, βρίσκεται σε στεπώδεις περιοχές, ενώ στα βόρεια συχνάζει σε πυκνά και παραποτάμια δάση, ειδικά όταν συνορεύουν με βάλτους. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, εμφανίζεται σε ημι-άνυδρες περιοχές με αγκαθωτούς θάμνους, όπως η σαβάνα.

Οι περιοχές αναπαραγωγής του φιδαετού κυμαίνονται από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι το υψόμετρο των 2000 μέτρων περίπου,[11] ενώ περιστασιακά, στο Μαρόκο και την Ινδία, μπορεί να φθάσει ακόμη ψηλότερα.[5]

Η επικράτεια περιπλάνησης του είδους είναι συνήθως μεγάλη. Σε μια ισπανική μελέτη, ο μέσος όρος των 36 τετραγωνικών χιλιομέτρων βρέθηκε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του, με παρόμοια αποτελέσματα σε μελέτη που διεξήχθη στην Ιταλία.[11] Σε περίπτωση διεκδίκησης του χώρου δράσης, βρέθηκε ότι είναι απαραίτητη μία απόσταση τουλάχιστον 2 χιλιομέτρων από άτομα του ίδιου είδους, για να «αποφευχθούν επεισόδια», αν και σε πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές, όπως στη Δαδιά μετρήθηκαν χαμηλότερες αποστάσεις.[11]

Μορφολογία

Επεξεργασία

Ο φιδαετός είναι ένα σχετικά μεγάλο αρπακτικό πουλί που, μοιάζει κατά την πτήση με τις γερακίνες , αλλά είναι αρκετά μεγαλύτερος από αυτές. Απαντάται σε δύο χρωματικές φάσεις (colour phases), μία κοινή σκουρόχρωμη και μία αρκετά σπανιότερη, υπόλευκη.[12].

 
Ενήλικος Φιδαετός

Η ράχη έχει γενικά γκρί-καφέ χρώμα, και τα άνω καλυπτήρια φτερά είναι πιο ανοιχτόχρωμα, αλλά αυτό διακρίνεται μόνον από κοντινή απόσταση. Τα δευτερεύοντα ερετικά είναι σκουρότερα, ενώ τα πρωτεύοντα ερετικά είναι σχεδόν μαύρα στις άκρες τους. Η κοιλιακή επιφάνεια είναι πολύ ανοιχτόχρωμη -στην παρατήρηση κατά την πτήση φαίνεται σχεδόν λευκή-, αλλά υπάρχουν αραιές καφετί κηλίδες που, το μέγεθός τους μπορεί να ποικίλλει αρκετά.[6] Η μετρίου μεγέθους ουρά διαθέτει τρεις αχνές σκουρόχρωμες ταινίες που, από μακρινή απόσταση είναι πολύ δυσδιάκριτες.

Το γκρίζο-καφετί κεφάλι, όταν το πτηνό είναι στο έδαφος, φαίνεται πολύ μεγάλο σχετικά με το σώμα του, ενώ οι μεγάλοι οφθαλμοί με την κίτρινη ίριδα, μοιάζουν με εκείνους της κουκουβάγιας, αυτό όμως δεν είναι άμεσα ορατό κατά την πτήση. Τα πρασινογκρίζα πόδια δεν έχουν φτερά, είναι όμως καλυμμένα με μικρές δικτυωτές φολίδες,[13] ενώ οι μαύροι γαμψώνυχες είναι σχετικά κοντοί, για να μπορεί να συλλαμβάνει γλυστερά ερπετά.[14]

 
Το χαρακτηριστικό φολιδωτό πόδι του φιδαετού

Μήκος 75 εκατοστά βάρος 2 κιλά άνοιγμα φτερών 190εκ.

Τα δύο φύλα είναι σχεδόν όμοια (διαφέρουν ελάχιστα στο χρώμα). Ο φυλετικός διμορφισμός -τόσο κοινός στα αρπακτικά πτηνά- εδώ δεν υφίσταται, εκτός από το γεγονός ότι τα θηλυκά είναι λίγο βαρύτερα από τα αρσενικά.

Το φτερούγισμα του φιδαετού είναι πολύ χαρακτηριστικό, διότι είναι πολύ ισχυρό και εξαιρετικά αργό για ένα πτηνό του μεγέθους του, και συχνά περιγράφεται ως «πέταγμα σε αργή κίνηση» (slow motion flight).[15] Οι πτέρυγες, σε εμπρόσθια όψη, είναι κρατημένες σχεδόν σε ευθεία , παράλληλη με το έδαφος θέση.

 
Ενήλικος φιδαετός σε πτήση

Επίσης ο φιδαετός χρησιμοποιεί την τεχνική της αιώρησης (hanging) και της αιώρησης με λίκνισμα των φτερούγων (hovering) όταν κυνηγάει με συνθήκες δυνατού αέρα.[16]

Η διατροφή του φιδαετού είναι πολύ εξειδικευμένη. Τρέφεται κατά 84% με φίδια, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό είναι τρωκτικά (5%), σαύρες (4%) και μικρές χελώνες (4%).[17] Η ανατομία των ποδιών του είναι προσαρμοσμένη σ’αυτό (βλ. Μορφολογία) και οι φολίδες λειτουργούν προστατευτικά στα δαγκώματα -διότι δεν είναι απρόσβλητος στο δηλητήριο των φιδιών-, ενώ οι κοντοί γαμψώνυχες είναι εξαιρετικά βολικοί στη σύλληψη και συγκράτηση των ολισθηρών τους σωμάτων.[6][14] Προτιμάει να επιτίθεται σε μη δηλητηριώδη φίδια (Elaphe sp., Coluber sp., Natrix sp., κ.α.), αλλά έχουν καταγραφεί επιθέσεις και σε δηλητηριώδη (Vipera sp.). Στην περιοχή της Δαδιάς, τα μισά περίπου από τα φίδια που συμπεριλαμβάνονται στη διατροφή του φιδαετού, είναι Νερόφιδα (Natrix natrix) και ακολουθούνται από Σαπίτες (Malpolon insignitus).[18]

 
Νερόφιδο, από τα είδη που προτιμάει ο φιδαετός

Το μέγεθος των συλλαμβανομένων φιδιών, δεν φαίνεται να ξεπερνάει το 1 μέτρο,[17] αν και σε περιοχές της Ινδίας, έχουν παρατηρηθεί άτομα μήκους 1,8 μέτρων. Οι ημερήσιες διατροφικές ανάγκες ενός ενήλικου φιδαετού, είναι 1-2 φίδια μέσου μεγέθους ημερησίως. ενώ οι νεοσσοί χρειάζονται περίπου 200 γραμμάρια καθημερινά, που σημαίνει ότι, καθ’όλη τη διάρκεια παραμονής τους στη φωλιά, η συνολική ποσότητα ανέρχεται στα 11 κιλά, ή 270 φίδια, περίπου.[19]

Εκτός από φίδια, οι φιδαετοί επιτίθενται και σε σαύρες (4%) και μικρά θηλαστικά (1%),[6] ενώ εντελώς περιστασιακά μπορούν να συμπεριλάβουν έντομα, σαλιγκάρια, σκουλήκια και σκαθάρια στη λεία τους. Στη Δαδιά, στα δείγματα από τις σαύρες, βρέθηκαν κυρίως Pseudopus (Ophisaurus) apodus και Lacerta viridis.[18]

Αναπαραγωγή

Επεξεργασία

Ο φιδαετός αποκτά αναπαραγωγική ωριμότητα στα 3-4 χρόνια και είναι μονογαμικός στις περισσότερες περιπτώσεις. Η περίοδος αναπαραγωγής αρχίζει στην Ευρώπη περίπου στα μέσα Μαρτίου (στην Ελλάδα στα μέσα Απριλίου), ενώ στις ασιατικές περιοχές με το πέρας των μουσώνων, στις αρχές Νοεμβρίου. Η φωλιά είναι καινούργια κάθε χρόνο και, συνήθως είναι μία μικρή κατασκευή σε οριζόντια κλαδιά σε απόσταση 133 εκατοστά από τον κορμή [20] ή σπανιότερα στην κορυφή ενός δέντρου, μέσα σε δάσος.[6] Τα δέντρα, βελανιδιές ή πεύκα συνήθως, δεν είναι ιδιαίτερα ψηλά και οι φωλιές σπάνια βρίσκονται σε ύψος μεγαλύτερο των 10 μέτρων από το έδαφος [20], αλλά δεν διακρίνονται εύκολα. Πολύ πιό σπάνια, η φωλιά μπορεί να είναι απευθείας σε βράχια.[21] Έχει μέση διάμετρο 60 εκατοστών περίπου και, ύψος μόλις 30 εκατοστά, ενώ το υλικό επίστρωσης είναι φρέσκα πράσινα φύλλα ή βραχυκλάδια κωνοφόρων [20].

Η γέννα αποτελείται από 1 μόνο αυγό και η επώαση, που γίνεται στις πλείστες των περιπτώσεων από το θηλυκό, διαρκεί γύρω στις 47 ημέρες.Το αρσενικο προμηθεύει τροφή και για τους δύο και, όταν ο νεοσσός γίνει περίπου ενός μηνός, τότε το θηλυκό αρχίζει να πηγαινοέρχεται στη φωλιά. Ο νεοσσός είναι σε θέση, μετά από 3 εβδομάδες, να καταπιεί ολόκληρο φίδι 80 εκατοστών μήκους και 12 εκατοστών πάχους.[22] Το πρώτο φτέρωμα βγαίνει στις 25-30 ημέρες και ολοκληρώνεται στις 45 ημέρες περίπου. Στους δύο μήνες αφήνει τη φωλιά και πετάει στις 70-75 ημέρες, περίπου.[7][23].

Κατάσταση πληθυσμού

Επεξεργασία

Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί του φιδαετού μειώθηκαν δραματικά από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, λόγω του κυνηγιού και της απώλειας των βιοτόπων του. Το αποτέλεσμα ήταν, να εξαφανιστεί το είδος από ευρωπαϊκές χώρες, όπως Ολλανδία, Αυστρία, Ελβετία, κλπ. Σήμερα, φαίνεται να υπάρχει μια σχετική σταθερότητα στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου.[24]

Βασικές απειλές για το είδος αποτελούν η λαθροθηρία, οι πυρκαγιές (ειδικά στις Μεσογειακές χώρες) και η απομάκρυνση των ώριμων δέντρων που του στερούν σημαντικές θέσεις φωλιάσματος. Επίσης η εγκατάλειψη των εκτατικών μορφών γεωργίας και κυρίως η παρακμή των παραδοσιακών συστημάτων βόσκησης έχουν ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση των οικοτόπων στους οποίους κυνηγάει.[10][18][25]

Άλλες ονομασίες

Επεξεργασία

Στον ελλαδικό χώρο, ο φιδαετός απαντάται και με τις ονομασίες άσπρος αετός και φιδογέρακας ή φιδογέρακο.[26]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Thiollay, 1994
  2. Όντρια, σ. 82
  3. 3,0 3,1 Howard and Moore, p. 102
  4. http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=gallicus
  5. 5,0 5,1 Ferguson-Lees & Christie (2001), p. 446
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 80
  7. 7,0 7,1 Bakaloudis, D.E., C.G. Vlachos, G.J. Holloway (2005). «Nest spacing and breeding performance in Short-toed Eagle Circaetus gallicus in northeast Greece». Bird Study, 52, 330-338. 
  8. Bernd et al
  9. Bakaloudis, D.E, C. Vlachos, G.J. Holloway (2001). «Nest-site habitat selected by Short-toed Eagles Circaetus gallicus in Dadia Forest (northeastern Greece)». Ibis, 143, 391-401. 
  10. 10,0 10,1 Bakaloudis D.E. (2009). «Implications for conservation of foraging sites selected by Short-toed Eagles (Circaetus gallicus) in Greece». Ornis Fennica, 86, 89-96. 
  11. 11,0 11,1 11,2 Theodor Mebs und Daniel Schmidt
  12. B.Bruun, p. 76
  13. Όντρια, σ. 73
  14. 14,0 14,1 Κιόρτσης, σ. 163
  15. Forsman (1999), p. 157
  16. Bakaloudis, D.E. (2010). «Hunting strategies and foraging performance of the short-toed eagle in the Dadia-Lefkimi-Soufli National Park, north-east Greece». Journal of Zoology, 281, 168-174. 
  17. 17,0 17,1 Bakaloudis, D.E. & C.G. Vlachos (2011). «Feeding habits and provisioning rate of breeding short-toed eagles Circaetus gallicus in northeastern Greece». Journal of Biological Research, 16, 166-176. 
  18. 18,0 18,1 18,2 Bakaloudis D.E. et al. (1998). «Habitat use by short-toed eagles Circaetus gallicus and their reptilian prey during the breeding season in Dadia Forest (nort-eastern Greece)». Journal of Applied Ecology, 35, 821-828. 
  19. Glutz et al, p. 294
  20. 20,0 20,1 20,2 Bakaloudis, D., Vlachos, C. Holloway G. (2000). «Nest features and nest-tree characteristics of Short-toed Eagle (Circaetus gallicus) in the Dadia-Lefkimi-Soufli Forest, north-eastern Greece». Journal of Raptor Research, 34(4), 293-298.. 
  21. Glutz et al, p. 287
  22. Glutz et al, p. 293
  23. Harrison, p. 98
  24. Hans-Günther Bauer und Peter Berthold, p. 94
  25. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 19 Μαρτίου 2013. 
  26. Απαλοδήμος, σ. 21
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2001.
  • Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 3 , λήμμα «Αετός»
  • Δημητρίου Μπακαλούδη, Βιολογία Άγριας Πανίδας, Εκδόσεις Γιαχούδη, Θεσσαλονίκη 2008.
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Γ. Χανδρινού-Α. Δημητρόπουλου, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, εκδόσεις Ευσταθιάδη, Αθήνα, 1982.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
  • Bakaloudis, D.E, C.G. Vlachos and G.J. Holloway (1998) Habitat use by short-toed eagles Circaetus gallicus and their reptilian prey during the breeding season in Dadia Forest (north-eastern Greece). Journal of Applied Ecology, 35, 821-828.
  • Bakaloudis, D.E., C.G. Vlachos and G.J. Holloway (2000) Nest features and nest-tree characteristics of short-toed eagle (Circaetus gallicus) in the Dadia-Lefkimi-Soufli forest, north-eastern Greece. Journal of Raptor Research, 34(4), 293-298.
  • Bakaloudis, D.E., C.G. Vlachos, N.K. Papageorgiou and G.J. Holloway (2001) Nest-site habitat selected by Short-toed Eagles (Circaetus gallicus) in Dadia forest (north-eastern Greece). Ibis, 143, 391-401.
  • Bakalouis, D.E., C.G. Vlachos and G.J. Holloway (2005) Nest spacing and breeding performance in Short-toed Eagle Circaetus gallicus in northeast Greece. Bird Study, 52, 330-338.
  • Bakaloudis, D.E. (2009) Implications for conservation of foraging sites selected by Short-toed Eagles (Circaetus gallicus) in Greece. Ornis Fennica, 86, 89-96.
  • Bakaloudis, D.E. (2010) Hunting strategies and foraging performance of the Short-toed Eagle in the Dadia-Lefkimi-Soufli National Park, north-east Greece. Journal of Zoology, 281, 168-174.
  • Bakaloudis, D.E. and C.G. Vlachos (2011) Feeding habits and provisioning rate of breeding Short-toed Eagle (Circaetus gallicus) in northeastern Greece. Journal of Biological Research-Thessaloniki, 16, 166-176.
  • Hans-Günther Bauer und Peter Berthold: Die Brutvögel Mitteleuropas. Bestand und Gefährdung. Aula-Wiesbaden 1998 S. 94, ISBN 3-89104-613-8
  • Bernd-U. Meyburg, Christiane Meyburg & Jean-Claude Barbraud: Migration Strategies of an Adult Short-Toed Eagle Circaetus gallicus Trecked by Satellite In: Alauda 66 (1), 1998 : 39-48
  • Ferguson-Lees, James; Christie, David A. (2001). Raptors of the World. Illustrated by Kim Franklin, David Mead, and Philip Burton. Houghton Mifflin. ISBN 978-0-618-12762-7.
  • Dick Forsman: The Raptors of Europe and The Middle East. Christopher Helm London 2003. S. 156−166; ISBN 0-7136-6515-7
  • Urs N. Glutz von Blotzheim (Hrsg.): Handbuch der Vögel Mitteleuropas. Bearb. u. a. von Kurt M. Bauer und Urs N. Glutz von Blotzheim. 17 *Bde in 23 Tln. Akadem. Verlagsges., Frankfurt/M. 1966ff., Aula-Verlag, Wiesbaden 1985ff. (2.Aufl.). Bd. 4 Falconiformes. Aula-Verlag, *Wiesbaden 1989 (2.Aufl.). iS. 274-295, ISBN 3-89104-460-7
  • Theodor Mebs und Daniel Schmidt: Die Greifvögel Europas, Nordafrikas und Vorderasiens. Biologie, Kennzeichen, Bestände. Franckh-Kosmos Verlags GmbH&Co. KG, Stuttgart 2006. S. 331-339, ISBN 3-440-09585-1