Η Φινλανδοποίηση[1] είναι όρος στη διεθνή πολιτική σκηνή που περιγράφει την κατάσταση στην οποία περιήλθε η Φινλανδία μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Δηλαδή στη διατήρηση, ύστερα από ακρωτηριασμό, της εδαφικής ανεξαρτησίας αλλά με τίμημα την πειθήνια στάση της στη Σοβιετική Ένωση.[2]

Είναι η διαδικασία με την οποία μια ισχυρή χώρα αναγκάζει μια μικρότερη γειτονική χώρα να συμμορφώνεται με τους κανόνες εξωτερικής πολιτικής της ισχυρής χώρας, επιτρέποντάς της ταυτόχρονα να διατηρήσει την ανεξαρτησία της και το δικό της πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Η υιοθέτηση αυτής της στάσης ήταν απότοκο του φόβου ότι η μικρή χώρα οδηγούμενη σε σύρραξη με τη γείτονά της θα χάσει πολλά περισσότερα. Ο όρος αυτός αφορά τις ιστορικές σχέσεις της Φινλανδίας με τη Σοβιετική Ένωση. Μετά από μία σειρά ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ των δύο χωρών στο πρώτο μισό του αιώνα, η μεταπολεμική φινλανδική κυβέρνηση του Juho Kusti Paasikivi ακολούθησε μία πολιτική ευμενούς ουδετερότητας απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, η οποία μέσα από ένα πλέγμα συμφώνων συνεργασίας, καθώς και τη σύναψη προνομιακών οικονομικών σχέσεων, οδήγησε στο συντονισμό της εξωτερικής και εν μέρει της εσωτερικής πολιτικής της Φινλανδίας βάσει των απαιτήσεων της Σοβιετικής Ένωσης.

Ο όρος θεωρείται γενικά υποτιμητικός και προέρχεται από τη Δυτική Γερμανική πολιτική συζήτηση της δεκαετίας του 1960 και της δεκαετίας του 1970. Έτσι όπως χρησιμοποιήθηκε ο όρος στη Γερμανία και σε άλλες χώρες του ΝΑΤΟ, αναφερόταν στην απόφαση μιας χώρας να μην αμφισβητήσει έναν πιο ισχυρό γείτονα στην εξωτερική πολιτική, διατηρώντας παράλληλα την εθνική κυριαρχία. Χρησιμοποιείται συνήθως σε ό,τι αφορά τις πολιτικές της Φινλανδίας στη σχέση της με τη Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά μπορεί να παραπέμπει γενικότερα σε παρόμοιες διεθνείς σχέσεις, όπως η στάση της Δανίας έναντι της Γερμανίας μεταξύ 1871 και 1945 ή οι πολιτικές της ελβετικής κυβέρνησης με τη Ναζιστική Γερμανία μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[3]

Παραπομπές Επεξεργασία

Βιβλιογραφία Επεξεργασία