Φρίντριχ Νίτσε
Ο Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε (γερμ. Friedrich Wilhelm Nietzsche) (ελλ. Φρειδερίκος Γουλιέλμος Νίτσε) (Ραίκεν, 15 Οκτωβρίου 1844[1] – Βαϊμάρη, 25 Αυγούστου 1900[1]) ήταν σημαντικός Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος. Έγραψε κριτικά δοκίμια πάνω στη θρησκεία, την ηθική, τον πολιτισμό, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, δείχνοντας ιδιαίτερη κλίση στη χρήση μεταφορών, ειρωνείας και αφορισμών.
Οι κεντρικές ιδέες της φιλοσοφίας του Νίτσε περιλαμβάνουν τον «θάνατο του Θεού», την ύπαρξη του υπερανθρώπου, την ατέρμονη επιστροφή, τον προοπτικισμό καθώς και τη θεωρία της ηθικής κυρίων - δούλων. Αναφέρεται συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους. Η ριζική αμφισβήτηση από μέρους του της αξίας και της αντικειμενικότητας της αλήθειας έχει οδηγήσει σε αμέτρητες διαμάχες και η επίδρασή του παραμένει ουσιαστική, κυρίως στους κλάδους του υπαρξισμού, του μεταμοντερνισμού και του μεταστρουκτουραλισμού.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως κλασικός φιλόλογος, κάνοντας κριτικές αναλύσεις σε αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά κείμενα, προτού εντρυφήσει στη φιλοσοφία. Το 1869, σε ηλικία 24 ετών, διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στην έδρα της Κλασικής Φιλολογίας, όντας ο νεότερος που έχει πετύχει κάτι ανάλογο. Παραιτήθηκε το καλοκαίρι του 1879 εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που τον ταλάνιζαν σχεδόν όλη του τη ζωή. Σε ηλικία 44 ετών, το 1889, υπέστη νευρική κατάρρευση, η οποία αργότερα διεγνώσθη ως συφιλιδική «παραλυτική ψυχική διαταραχή», διάγνωση η οποία αμφισβητείται. Η επανεξέταση των ιατρικών φακέλων του Φρειδερίκου Νίτσε δείχνει ότι κατά πάσα πιθανότητα πέθανε από όγκο στον εγκέφαλο, ενώ η μετά θάνατον αρνητική φήμη του οφείλεται κυρίως στο αντι-ναζιστικό κύμα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ανέλαβε τη φροντίδα του η μητέρα του, μέχρι τον θάνατό της το 1897, και έπειτα η αδελφή του, Ελίζαμπεθ Φούρστερ-Νίτσε, μέχρι τον θάνατό του, το 1900.
Εκτός από τη φροντίδα του, η Ελίζαμπεθ Φούρστερ-Νίτσε ανέλαβε χρέη εκδότριας και επιμελήτριας των χειρογράφων του. Ήταν παντρεμένη με τον Μπέρναρντ Φούρστερ, ηγετική μορφή του αντισημιτικού μετώπου της γερμανικής ακροδεξιάς, και ξαναδούλεψε αρκετά από τα ανέκδοτα χειρόγραφα του Νίτσε υπό το φως των ιδεών του Φούρστερ, ριζικά αντίθετων από τις απόψεις του φιλόσοφου, οι οποίες ήταν ξεκάθαρα εναντίον του αντισημιτισμού και του εθνικισμού (βλ. Η κριτική του Νίτσε στον αντισημιτισμό και τον εθνικισμό). Εξ αιτίας των εκδόσεων της Φούρστερ-Νίτσε, ο Νίτσε έγινε συνώνυμο του γερμανικού μιλιταρισμού και του Ναζισμού.
Αρκετοί μελετητές του, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έχουν καταφέρει να αναστρέψουν την παρερμηνεία των ιδεών του. Παρ' όλα αυτά, οι πολιτικές του απόψεις και πεποιθήσεις παραμένουν αμφιλεγόμενες.
Βιογραφία
ΕπεξεργασίαΝεανικά χρόνια (1844-1864)
ΕπεξεργασίαΟ Νίτσε γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1844 και μεγάλωσε στην πόλη Ρέκεν (Röcken), κοντά στη Λειψία στην ευρύτερη πρωσική επαρχία της Σαξωνίας. Η ημερομηνία γέννησής του συνέπεσε χρονικά με τα 49α γενέθλια του βασιλιά της Πρωσίας, Φρίντριχ Βίλχελμ Δ΄, προς τιμήν του οποίου έλαβε και το όνομά του (αργότερα ο ίδιος έπαψε να χρησιμοποιεί το όνομα Βίλχελμ[2]). Ο πατέρας του, Καρλ Λούντβιχ Νίτσε (1813-1849), ήταν λουθηρανός πάστορας, ενώ η μητέρα του, Φραντσίσκα Αίλερ (1826-1897) ήταν κόρη του πάστορα Ντάβιντ Φρήντριχ Αίλερ. Ο Νίτσε ήταν το νεότερο από τα παιδιά της οικογένειας. Η αδελφή του Ελίζαμπεθ Τερέζα Αλεξάνδρα Νίτσε γεννήθηκε το 1846 παίρνοντας τα ονόματα τριών πριγκιπισσών και μαθητριών του πατέρα της, ενώ ακολούθησε η γέννηση του αδελφού του Λούντβιχ Ιωσήφ το 1848. Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του Νίτσε από εγκεφαλική ασθένεια το 1849, αλλά και τον χαμό του αδελφού του τον επόμενο χρόνο, η οικογένεια μετακόμισε στο Νάουμπουργκ. Εκεί διέμειναν όλοι με τη γιαγιά του Νίτσε, καθώς η μητέρα του δεν είχε τη δυνατότητα να συντηρήσει δικό της σπίτι.
Ο Νίτσε φοίτησε σε ένα δημοτικό σχολείο της πόλης μέχρι το 1854. Το σχολικό του πρόγραμμα περιελάμβανε κυρίως θρησκευτική αγωγή, ενώ παράλληλα ξεκίνησε μαθήματα λατινικών και αρχαίων ελληνικών, γλώσσες στις οποίες δεν εμφάνισε ιδιαίτερη κλίση. Το 1854, ξεκίνησε να φοιτά στο Dom Gymnasium, όπου αφού εξετάστηκε από το διευθυντή του γυμνασίου, μεταπήδησε αμέσως στη δεύτερη τάξη. Ήδη από τα παιδικά του χρόνια έγραφε ποιήματα και μικρά θεατρικά έργα, μέρος των οποίων φρόντιζε να φυλάσσει η αδελφή του. Αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του στο γράψιμο, επιδεικνύοντας μία πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, ενώ ήδη σε ηλικία 14 ετών ταξινόμησε τα ποιήματά του σε περιόδους. Στις 5 Οκτωβρίου 1858 εισήχθηκε στο Πφόρτα (Pforta ή Schulpforta), ένα από τα πιο φημισμένα σχολεία κλασικών σπουδών της Γερμανίας, θέση που του προσφέρθηκε έπειτα από εξέταση σχολικού επιθεωρητή στο Dom Gymnasium, ο οποίος επέλεξε τον νεαρό Νίτσε ανάμεσα σε άλλους μαθητές της σχολής. Αν και ήταν λουθηρανικό ίδρυμα, στο οποίο δινόταν έμφαση στην πειθαρχία των μαθητών, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Πφόρτα παρουσίαζε ομοιότητες με εκείνο των Ιησουιτών. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Πφόρτα, είχε πολύ καλές επιδόσεις στα μαθήματα, ενώ συνέχισε να γράφει ποιήματα στον προσωπικό του χρόνο, ασχολούμενος παράλληλα με τη μουσική, συμμετέχοντας στη σχολική χορωδία και γράφοντας δικές του μουσικές συνθέσεις. Μαζί με τον φίλο του Γκούσταφ Κρουγκ, ίδρυσε τον σύλλογο «Germania», ένα είδος λογοτεχνικής, μουσικής και επιστημονικής λέσχης, όπου κάθε μέλος υπέβαλλε απαραιτήτως ένα έργο τον μήνα, ποίημα, δοκίμιο, σχέδιο ή ακόμα και μουσική σύνθεση. Την ίδια περίοδο, ο Νίτσε ήρθε σε στενή επαφή με τη λογοτεχνία, εκτιμώντας ιδιαίτερα το έργο του Χαίλντερλιν, του Ανακρέοντα και του Σαίξπηρ. Παρά τη γενικευμένη αντίληψη του περιβάλλοντός του πως επρόκειτο να γίνει κληρικός, ο Νίτσε άρχισε σταδιακά να αμφισβητεί τον Χριστιανισμό και γύρω στο φθινόπωρο του 1862 είχε απορρίψει οριστικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σκεπτόμενος να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική.
Πανεπιστημιακές σπουδές (1864-1869)
ΕπεξεργασίαΣτις 7 Σεπτεμβρίου 1864 αποφοίτησε από το Πφόρτα και ξεκίνησε σπουδές κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Παράλληλα, γράφτηκε στο θεολογικό τμήμα του πανεπιστημίου με διάθεση να ασχοληθεί περισσότερο με τη φιλολογική κριτική του Ευαγγελίου και τις πηγές της Καινής Διαθήκης, γεγονός που είναι μάλλον ενδεικτικό των θρησκευτικών αμφιβολιών του, αλλά και της αδυναμίας του να ομολογήσει στην οικογένειά του πως δεν επιθυμούσε να γίνει ιερέας. Στη Βόννη ο Νίτσε προσχώρησε στη φοιτητική αδελφότητα «Franconia», που αποτελούσε ένα είδος συνάθροισης φιλολόγων. Συνέχισε τις θεολογικές του σπουδές μέχρι το Πάσχα του 1865, περίοδο κατά την οποία απέρριψε οριστικά τη θρησκευτική πίστη, με επιχειρήματα που αποτυπώνονται και σε επιστολή του προς την αδελφή του, στην οποία ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Κάθε αληθινή πίστη είναι αδιάψευστη, εκπληρώνει αυτό που ο πιστός ελπίζει να βρει σ' αυτήν, δεν προσφέρει όμως ούτε το ελάχιστο έρεισμα για τη θεμελίωση μιας αντικειμενικής αλήθειας [...] Θέλεις να επιδιώξεις ψυχική ηρεμία και ευτυχία, τότε πίστευε, θέλεις να είσαι ένας απόστολος της αλήθειας, τότε αναζήτησέ την.»[3]
Σημαντική επιρροή στον Νίτσε, πάνω στα ζητήματα της πίστης, φαίνεται πως άσκησε επίσης το έργο του Ντάβιντ Στράους, Η ζωή του Χριστού κριτικά επεξεργασμένη και η μεταγενέστερη έκδοση του έργου που εκδόθηκε το 1864 υπό τον τίτλο Η ζωή του Χριστού διασκευασμένη για τον γερμανικό λαό[4].
Το επόμενο διάστημα αφοσιώθηκε στις φιλολογικές του σπουδές υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Φρίντριχ Βίλχελμ Ριτσλ, τον οποίο ακολούθησε το φθινόπωρο του 1865 στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Στα τέλη Οκτωβρίου του 1865 ήρθε σε επαφή με το έργο του Σοπενχάουερ, το οποίο τον επηρέασε καθοριστικά. Εξίσου μεγάλη επίδραση στη φιλοσοφική του σκέψη είχε το έργο του Φρήντριχ Άλμπερτ Λάνγκε, Ιστορία του υλισμού (Geschichte des Materialismus), το οποίο ο Νίτσε θεωρούσε ως το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο των τελευταίων ετών. Τους επόμενους μήνες αφοσιώθηκε στις πανεπιστημιακές του μελέτες, αναλαμβάνοντας να ολοκληρώσει μία φιλολογική κριτική έκδοση πάνω στο έργο του Θεόγνιδος. Παράλληλα ήταν μέλος του φιλολογικού συλλόγου του Ριτσλ και παρέδιδε διαλέξεις στη φοιτητική λέσχη. Το 1867 κατατάχθηκε στο πυροβολικό σώμα του Νάουμπουργκ, όπου διακρίθηκε και πιθανόν να αποκτούσε τον βαθμό του λοχαγού αν δεν υφίστατο ένα σοβαρό τραυματισμό που έθεσε τέλος στη στρατιωτική του σταδιοδρομία. Επέστρεψε στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, και παρέμεινε ως επί πληρωμή φιλοξενούμενος του εκεί καθηγητή Φρίντριχ Καρλ Μπίντερμαν που ήταν και ο εκδότης της εφημερίδας Deutsche Aligemeine Zeitung, όπου ο Νίτσε εργάστηκε ως κριτικός όπερας. Παράλληλα προσελήφθη ως βιβλιοκριτικός του περιοδικού Literarisches Zentralblatt. Κατά τη δεύτερη παραμονή του στη Λειψία, συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, γνωριμία που διατηρήθηκε τα επόμενα χρόνια και τον επηρέασε σημαντικά, καθώς ο Βάγκνερ, του οποίου το έργο εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Νίτσε, αποτέλεσε ένα είδος πατρικής μορφής για εκείνον.
Καθηγητής στη Βασιλεία (1869-1879)
ΕπεξεργασίαΠριν ακόμα αποκτήσει τον διδακτορικό του τίτλο, ο Νίτσε επιλέχθηκε να καταλάβει την έδρα της κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, έχοντας την υποστήριξη του Ριτσλ. Ως καθηγητής αρχικά παρέδιδε διαλέξεις για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής ποίησης και για τις Χοηφόρους του Αισχύλου, ωστόσο αργότερα καταπιάστηκε και με θέματα που άπτονταν των προσωπικών του ενδιαφερόντων. Κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου (1870-71) υπηρέτησε εθελοντικά στο πλευρό της Πρωσίας, ως βοηθός νοσοκόμος, καθώς η διοίκηση του πανεπιστημίου δεν του επέτρεπε να γίνει στρατιώτης, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας του ήρθε σε επαφή με τη σκληρότητα του πολέμου, ενώ προσβλήθηκε και από αρκετές ασθένειες, οι οποίες επιβάρυναν ακόμα περισσότερο την ανέκαθεν ασθενική του υγεία.
Μετά την επιστροφή του στη Βασιλεία, ο αμείωτος ενθουσιασμός του για τον Σοπενχάουερ, ο θαυμασμός του για το έργο του Βάγκνερ και οι φιλολογικές σπουδές και μελέτες του συνδυάστηκαν και οδήγησαν στην έκδοση του πρώτου βιβλίου του, με τίτλο Η Γέννηση της Τραγωδίας (1872). Ο Βάγκνερ εκθείασε το έργο του Νίτσε, όπως και ο φίλος του (λίγο αργότερα καθηγητής φιλολογίας στο Κίελο) Έρβιν Ρόντε. Ωστόσο, η εχθρική κριτική του φιλόλογου Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς-Μέλεντορφ, ο οποίος επεσήμανε ανακρίβειες και παραλείψεις, καθώς και του καθηγητή φιλολογίας του πανεπιστημίου της Βόννης Ούζενερ, ο οποίος αποκάλεσε το βιβλίο «απόλυτη ανοησία», μετρίασαν τον βαθμό αποδοχής του στον ακαδημαϊκό κόσμο.
Κατά την παραμονή του στην Ελβετία μέχρι το 1879, ο Νίτσε επισκεπτόταν συχνά τον Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ όπου διέμενε. Την περίοδο 1873-1876, ολοκλήρωσε μία σειρά τεσσάρων δοκιμίων που εκδόθηκαν αργότερα σε μία συλλογή με τον γενικό τίτλο Ανεπίκαιροι στοχασμοί. Τα δοκίμια αυτά πραγματεύονταν γενικότερα τον σύγχρονο γερμανικό πολιτισμό, εστιάζοντας στο έργο του Νταβίντ Στράους (Νταβίντ Στράους: Ο ομολογητής και ο συγγραφέας), στην κοινωνική αξία της ιστοριογραφίας (Για τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της ιστορίας για τη ζωή), στον Σοπενχάουερ (Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός) και τέλος στον Βάγκνερ (Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ). Για τον Νίτσε, ο Σοπενχάουερ και ο Βάγκνερ αποτελούσαν φωτεινά παραδείγματα για την ανάπτυξη ενός νέου πολιτισμικού κινήματος που συνέδεε τη μουσική, τη φιλοσοφία και την κλασική φιλολογία. Αργότερα, μετά την απογοητευτική παραγωγή του φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ το 1876, όπου παρουσιάστηκε το Δαχτυλίδι, άρχισε να επέρχεται ρήξη στη σχέση του με τον Βάγκνερ. Το 1878, κατά την τελευταία περίοδο της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας, ο Νίτσε ολοκλήρωσε το βιβλίο με τίτλο Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο (Menschliches, Allzumenschliches), έργο που επισημοποιούσε τη ρήξη αυτή[5], σηματοδοτώντας συγχρόνως μία μεταστροφή και διαφοροποίηση των φιλοσοφικών του ιδεών. Το επόμενο διάστημα, η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά: υπέφερε από ημικρανίες, που οφείλονταν σε βλάβη του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια του, γεγονός που τον ανάγκασε τελικά να υποβάλει παραίτηση από το πανεπιστήμιο, στις 2 Μαΐου 1879, καθώς αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.
Τελευταία χρόνια (1879-1900)
ΕπεξεργασίαΑπελευθερωμένος από τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις, ο Νίτσε πέρασε τα επόμενα χρόνια ταξιδεύοντας συχνά σε πόλεις της Ελβετίας, της Γερμανίας ή της Ιταλίας και αναζητώντας κάθε φορά ένα αναζωογονητικό κλίμα που θα βοηθούσε να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας του. Σημαντική βοήθεια του προσέφερε ο πρώην μαθητής του, Πέτερ Γκαστ, ο οποίος είχε εξελιχθεί σε ένα είδος προσωπικού γραμματέα του Νίτσε, καθώς και ο καθηγητής θεολογίας Φραντς Όβερμπεκ μαζί με τη Μαλβίντα φον Μέιζενμπουγκ, γνώριμή του από την περίοδο φιλίας του με τον Βάγκνερ. Τις καλοκαιρινές περιόδους επισκεπτόταν συχνά τα ορεινά θέρετρα του Sils-Maria ή του Σαιν Μόριτς, ενώ τους χειμώνες κύριοι σταθμοί στις μετακινήσεις του υπήρξαν οι ιταλικές πόλεις Γένοβα, Τορίνο, Ραπάλλο, καθώς και η γαλλική Νις. Κατά διαστήματα επέστρεφε στο Νάουμπουργκ, όπου επισκεπτόταν την οικογένειά του. Η περίοδος αυτή υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγική για τον Νίτσε, παρά τις κρίσεις της ασθένειάς του και τη βαριά κατάθλιψη στην οποία υπέκυπτε κατά διαστήματα. Από το 1881, δημοσίευε ένα ολοκληρωμένο βιβλίο, ή σημαντικό μέρος του, ανά έτος, μέχρι το 1888. Στο διάστημα αυτό ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, όπως η Αυγή (1881), η Χαρούμενη επιστήμη (1882), Τάδε έφη Ζαρατούστρα (1883-85), Πέρα από το καλό και το κακό (1886) και Η γενεαλογία της Ηθικής (1887). Τα τελευταία δημιουργικά του χρόνια συνέπεσαν με την ολοκλήρωση και έκδοση των έργων Το λυκόφως των ειδώλων (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1888), Αντίχριστος (Σεπτέμβριος 1888), Ίδε ο άνθρωπος (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1888) και Νίτσε εναντίον Βάγκνερ (Δεκέμβριος 1888).
Στις 3 Ιανουαρίου 1889 υπέστη νευρική κατάρρευση, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο του Τορίνο. Αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα, σύμφωνα με μία διαδεδομένη εκδοχή, ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου για να καταρρεύσει αμέσως μετά[6][7]. Τις επόμενες ημέρες απέστειλε πολυάριθμες επιστολές σε οικεία πρόσωπα, που φανέρωναν την ψυχική διαταραχή του, υπογράφοντας άλλοτε ως «ο Εσταυρωμένος» και άλλοτε ως «Διόνυσος». Στις 10 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική της Βασιλείας και λίγες ημέρες αργότερα, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, σε κλινική της Ιένας, όπου οι γιατροί διέγνωσαν «παραλυτική ψυχική διαταραχή». Ο λόγος του ήταν παραληρηματικός και τον διακατείχαν παραισθήσεις μεγαλείου, κατά τις οποίες αυτοαποκαλείτο δούκας του Κάμπερλαντ, Κάιζερ ή Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄, συνοδευόμενες συχνά από περιστατικά βίαιης συμπεριφοράς. Στις 24 Μαρτίου 1890 πήρε εξιτήριο από την κλινική και λίγο αργότερα ανεχώρησε μαζί με τη μητέρα του για το Νάουμπουργκ.
Την ίδια περίοδο η ζήτηση για τα βιβλία του αυξήθηκε σημαντικά. Η αδελφή του, Ελίζαμπετ, ματαίωσε τα σχέδια για μία έκδοση με τα άπαντα του Νίτσε σε επιμέλεια του Πέτερ Γκαστ, επειδή επιθυμούσε να είναι εκείνη η βιογράφος του αδελφού της. Οργάνωσε παράλληλα ένα αρχείο με όλα τα χειρόγραφα και το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας του, ενώ όρισε ως επιμελητή τον Φριτς Καίγκελ αντί του Γκαστ. Τον Δεκέμβριο του 1895 εξασφάλισε επίσης όλα τα δικαιώματα των έργων του Νίτσε, που μέχρι πρότινος κατείχε η μητέρα του.
Μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1897, ο Νίτσε έζησε στη Βαϊμάρη μαζί με την αδελφή του. Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 25 Αυγούστου 1900 πέθανε από πνευμονία σε ηλικία 55 ετών. Τα συμπτώματά του οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η ασθένειά του ήταν συφιλιδική (αυτή ήταν η αρχική διάγνωση στις κλινικές της Βασιλείας και της Ιένας), ωστόσο παραμένουν αδιευκρίνιστα τα ακριβή αίτια της διαταραχής του. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο του Ραίκεν και ακολουθήθηκε η παραδοσιακή λουθηρανική τελετουργία, σύμφωνα με επιθυμία της αδελφής του.
Έργο
ΕπεξεργασίαΟ Αδόλφος Χίτλερ παρερμήνευσε τα νιτσεϊκά έργα για να οικοδομήσει τη θεωρία τού εθνικοσοσιαλισμού ή ναζισμού , αλλοιώνοντας τα νοήματα της διδασκαλίας του Νίτσε, που κεντρική τους ιδέα σε γενικές γραμμές είχαν να υπερβεί κάθε άνθρωπος τον ατελή εαυτό του και να εξελιχθεί σε έναν ανώτερο πνευματικά και σωματικά άνθρωπο (τον υπεράνθρωπο), που θα ξεπερνά τις παλιές αξίες και θα δημιουργήσει νέες δικές του αξίες. Το πρότυπο της Αρείας φυλής βασίστηκε πάνω στον Υπεράνθρωπο («Τάδε έφη Ζαρατούστρα»), το σημαντικότερο ίσως έργο του Νίτσε. Ο Νίτσε όμως, καθώς φαίνεται και μέσα από τα έργα του, υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των εθνικιστικών, όσο και κάθε είδους αντισημιτικών τάσεων. Ο Ζαρατούστρα είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και όχι προς το απάνθρωπο[8]. Εξάλλου και ο ίδιος ο Νίτσε προέβλεψε ότι τα έργα του θα παρερμηνευθούν και ότι δύσκολα θα υπάρξει κάποιος που θα τα κατανοήσει σε βάθος. Ο ίδιος θα πει: «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν».
Το νιτσεϊκό έργο ήταν μια κραυγή μέσα στη βαθιά νύχτα των ανθρώπων. Ο ίδιος παρατηρούσε πως για να σε ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά. Γι' αυτό άλλωστε και πολλές φορές βρίσκουμε στα έργα του έκδηλη την περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα. Δεν ήταν κακία ή μικρότητα, αλλά μια φωνή που ήθελε σφόδρα να ακουστεί στα αυτιά και τις συνειδήσεις όλων.
Πέθανε στα 1900, πιστεύοντας ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο. Αυτά που είπε στους ανθρώπους τα παρομοίαζε με πρωτόγνωρα λόγια του ανέμου, με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη. Ήταν βαθιά ριζωμένη στη συνείδησή του η πίστη ότι οι άλλοι θα αδυνατούσαν να κατανοήσουν τα «άσματά» του: «Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε 'Κατάρα του Τροβαδούρου';»
Δεν πρόφτασε να χτίσει εκείνη τη γέφυρα που πάντα επιθυμούσε, από τον Άνθρωπο στον Υπεράνθρωπο. Οι προσδοκίες του όμως από το ανθρώπινο είδος ποτέ δεν έπαψαν να είναι μεγάλες. Όταν ρωτήθηκε τι είναι αυτό που αγαπάει στους άλλους, απάντησε: «Τις ελπίδες μου».
Θέλημα
ΕπεξεργασίαΣτην Θελημιτική Θρησκεία, ο Νίτσε είναι άγιος της Γνωστικής Καθολικής Εκκλησίας.[9]
Επιρροή
ΕπεξεργασίαΟ Νίτσε επηρέασε τη σκέψη πολλών στοχαστών που ακολούθησαν σε παγκόσμια κλίμακα, όπως του Νίκου Καζαντζάκη. Η επιρροή του Νίτσε στον Καζαντζάκη είναι ιδιαίτερα εμφανής στο έργο του Ασκητική. [10] Ως φιλόλογος, ο Νίτσε γνώριζε σε βάθος την ελληνική φιλοσοφία. Διάβασε τον Καντ, τον Πλάτωνα, τον Μιλλ, τον Σοπενχάουερ και τον Σπιρ, οι οποίοι έγιναν οι κύριοι αντίπαλοι της φιλοσοφίας του, ενώ αργότερα ασχολήθηκε, μέσω του έργου του Κούνο Φίσερ κυρίως, με τη σκέψη του Μπαρούχ Σπινόζα, τον οποίο θεωρούσε «πρόδρομό» του από πολλές απόψεις αλλά και προσωποποίηση του «ασκητικού ιδεώδους» από άλλες. Ωστόσο, ο Νίτσε αναφερόταν στον Καντ ως «ηθικό φανατικό», στον Πλάτωνα ως «βαρετό», στον Μιλλ ως «ανεγκέφαλο» και για τον Σπινόζα αναρωτιόταν: «Πόση προσωπική δειλία και ευαλωτότητα προδίδει αυτή η μεταμφίεση ενός αρρωστημένου ερημίτη;» Ομοίως εξέφρασε περιφρόνηση για τη Βρετανίδα συγγραφέα Τζορτζ Έλιοτ. Η φιλοσοφία του Νίτσε, αν και καινοτόμος και επαναστατική, ήταν χρεωμένη σε πολλούς προκατόχους της. Όσο εργαζόταν στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, ο Νίτσε έδωσε διαλέξεις για προ-πλατωνικούς φιλοσόφους για αρκετά χρόνια, και το κείμενο αυτής της σειράς διαλέξεων έχει χαρακτηριστεί ως «χαμένος κρίκος» στην ανάπτυξη της σκέψης του. «Σε αυτό, έννοιες όπως η θέληση για εξουσία, η αιώνια επιστροφή του ίδιου, ο υπεράνθρωπος, η γκέι επιστήμη, η αυτο-υπερπήδηση κ.ο.κ. λαμβάνουν πρόχειρες, ανώνυμες διατυπώσεις και συνδέονται με συγκεκριμένους προ-πλατωνικούς, ιδίως με τον Ηράκλειτο, ο οποίος αναδεικνύεται ως ένας προ-πλατωνικός Νίτσε.»Ο προσωκρατικός στοχαστής Ηράκλειτος ήταν γνωστός για την απόρριψη της έννοιας του όντος ως σταθερής και αιώνιας αρχής του σύμπαντος και την υιοθέτηση της «ροής» και της αδιάκοπης αλλαγής. Ο συμβολισμός του για τον κόσμο ως «παιδικό παιχνίδι» που χαρακτηρίζεται από τον ανήθικο αυθορμητισμό και την έλλειψη συγκεκριμένων κανόνων εκτιμήθηκε από τον Νίτσε. Λόγω των ηρακλειτικών συμπάθειών του, ο Νίτσε ήταν επίσης ένας σφοδρός επικριτής του Παρμενίδη, ο οποίος, σε αντίθεση με τον Ηράκλειτο, θεωρούσε τον κόσμο ως ένα ενιαίο, αμετάβλητο Ον. Στο έργο του Ο εγωισμός στη γερμανική φιλοσοφία, ο George Santayana υποστήριξε ότι ολόκληρη η φιλοσοφία του Νίτσε ήταν μια αντίδραση στον Σοπενχάουερ. Ο Santayana έγραψε ότι το έργο του Νίτσε ήταν «μια διόρθωση του έργου του Σοπενχάουερ. Η θέληση για ζωή θα γινόταν η θέληση για κυριαρχία- ο πεσιμισμός που στηρίζεται στον στοχασμό θα γινόταν αισιοδοξία που στηρίζεται στο θάρρος- η αναμονή της θέλησης στον στοχασμό θα υποχωρούσε σε μια πιο βιολογική εξήγηση της νοημοσύνης και του γούστου- τέλος, στη θέση του οίκτου και του ασκητισμού (οι δύο αρχές της ηθικής του Σοπενχάουερ) ο Νίτσε θα έθετε το καθήκον της διεκδίκησης της θέλησης με κάθε κόστος και της σκληρής αλλά όμορφης δύναμης. Αυτά τα σημεία διαφοράς από τον Σοπενχάουερ καλύπτουν ολόκληρη τη φιλοσοφία του Νίτσε".
Η επιφανειακή ομοιότητα του Übermensch του Νίτσε με τον Ήρωα του Τόμας Καρλάιλ, καθώς και το ρητορικό πεζογραφικό ύφος των δύο συγγραφέων έχει οδηγήσει σε εικασίες σχετικά με το βαθμό στον οποίο ο Νίτσε μπορεί να επηρεάστηκε από την ανάγνωση του Καρλάιλ.Ο Τζ. Κ. Τσέστερτον πίστευε ότι «Από [τον Καρλάιλ] πηγάζει το μεγαλύτερο μέρος της φιλοσοφίας του Νίτσε», διευκρινίζοντας τη δήλωσή του προσθέτοντας ότι ήταν «βαθιά διαφορετικοί» ως προς το χαρακτήρα. Η Ruth apRoberts έχει δείξει ότι ο Καρλάιλ πρόλαβε τον Νίτσε υποστηρίζοντας τη σημασία της μεταφοράς (με τη θεωρία της μεταφοράς-μυθοπλασίας του Νίτσε να «φαίνεται ότι οφείλει κάτι στον Καρλάιλ»), αναγγέλλοντας τον θάνατο του Θεού και αναγνωρίζοντας τόσο το Entsagen (παραίτηση) του Γκαίτε όσο και το Selbsttödtung (αυτοακύρωση) του Νόβαλις ως προϋποθέσεις για την ενασχόληση με τη φιλοσοφία. Ο apRoberts γράφει ότι «ο Νίτσε και ο Καρλάιλ είχαν τις ίδιες γερμανικές πηγές, αλλά ο Νίτσε μπορεί να οφείλει στον Καρλάιλ περισσότερα απ' όσα θέλει να παραδεχτεί», σημειώνοντας ότι «[ο Νίτσε] μπαίνει στον κόπο να αποκηρύξει τον Καρλάιλ με κακόβουλη έμφαση.» Ο Ralph Jessop, ανώτερος λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, υποστήριξε πρόσφατα ότι μια επανεκτίμηση της επιρροής του Καρλάιλ στον Νίτσε είναι «εδώ και καιρό καθυστερημένη»
Ο Νίτσε εξέφρασε το θαυμασμό του για τους Γάλλους ηθικολόγους του 17ου αιώνα, όπως ο Λα Ροσεφουκώ, ο Λα Μπρυγιέρ και ο Βουβενάργκ, καθώς και για τον Σταντάλ.Ο οργανικισμός του Πολ Μπουρζέ επηρέασε τον Νίτσε, όπως και ο οργανικισμός του Ρούντολφ Βίρκοου και του Άλφρεντ Εσπίνας.Το 1867 ο Νίτσε έγραψε σε μια επιστολή του ότι προσπαθούσε να βελτιώσει το γερμανικό του στυλ γραφής με τη βοήθεια του Λέσινγκ, του Λίχτενμπεργκ και του Σοπενχάουερ. Πιθανότατα ήταν ο Λίχτενμπεργκ (μαζί με τον Πολ Ρε), του οποίου το αφοριστικό στυλ γραφής συνέβαλε στη χρήση του αφορισμού από τον ίδιο τον Νίτσε. Ο Νίτσε έμαθε νωρίς για τον δαρβινισμό μέσω του Φρίντριχ Άλμπερτ Λάνγκε. Τα δοκίμια του Ραλφ Γουάλντο Έμερσον είχαν βαθιά επίδραση στον Νίτσε, ο οποίος «αγάπησε τον Έμερσον από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο», έγραψε «Ποτέ δεν ένιωσα τόσο οικεία σε ένα βιβλίο» και τον αποκάλεσε «[τον] συγγραφέα που ήταν πιο πλούσιος σε ιδέες σε αυτόν τον αιώνα μέχρι τώρα». Ο Ιππολύτης Τάιν επηρέασε την άποψη του Νίτσε για τον Ρουσσώ και τον Ναπολέοντα. Αξίζει να σημειωθεί ότι διάβασε επίσης μερικά από τα μεταθανάτια έργα του Σαρλ Μποντλέρ, το Η θρησκεία μου του Τολστόι, τη ζωή του Ιησού του Ερνέστ Ρενάν και τους Δαίμονες του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Ο Νίτσε αποκάλεσε τον Ντοστογιέφσκι «τον μοναδικό ψυχολόγο από τον οποίο έχω κάτι να μάθω». Ενώ ο Νίτσε δεν αναφέρει ποτέ τον Μαξ Στίρνερ, οι ομοιότητες στις ιδέες τους έχουν ωθήσει μια μειοψηφία ερμηνευτών να υποδείξουν μια σχέση μεταξύ των δύο.
Το 1861, ο Νίτσε έγραψε ένα ενθουσιώδες δοκίμιο για τον «αγαπημένο του ποιητή», τον Φρίντριχ Χόλντερλιν, ο οποίος ήταν ως επί το πλείστον ξεχασμένος εκείνη την εποχή. Εξέφρασε επίσης βαθιά εκτίμηση για το Indian Summer του Στίφτερ, τον Μάνφρεντ του Μπάιρον και τον Τομ Σόγιερ του Τουέιν. Μια μετάφραση του Louis Jacolliot της έκδοσης της Καλκούτας του αρχαίου ινδουιστικού κειμένου που ονομάζεται Manusmriti αναθεωρήθηκε από τον Friedrich Nietzsche. Την σχολίασε τόσο θετικά όσο και αρνητικά:
Το θεώρησε «ένα ασύγκριτα πνευματικό και ανώτερο έργο» από τη χριστιανική Βίβλο, παρατήρησε ότι «ο ήλιος λάμπει σε ολόκληρο το βιβλίο» και απέδωσε την ηθική του προοπτική στις «ευγενείς τάξεις, τους φιλοσόφους και τους πολεμιστές, [που] στέκονται πάνω από τη μάζα» Ο Νίτσε δεν υποστηρίζει ένα σύστημα κάστας, δηλώνει ο David Conway, αλλά επικροτεί τον πολιτικό αποκλεισμό που μεταφέρει το κείμενο του Manu. Ο Νίτσε θεωρούσε την κοινωνική τάξη του Μανού κάθε άλλο παρά τέλεια, αλλά θεωρεί τη γενική ιδέα του συστήματος των καστών φυσική και σωστή και δήλωσε ότι «η τάξη των καστών, η τάξη των βαθμών είναι απλώς μια φόρμουλα για τον υπέρτατο νόμο της ίδιας της ζωής», μια «φυσική τάξη, η κατ' εξοχήν νομιμότητα». Σύμφωνα με τον Νίτσε, δηλώνει ο Τζούλιαν Γιανγκ, «η φύση, όχι ο Μανού, διαχωρίζει μεταξύ τους: ανθρώπους κυρίως πνευματικούς, ανθρώπους που χαρακτηρίζονται από μυϊκή και ιδιοσυγκρασιακή δύναμη και μια τρίτη ομάδα ανθρώπων που δεν διακρίνονται με κανέναν από τους δύο τρόπους, τον μέσο όρο». Έγραψε ότι «Το να ετοιμάζεις ένα βιβλίο νόμων στο ύφος του Μανού σημαίνει να δίνεις σε έναν λαό το δικαίωμα να γίνει μια μέρα κύριος, να γίνει τέλειος, - να φιλοδοξεί να φτάσει στην υψηλότερη τέχνη της ζωής». Ο Νόμος του Μανού επικρίθηκε επίσης από τον Νίτσε. Ο Νίτσε γράφει: «αυτοί οι κανονισμοί μας διδάσκουν αρκετά, σε αυτούς βρίσκουμε για μια φορά την Άρια ανθρωπότητα, αρκετά καθαρή, αρκετά αρχέγονη, μαθαίνουμε ότι η έννοια του καθαρού αίματος είναι το αντίθετο μιας ακίνδυνης έννοιας»[...].
Οι πρώτες πρακτικές εμπειρίες του Νίτσε με τον χριστιανισμό προήλθαν από τα νεανικά του χρόνια σε ένα εφημέριο και μικροαστικό, ευσεβές «γυναικείο σπίτι». Σύντομα ανέπτυξε μια κριτική άποψη και διάβασε τα γραπτά του Λούντβιχ Φόιερμπαχ και του Ντέιβιντ Φρίντριχ Στράους. Το πότε ακριβώς άρχισε αυτή η αποξένωση από την οικογένεια και ποια επιρροή είχε στην περαιτέρω πορεία της σκέψης και της ζωής του Νίτσε αποτελεί αντικείμενο μιας διαρκούς συζήτησης στην έρευνα για τον Νίτσε. Ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του είναι πιθανό να επηρέασε τον Νίτσε, τουλάχιστον ο ίδιος αναφερόταν συχνά στη σημασία του γι' αυτόν. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι ο ίδιος ελάχιστα τον γνώριζε, αλλά σχημάτισε μια εξιδανικευμένη εικόνα του πατέρα του από οικογενειακές ιστορίες. Ως ένας φιλικός και δημοφιλής, αλλά σωματικά αδύναμος και άρρωστος επαρχιώτης ιερέας, εμφανίζεται ξανά και ξανά στις αυτοαναλύσεις του Νίτσε. Ήδη από τα νεανικά του χρόνια, ο Νίτσε εντυπωσιάστηκε από τα γραπτά του Ραλφ Γουάλντο Έμερσον και του Λόρδου Βύρωνα και επέλεξε τον Χόλντερλιν, ο οποίος ήταν ταμπού εκείνη την εποχή, ως αγαπημένο του ποιητή. Διάβασε κατ' ιδίαν το έργο του Μακιαβέλι «Ο πρίγκιπας», ενώ ήταν ακόμη στο σχολείο. Η έκταση της επιρροής του ποιητή Ερνστ Ορτλέπ ή των ιδεών του Μαξ Στίρνερ ή του νεανικού εγελιανισμού στο σύνολό του στον Νίτσε αμφισβητείται. Η επιρροή του Ortlepp έχει τονιστεί κυρίως από τον Hermann Josef Schmidt. Η επιρροή του Στίρνερ στον Νίτσε συζητείται από τη δεκαετία του 1890. Ορισμένοι ερμηνευτές είδαν το πολύ μια φευγαλέα αναγνώριση, ενώ άλλοι, κυρίως ο Eduard von Hartmann, τον κατηγόρησαν για λογοκλοπή. Ο Bernd A. Laska υποστηρίζει τη θέση του outsider ότι ο Νίτσε πέρασε μια «αρχική κρίση» ως αποτέλεσμα της συνάντησής του με το έργο του Στίρνερ, το οποίο του μετέφερε ο νεαρός εγελιανός Eduard Mushacke, και το οποίο τον οδήγησε στον Σοπενχάουερ. Σπουδάζοντας φιλολογία με τον Ritschl, ο Νίτσε εξοικειώθηκε όχι μόνο με τα ίδια τα κλασικά έργα, αλλά κυρίως με τις φιλολογικές-επιστημονικές μεθόδους. Από τη μία πλευρά, αυτό πιθανώς επηρέασε τη μεθοδολογία των γραπτών του, κάτι που είναι ιδιαίτερα εμφανές στη Γενεαλογία των ηθών, αλλά από την άλλη πλευρά επηρέασε και την εικόνα του για την αυστηρή επιστήμη ως επίπονη εργασία για μέτρια μυαλά. Η μάλλον αρνητική του στάση απέναντι στον ακαδημαϊκό κόσμο των πανεπιστημίων βασίστηκε αναμφίβολα στις δικές του εμπειρίες τόσο ως φοιτητής όσο και ως καθηγητής. Στο πανεπιστήμιο, ο Νίτσε προσπάθησε να πείσει τον Jacob Burckhardt, τον οποίο εκτιμούσε πολύ, να του μιλήσει, διάβασε μερικά από τα βιβλία του και άκουσε τις διαλέξεις του συναδέλφου του. Είχε μια ζωηρή ανταλλαγή ιδεών με τον φίλο του Φραντς Όβερμπεκ κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Βασιλεία, ενώ ο Όβερμπεκ τον βοήθησε και αργότερα σε θέματα θεολογίας και εκκλησιαστικής ιστορίας. Ο Νίτσε χρησιμοποίησε έργα γνωστών συγγραφέων όπως ο Σταντάλ, ο Τολστόι και ο Ντοστογιέφσκι για τη δική του σκέψη, καθώς και έργα λιγότερο γνωστών συγγραφέων όπως ο William Edward Hartpole Lecky ή ειδικών μελετητών όπως ο Julius Wellhausen. Διάβασε και αξιολόγησε την George Sand, τον Gustave Flaubert και τους αδελφούς Goncourt, για παράδειγμα, για να πληροφορηθεί τις απόψεις του για τη σύγχρονη ντεκαντέντσα. Τέλος, το ενδιαφέρον του Νίτσε για τις θετικές επιστήμες μπορεί να ανιχνευθεί από τη φυσική (ιδίως το σύστημα του Ρότζερ Τζόζεφ Μπόσκοβιτς) έως τα οικονομικά. Στον πρόλογο της Γενεαλογίας των ηθών, ο Νίτσε αναφέρεται στην ιδιαίτερη σημασία της κριτικής εξέτασης του βιβλίου του Πολ Ρε Η προέλευση των ηθικών συναισθημάτων (1877). Για τις γνώσεις του στη φυσιολογία, επίσης στην κριτική εξέταση του δαρβινισμού, ο Νίτσε βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο έργο Der Kampf der Theile im Organismus. Ein Beitrag zur Vervollständigung der mechanischen Zweckmäßigkeitslehre του ανατόμου Wilhelm Roux. Πίστευε επίσης ότι οι ασθένειές του του είχαν δώσει καλύτερες γνώσεις ιατρικής, φυσιολογίας και διαιτολογίας από κάποιους γιατρούς του.
Τα έργα του στη νεοελληνική γλώσσα
Επεξεργασία- Gedanken über die Zukunft unserer Bildungsanstalten (Το μέλλον της παιδείας μας, 1872). (Πέντε διαλέξεις). Μετάφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, 1980. β΄έκδοση: Μαθήματα για την παιδεία, εκδ."Printa", Αθήνα, 1998.
- Οι Σημειώσεις για τον "Ζαρατούστρα". Εισαγωγή - Μετάφραση - Σχόλια Γιάννης Τζαβάρας. εκδ. "Παπαζήση", Αθήνα 2016. ISBN 978-960-02-3145-8
- Die Geburt der Tragödie (Η γέννηση της τραγωδίας, 1872). Έχει μεταφραστεί από τους: Νίκο Καζαντζάκη (1978), Κ.Λ. Μεραναίο, χ.χ., Ελένη Καλκάνη (εκδ. «Δαμιανός», Αθήνα χ.χ.), Ζήση Σαρίκα (εκδ. «Νησίδες», Σκόπελος 2001) και Γ. Λάμψα (εκδ. «Κάκτος», Αθήνα 2006).
- Die Philosophie im tragischen Zeitalter der Griechen («Η φιλοσοφία στην τραγική εποχή των Ελλήνων», 1873). α) Μετάφρ. Αιμίλιος Χουρμούζιος (Η γέννηση της φιλοσοφίας στα χρόνια της ελληνικής τραγωδίας), εκδ. Μαρή & Κοροντζή, 1944. β) «Εκδοτική Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη 2006 (1η έκδ., 1993), γ) Μετάφρ. Βαγγέλης Δουβαλέρης, Επιμελητής: Ήρκος Αποστολίδης «Η Φιλοσοφία στα Χρόνια της Αρχαιοελληνικής Τραγωδίας - Οι προπλατωνικοί φιλόσοφοι και σημειώσεις (1867-75)» Εκδόσεις: Gutenberg (2013) Αρχειοθετήθηκε 2020-01-08 στο Wayback Machine.
- Unzeitgemässe Betrachtungen (Ανεπίκαιροι στοχασμοί, 1873-6). Εισαγωγή-μετάφρ. Ι.Σ. Χριστοδούλου. «Εκδοτική Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη 1996 (2η έκδ., 2006).
- Menschliches, Allzumenschliches (Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, 1878). 2 τόμοι, Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη, εκδ. «Δαμιανός», Αθήνα, χ.χ.
- Morgenröte (Η Αυγή, 1881). Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη, εκδ. «Δαμιανός», Αθήνα, χ.χ.
- Die fröhliche Wissenschaft (Η χαρούμενη επιστήμη, 1882-1887). α) Μετάφρ. Μίνα Ζωγράφου, εκδ. «Δαρεμά», Αθήνα 1961. β) Μετάφρ. Ζήσης Σαρίκας, Θεσσαλονίκη 1987 (β΄ έκδ. «Νησίδες», Θεσσαλονίκη 2004). γ) Μετάφρ. Λίλα Τρουλινού, Αθήνα 1996. Μεταφράσθηκε επίσης υπό τον τίτλο «Η θεωρία του σκοπού της ζωής» από τη Χρύσα Αντωνίου, Εκδ. Ν. Δαμιανού, Αθήνα χ.χ.
- Also sprach Zarathustra (= «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα», 1883-5). Έχει μεταφραστεί από τους: Νίκο Καζαντζάκη («Φέξης», Αθήνα 1965 (1913¹), Λέoντα Κουκούλα (1924), Μενάλκα Μουσαίο (χ.χ.), Εμμ. Ανδρουλιδάκη (Αθ. 1961), Άρη Δικταίο (1958+1980), Δ.Π. Κωστελένο (1983), Γεωργία Αλεξίου-Πρωταίου (χ.χ.) και Ζήση Σαρίκα («Νησίδες», Σκόπελος 1998).
- Jenseits von Gut und Böse (Πέρα από το καλό και το κακό, 1886). α) Μετάφρ. Μίνα Ζωγράφου - Κ. Μεραναίος, «Μαρή», Αθ. 1953. β) Μετάφρ. Ζ. Σαρίκας, "Νησίδες", Σκόπελος 1999. γ) Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη. «Δαμιανός», Αθήνα χ.χ.
- Zur Genealogie der Moral (Γενεαλογία της ηθικής, 1887). Έχει μεταφραστεί από τους: Μίνα Ζωγράφου, χ.χ., Ελένη Καλκάνη («Δαμιανός», Αθ. χ.χ.) Άρη Δικταίο (1970) και Ζήση Σαρίκα - Λίλα Τρουλινού («Εκδοτική Θεσσαλονίκης», 1989, 2001²).
- Götzendämmerung (Το λυκόφως των ειδώλων, 1888). Έχει μεταφραστεί από τους: Μ.Ε. Ανδρουλιδάκη (1962), Ζήση Σαρίκα, χ.χ. (1994;), Ελένη Καλκάνη («Δαμιανός», Αθήνα χ.χ.), Γιάννη Δρασγάνη («Κάκτος», Αθήνα 1989), Ζ. Σαρίκα («Νησίδες», Σκόπελος 2000. «Εκδοτική Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη 2006) και Βαγγέλης Δουβαλέρης (Επιμελητής: Ήρκος Αποστολίδη) («Gutenberg», Αθήνα 2016) Αρχειοθετήθηκε 2020-08-14 στο Wayback Machine..
- Der Antichrist (Ο Αντίχριστος, 1888). Ανάθεμα κατά του Χριστιανισμού. α) Μετάφρ. Κ.Λ. Μεραναίος, «Μαρή», Αθήνα χ.χ. β) Μετάφρ. Ζήσης Σαρίκας, Θεσσαλονίκη 1986. γ) Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη. εκδ. «Δαμιανός», Αθήνα χ.χ. δ) Γιάννης Δρασγάνης (εκδ. «Κάκτος», 1989) ε) Μετάφρ. Βαγγέλης Δουβαλέρης. εκδ. «Ιδεόγραμμα», Αθήνα 2007. στ) Μετάφρ. Βαγγέλης Δουβαλέρης, Επιμελητής: Ήρκος Αποστολίδης εκδ. «Gutenberg», Αθήνα 2014, 2η πλήρως αναθεωρημένη και επαυξημένη έκδοση Αρχειοθετήθηκε 2020-08-03 στο Wayback Machine..
- Ecce Homo (Ίδε ο άνθρωπος, 1888). Έχει μεταφραστεί από τους: Β. Λιάσκα (χ.χ.), Ξεν. Καρακάλο, (1950), Ζήση Σαρίκα, χ.χ., Δημ. Λιαντίνη (1979, 2η έκδ. 2005), Συμεών Σταμπουλού, Επιμελητής: Ήρκος Αποστολίδης (Εκδόσεις: Gutenberg) Αρχειοθετήθηκε 2020-02-25 στο Wayback Machine.
- Dionysos-Dithyramben (Οι διθύραμβοι του Διόνυσου, ποίηση, 1892). Πρόλογος-Μετάφρ.-Σχόλια Άρης Δικταίος, 1982².
- Der Wille zur Macht (Η θέληση για δύναμη, 1901). α) Μετάφρ. Θ. Ι. Αποστολόπουλος. «Αλφειός», Αθήνα, 2000. β) Μετάφρ. Ζ. Σαρίκας. «Νησίδες», Σκόπελος 2001. γ) Μετάφρ. Γ. Εγγλέζος. «Δαμιανός», Αθήνα, χ.χ.
- Αποφθέγματα από το έργο του. Μετάφρ. Ζ. Σαρίκας, Θεσσαλονίκη 1989.
- Φιλοσοφικά αποσπάσματα. Μετάφρ. Ζ. Σαρίκας, εκδ. «Εξάντας», Αθήνα 1993.
- Ο ευρωπαϊκός μηδενισμός. α) Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη. «Δαμιανός», Αθήνα χ.χ. β) Μετάφρ. Δημ. Αγγελής. «Ευθύνη», Αθήνα 2001.
- Εκλεκτές σελίδες. Επιλογή-μετάφρ. Γιάννης Οικονομίδης, Αθήνα χ.χ.
- Μαθήματα ρητορικής. Μετάφρ. Α. Μανούση. εκδ.Πλέθρον, Αθήνα 2004.
- Θεοσοφία και μυστικισμός, Μτφρ. Ελένη Καλκάνη, εκδ.Δαμιανός, Αθήνα χ.χ.
- Ιστορία και ζωή. Εισαγωγή-μετάφρ.-σημειώσεις Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. «Γνώση», Αθήνα 1993.
- Μυστικιστικές σελίδες. Μετάφρ. Μ.Ε. Ανδρουλιδάκης, Αθήνα 1962.
- Αγών Ομήρου. Μετάφρ: Βαγγέλης Δουβαλέρης, Επιμελητής: Ήρκος Αποστολίδης, Εκδόσεις: Gutenberg (2015) Αρχειοθετήθηκε 2020-08-03 στο Wayback Machine.
- Το Πάθος για την Αλήθεια. Μετάφρ: Βαγγέλης Δουβαλέρης, Επιμελητής: Ήρκος Αποστολίδης, Εκδόσεις: Gutenberg (2015) Αρχειοθετήθηκε 2020-08-14 στο Wayback Machine.
- Με το βλέμμα του Nietzsche. Ανθολόγηση- μετάφραση Κώστας Νησιώτης, εκδ. 'Ιαμβος, Αθήνα 2017.
- Friedrich Nietzsche Επιλογές από τα έργα του Νίτσε. Μετάφραση-απόδοση Κώστας Νησιώτης εκδ. Ίαμβος, Αθήνα 2022.
Σημειώσεις
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 «Friedrich Nietzsche». Encyclopedia Britannica. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2014.
- ↑ Kaufmann, Walter, Nietzsche: Philosopher, Psychologist, Antichrist, σ. 22.
- ↑ Hayman, σελ. 125. Επιστολή στην αδελφή του, 11 Ιουνίου 1865
- ↑ Schaberg, William, The Nietzsche Canon, University of Chicago Press, 1996, σελ. 32. Βλ. και Hayman, σελ. 120.
- ↑ Αρκετά σημεία στο βιβλίο περιέχουν νύξεις κατά του Βάγκνερ. Στο τελικό σχεδίασμα, ο Νίτσε δεν αναφερόταν ονομαστικά σε αυτόν, όπως έκανε στα προσχέδια, ωστόσο οι αρχικές αναφορές στον Βάγκνερ διατηρήθηκαν αντικαθιστώντας τελικά το όνομά του με τη λέξη «καλλιτέχνης».
- ↑ Hayman, σελ. 566
- ↑ Ο Ντοστογιέφσκι περιγράφει μία ανάλογη σκηνή στο Έγκλημα και τιμωρία, όταν ο ήρωάς του (Ρασκόλνικοφ) παρατηρεί το μαστίγωμα ενός αλόγου. Λίγους μήνες πριν την κατάρρευσή του, ο Νίτσε είχε ανακαλύψει καθυστερημένα το έργο του Ντοστογιέφσκι, το οποίο υποδέχθηκε με ενθουσιασμό.
- ↑ Τζαβάρας Γιάννης: «Ο Ζαρατούστρα του Νίτσε ως κήρυκας του ολέθρου». Φιλοσοφία, τ. 15-16 (1985-86), σσ. 398-442.
- ↑ Ecclesiæ Gnosticæ Catholicæ Canon Missæ Liber XV V: OF THE OFFICE OF THE COLLECTS WHICH ARE ELEVEN IN NUMBER
- ↑ Θωμάς Καραγκιοζόπουλος, Φιλολογικές και φιλοσοφικές διαστάσεις της «Ασκητικής» του Νίκου Καζαντζάκη, Μεταπτυχιακή Εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, Θεσσαλονίκη 2017.
Βιβλιογραφία
Επεξεργασία- Anton, John: «Η αριστοτελική ερμηνεία της τραγωδίας και η κριτική του Nietzsche». Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 62/Β (1987), σσ. 350-364.
- Baroni, Christophe: Ὁ Νίτσε καὶ τὸ πρόβλημα τοῦ Θεοῦ, εκδ. «Μέντωρ», Ἀθήνα χ.χ.
- Birault, Henri, «Nietzsche . Ἡ εὐδαιμονία στὸ ἔργο του» , Ἐποχές [τεύχη 15-25], 24 (1965), σσ. 85-100.
- Chaix-Ruy, Jules: «Νίτσε. Βιογραφία». Μετάφρ. Βαγγέλης Κατσάνης. Σκέψη και τέχνη, τόμ. 1 (1985), σσ. 21-34 + 5 (1985), 1-4.
- Haar, Michel: «Nietzsche», στο συλλογικό Εncyclopedie de la Pleiade, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 19ος-20ος αιώνας-Η εξελικτική φιλοσοφία. Εθνικές φιλοσοφικές σχολές, μτφρ. Μαριλίζου Μήτσου-Παππά, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1982, σσ. 81-137.
- Halévy, Daniel: Φρειδερίκος Νίτσε, μετάφρ. Άρη Δικταίου, εκδ. «Λογοτεχνική», Αθήνα 1966 ή 1967.
- Hayman, Ronald: Nietszche: Η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυίας, εκδ. «Νεφέλη», Αθήνα 2005.
- Kaufmann, Walter: Nietzsche: Philosopher, Psychologist, Antichrist, Princeton University Press, 1950.
- Magnus, Bernd και Kathleen M. Higgins (επιμ.): The Cambridge Companion to Nietzsche, Cambridge University Press, 1996.
- Wicks, Robert: «Friedrich Nietzsche» στη The Stanford Encyclopedia of Philosophy (2004), επιμ. Edward N. Zalta.
- Ζωρζ Μπατάιγ: Για τον Νίτσε: Θέληση για τύχη, εκδ. «Ψυχογιός», Αθήνα 2002.
- Ζιλ Ντελέζ: Ο Νίτσε και η φιλοσοφία, εκδ. «Πλέθρον», Αθήνα 2002.
- Βουτουρής Παντελής, Αγαπημένε μου Ζαρατούστρα. Παλαμάς Νίτσε, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2006.
- Τζαβάρας, Γιάννης: Η απαξίωση των αξιών. Νίτσε και Χάιντεγγερ. εκδ. "Ίνδικτος", Αθήναι 2005. ISBN 960-518-221-1
- Τζαβάρας, Γιάννης: "Η νιτσεϊκή απόρριψη της αλήθειας". περιοδικό Ομπρέλα 56 (2002), σσ. 24-28.
- Τζαβάρας Γιάννης: «Ο Ζαρατούστρα του Νίτσε ως κήρυκας του ολέθρου». Φιλοσοφία, τόμ. 15-16 (1985-86), σσ. 398-442.
- Τζαβάρας, Γιάννης: "Ένα κείμενο του Nietzsche για την αλήθεια: 'Το πάθος για την αλήθεια' ". Εποπτεία 36-37 (1979), 591-603.
- Λαμπρέλλης, Δημήτρης: «Η τραγική μαθητεία του Διόνυσου [Φρ. Νίτσε]», Εποπτεία, τ. 43 (1980), σσ. 145-152.
- Χατζίνης Γιάννης: «Νίτσε και Βάγνερ», Νέα Σκέψη, τ. 20 (1982), σσ. 145-146.
- Χατζηβασιλείου Βαγγέλης: «Φρειδερίκος Νίτσε: Η ποίηση ως ρήξη και ως υπέρβαση. Το πρόσωπο και το έργο». Διαβάζω, τόμ. 91 (1984), σσ. 18-23.
- Μπουντό, Πιερ: «Αναγνώσεις του Νίτσε». Μετάφρ. Πέτρος Παπαδόπουλος. Διαβάζω, τόμ. 91 (1984), σσ. 24-33.
- Κασιούρας, Δημήτρης: «Ο Φρειδερίκος Νίτσε και η φιλοσοφία του». Επιστημονική σκέψη, τόμ. 18 (1984), σσ. 45-53.
- Γκριζονί Ντομινίκ: «Ο φιλόσοφος καλλιτέχνης [:Φρειδ. Νίτσε]», μετάφρ. Πέτρος Παπαδόπουλος, Διαβάζω, τόμ. 91 (1984), σσ. 41-47.
- Χρίστου Ιάκωβος: «Βασικές έννοιες στη φιλοσοφία του Νίτσε». Ζήνων, τ. 4-5 (1983-84), σσ. 177-180.
- Μπουγάς, Τάσος: «Ο Nietzsche και η εκκοσμίκευση του κόσμου». Φιλοσοφία, 13-14 (1983-84), σσ. 382-403.
- Μούκανος, Δημήτριος: «Η αρχαία ελληνική τραγωδία κατά τον Νίτσε και η καταξίωση του Θεού Διονύσου. (Επισήμανση καιρικών στιγμών στο διονυσιακό και απολλώνιο πνεύμα)». Θρακικά Γ΄(Αθήνα 1980-1981), σσ. 139-144.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επεξεργασία- Ολοκληρωμένα έργα του Νίτσε
- Έργα του Νίτσε στην Γερμανική Βικιθήκη (γερμανικά)
- Beyond Good and Evil Αρχειοθετήθηκε 2004-10-11 στο Wayback Machine. (αγγλικά)
- Thus Spake Zarathustra Αρχειοθετήθηκε 2004-11-03 στο Wayback Machine. (αγγλικά)
- Thoughts Out of Season Part 1 Αρχειοθετήθηκε 2004-10-14 στο Wayback Machine. (αγγλικά)
- The Antichrist
- Άλλοι σύνδεσμοι
- Friedrich Nietzche - Stanford Encyclopedia of Philosophy
- Nietzsche's Moral and Political Philosophy - Stanford Encyclopedia of Philosophy
- English Friedrich Nietzsche Society
- Ιστοσελίδα αφιερωμένη στον Νίτσε (γερμανικά)
- The Nietzsche Channel
- HyperNietzsche.org
- Βιογραφία, έργο και αποφθέγματα του Νίτσε
- ΚΑΒΒΑΘΑΣ, ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ, Ο ΝΙΤΣΕ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, 1995
- Ρήσεις του Νίτσε