Χέρμπερτ Κίτσενερ, 1ος κόμης Κίτσενερ

Ο Οράτιος Χέρμπερτ Κίτσενερ, 1ος κόμης Κίτσενερ (Horatio Herbert Kitchener, 24 Ιουνίου 18505 Ιουνίου 1916) ήταν Βρετανός στρατάρχης και ανθύπατος, ο οποίος απέκτησε φήμη για τις αποικιακές εκστρατείες τις οποίες διηύθυνε, και αργότερα για το σημαντικό ρόλο που έπαιξε κατά τις πρώιμες φάσεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αν και πέθανε στα μισά αυτού.

Οράτιος Χέρμπερτ Κίτσενερ
Γέννηση24 Ιουνίου 1850
Μπαλλυλονγκφορντ, Επαρχία Κέρρυ, Ιρλανδία
Θάνατος5 Ιουνίου 1916
Καταδρομικό HMS Χαμσάιρ, βυθίστηκε δυτικά των Νήσων Όρκνεϋ, Σκωτία
Χώρα
Βρετανική Αυτοκρατορία
Κλάδος
Βρετανικός Στρατός
Εν ενεργεία1871-1916
ΒαθμόςΣτρατάρχης
ΔιοικήσειςΠόλεμος των Μαχδιστών (1884–1899)
Δεύτερος Πόλεμος των Μπόερ (1900–1902)
Αρχιστράτηγος, Ινδία (1902–1909)
Μάχες/πόλεμοι=Γαλλοπρωσικός Πόλεμος
Πόλεμος των Μαχδιστών:
- Μάχη του Φερκέχ
- Μάχη της Ατμπάρα
- Μάχη του Ομντουρμάν
Δεύτερος Πόλεμος των Μπόερ
- Μάχη του Πααρντεμπεργκ
Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
ΤιμέςΙππότης του Τάγματος της Περικνημίδος
Ιππότης του Τάγματος του Αγίου Πατρικίου
Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Λουτρού
Μέλος του Τάγματος της Αξίας
Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας
Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Αγίου Μιχαήλ και του Αγίου Γεωργίου
Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος της Ινδικής Αυτοκρατορίας
Υπασπιστής του Στέμματος
Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Κίτσενερ έγινε διάσημος το 1898 για τη νίκη του στη Μάχη του Ομντουρμάν και την εξασφάλιση του ελέγχου του Σουδάν, μετά από την οποία τού απονεμήθηκε ο τίτλος «Λόρδος Κίτσενερ του Χαρτούμ»· ως Αρχηγός του Επιτελείου (1900–02) στον Β΄ Πόλεμο των Μπόερς έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κατάκτηση της Δημοκρατίας των Μπόερς από τον Λόρδο Ρόμπερτς, και στη συνέχεια διαδέχθηκε τον Ρόμπερτς ως Διοικητής - όταν ο αγώνας των Μπόερ είχε μεταπέσει σε ανταρτοπόλεμο και οι βρετανικές δυνάμεις περιόρισαν τους άμαχους Μπόερς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η θητεία του ως Διοικητή (1902–09) του Στρατού της Ινδίας στιγματίστηκε από τη διαφωνία του με έναν άλλο διάσημο ανθύπατο, τον Αντιβασιλέα Λόρδο Κώρζον, ο οποίος τελικά παραιτήθηκε. Ο Κίτσενερ στη συνέχεια επέστρεψε στην Αίγυπτο ως Γενικός Πρόξενος ('de facto Κυβερνήτης).

Το 1914, με την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Λόρδος Κίτσενερ διορίσθηκε Υπουργός Πολέμου και μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου. Ήταν ένας από τους λίγους που προέβλεψαν ότι θα ήταν ένας μακροχρόνιος πόλεμος με κάθε άλλο παρά ασφαλή πιθανότητα νίκης για τη Βρετανία, οργάνωσε τον μεγαλύτερο εθελοντικό στρατό που είχε δει ποτέ η Βρετανική Αυτοκρατορία και επέβλεψε τη σημαντική αύξηση της παραγωγής υλικών για τον πόλεμο με τη Γερμανία στο Δυτικό Μέτωπο. Η επιβλητική του εικόνα, η οποία αποτυπώθηκε στις αφίσες στρατολόγησης που απαιτούσαν Ο Λόρδος Κίτσενερ θέλει εσάς, παραμένει ακόμα αναγνωρίσιμη αλλά και διακωμωδήθηκε πολλές φορές μέχρι σήμερα. Κατηγορήθηκε για την Κρίση των Οβίδων την άνοιξη του 1915 – ένα από τα γεγονότα που οδήγησαν στο σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού – και λόγω αυτού έχασε τον έλεγχο που είχε στο πολεμικό υλικό και τη στρατηγική του πολέμου.

Πέθανε το 1916, όταν το πολεμικό σκάφος που τον μετέφερε για διαπραγματεύσεις στη Ρωσία βυθίστηκε από γερμανική νάρκη.

Μετά το θάνατο του, ο Κίτσενερ κατηγορήθηκε ότι ήταν ένας καλός υφιστάμενος αλλά ένας κακός διοικητής. Ο Λόιντ Τζορτζ – ο οποίος μπορεί να έλαβε τα εύσημα για μερικά από τα επιτεύγματα του Κίτσενερ στον τομέα του πολεμικού υλικού – του άσκησε κριτική στο βιβλίο του Πολεμικά Απομνημονεύματα. Μετά από την πολυετή του εμπειρία διοίκησης σχετικά μικρών δυνάμεων κατά τις αποικιακές εκστρατείες, ο Κίτσενερ δυσφημίστηκε λόγω της μυστικοπάθειας του, της άρνησης του να εξηγεί τις ενέργειές του στους συνεργάτες του και της απροθυμίας του να οργανώνει και να κατανέμει αρμοδιότητες.

Ωστόσο, μετά το 1970, το άνοιγμα νέων αρχείων επέτρεψε στους ιστορικούς να αποκαταστήσουν ως ένα βαθμό το κύρος του Κίτσενερ, με τουλάχιστον έναν ν΄ αναφέρει ότι οι ικανότητες του αύξαναν σταθερά με κάθε προαγωγή του.[1] Μερικοί ιστορικοί εξυμνούν σήμερα τη στρατηγική του σκέψη κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ιδιαίτερα την οργάνωση του δικτύου επέκτασης της παραγωγής πυρομαχικών και το σημαντικό του ρόλο στη δημιουργία του Βρετανικού Στρατού του 1914-1915, ο οποίος κατάφερε να αποδώσει έναν στρατό ικανό να καλύψει τις υποχρεώσεις της Βρετανίας στο Ευρωπαϊκό Μέτωπο.[2]

Πρώτα χρόνια Επεξεργασία

 
Ο Κίτσενερ στην αγκαλιά της μητέρας του με το μεγαλύτερο αδελφό του Xένρυ και την αδελφή του Φράνσις

Ο Κίτσενερ γεννήθηκε στο Μπάλλυλονγκφορντ, ένα χωριό κοντά στην πόλη Λιστάουελ της κομητεία Κέρρυ της Ιρλανδίας, και ήταν γιος του αντισυνταγματάρχη Χένρυ Οράτιου Κίτσενερ (1805–1894) και της Φράνσις Ανν Σεβαλλιέ - Κόουλ (πέθανε το 1864· κόρη του αιδεσιμότατου Τζων Σεβαλιέ και της τρίτης συζύγου του, Ελίζαμπεθ, το γένος Κόουλ). Η οικογένεια είχε συνολικά πέντε παιδιά (τέσσερις γιους, τους Xένρυ, Χέρμπερτ, Άρθουρ και Ουώλτερ, και μία κόρη, τη Φράνσις, μεγαλύτερη του Χέρμπερτ). Ο πατέρας του είχε μόλις αγοράσει γη στην Ιρλανδία, συμμετέχοντας σε ένα πρόγραμμα ενθάρρυνσης αγοράς γης μετά από την πρόσφατη Πείνα της Πατάτας. Τη χρονιά που πέθανε η μητέρα του λόγω φυματίωσης, είχαν μετακομίσει στην Ελβετία, σε μία προσπάθεια να βελτιωθεί η κατάστασή της· ο νεαρός Κίτσενερ σπούδασε εκεί και στη Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία του Γούλγουιτς. Γαλλόφιλος και ανήσυχος να δει δράση, κατατάχθηκε σε μία νοσοκομειακή μονάδα του Γαλλικού Στρατού κατά τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο. Ο πατέρας του τον πήρε ξανά στην Αγγλία όταν προσεβλήθη από πνευμονία μετά από την ανύψωσή του με ένα αερόστατο προκειμένου να παρακολουθήσει το Στρατό του Λίγηρα σε δράση. Κατετάγη στο Βασιλικό Μηχανικό στις 4 Ιανουαρίου 1871. Η θητεία του στη Γαλλία είχε παραβιάσει τη βρετανική ουδετερότητα και γι΄ αυτό υπέστη επίπληξη από τον Πρίγκηπα Γεώργιο, Δούκα του Καίμπριτζ, Αρχιστράτηγο του Βρετανικού Στρατού. Υπηρέτησε στην Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και την Κύπρο ως γεωδαίτης, έμαθε την Αραβική γλώσσα και προετοίμασε λεπτομερείς τοπογραφικούς χάρτες των περιοχών αυτών.[3] Ο μικρότερος αδελφός του, ο αντιστράτηγος σερ Ουώλτερ Κίτσενερ (1858-1912), που ακολούθησε επίσης το στρατιωτικό επάγγελμα, διετέλεσε Κυβερνήτης των Βερμούδων από το 1908 έως το 1912. Σημειωτέον ότι όλα τα άρρενα αδέλφια Κίτσενερ ακολούθησαν το επάγγελμα του στρατιωτικού.

Αποστολή στην Παλαιστίνη Επεξεργασία

Το 1874, στην ηλικία των 24 ετών, ο Κίτσενερ επιφορτίστηκε από το Ίδρυμα Εξερεύνησης της Παλαιστίνης με μία εξερεύνηση – χαρτογράφηση των Αγίων Τόπων, αντικαθιστώντας τον Τσαρλς Τύργουιτ Ντραίηκ, ο οποίος είχε πεθάνει από ελονοσία.[4] Ο Κίτσενερ, ο οποίος τότε ήταν αξιωματικός του Βασιλικού Μηχανικού, συνεργάστηκε με τον συνάδελφό του Κλωντ Ρ. Κόντερ του Βασιλικού Μηχανικού και μεταξύ του 1874 και του 1877 εξερεύνησαν τις σημερινές περιοχές του Ισραήλ, της Δυτικής Όχθης και της Γάζας, επιστρέφοντας μόνο για λίγο στην Αγγλία το 1875 μετά από μία επίθεση που δέχθηκαν από ντόπιους στη Σαφέντ της Γαλιλαίας.[4]

Η αποστολή των Κόντερ και Κίτσενερ έμεινε γνωστή ως Εξερεύνηση της Δυτικής Παλαιστίνης, διότι περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην περιοχή δυτικά του ποταμού Ιορδάνη (Hodson 1997). Η εξερεύνηση συνέλεξε στοιχεία της τοπογραφίας και της τοπονομίας της περιοχής, καθώς επίσης και της τοπικής χλωρίδας και πανίδας.[5] Τα αποτελέσματα της εξερεύνησης δημοσιεύτηκαν σε μία σειρά οκτώ τόμων, με τη συμμετοχή του Κίτσενερ να εκτείνεται στους 3 πρώτους τόμους (Conder and Kitchener, 1881–1885). Αυτή η εξερεύνηση είχε μία μακροχρόνια επίδραση στη Μέση Ανατολή για αρκετούς λόγους:

  • Η τοπογραφική εξερεύνηση λειτουργεί ως η βάση για το σύστημα πλέγματος που χρησιμοποιείται στους σύγχρονους χάρτες του Ισραήλ και της Παλαιστίνης.
  • Η συλλογή των στοιχείων των Κόντερ και Κίτσενερ μελετάται ακόμα από αρχαιολόγους και γεωγράφους που εργάζονται στο Νότιο Λεβάντε.
  • Η ίδια η εξερεύνηση καθόρισε και περιέγραψε αποτελεσματικά τα πολιτικά όρια του νότιου Λεβάντε. Για παράδειγμα, τα σύγχρονα σύνορα μεταξύ του Ισραήλ και του Λιβάνου βρίσκονται στο σημείο της Άνω Γαλιλαίας, όπου σταμάτησε η εξερεύνηση των Κόντερ και Κίτσενερ.[4]

Αποστολή στην Κύπρο Επεξεργασία

Ο Κίτσενερ σχετίστηκε προς την Κύπρο όταν ήταν ακόμη νέος και άσημος αξιωματικός του μηχανικού. Έφθασε στο νησί τον Σεπτέμβριο του 1878 (δυο μήνες μετά την αγγλική κατάκτησή του), προερχόμενος από την Αλεξάνδρεια και συνοδεύοντας την Εσμέ Σκοττ - Στήβενσον, σύζυγο του Άντριου Σκοττ - Στήβενσον, διοικητή τότε της Κερύνειας. Στον Κίτσενερ και σε κάποιον Χίππερσλεϋ (Hippersley) είχε ανατεθεί η χαρτογράφηση της Κύπρου, της καινούργιας βρετανικής αποικίας. Ο Κίτσενερ έφερε τότε το βαθμό του υπολοχαγού. Διαφωνίες του όμως ως προς τον τρόπο χαρτογράφησης της Κύπρου με τον πρώτο διοικητή του νησιού σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ, καθυστέρησαν την εργασία του που συνεχίστηκε μόνο μετά την αντικατάσταση του σερ Γκάρνετ από τον σερ Ρόμπερτ Μπίνταλφ τον Ιούνιο του 1879. Η εργασία του Κίτσενερ, για την οποία έκαμε χιλιάδες προσχέδια, διάρκεσε τρία χρόνια. Τόσο λεπτομερής ήταν η χαρτογράφησή του, ώστε σημείωνε ακόμη και κτιριακά συγκροτήματα χωριών και μικρών οικισμών και, φυσικά, ενδείξεις για τον πληθυσμό τους. Στα τρία αυτά χρόνια ο Κίτσενερ επεσκέφθη και την πιο απομακρυσμένη γωνιά της Κύπρου. Τελικά συμπλήρωσε ένα λεπτομερή χάρτη της Κύπρου το 1883, ο οποίος όμως δημοσιεύθηκε το 1885. Όταν υπηρετούσε στην Κύπρο, ο Κίτσενερ έφερε τον τίτλο του director of Survey and head of the Land Registry Office. Επίσης κατέγραφε τα ονομάτα και συγκέντροναι τους τίτλους ιδιοκτισίας των διάφορων κτημάτων και οικιών για λογαριασμό του αναδιοργανομένου απο τους Άγγλους Κτηματολογίου, ενώ μετά τα χαρτογραφούσε με κάθε λεπτομέρια. Έτσι ο Κίτσενερ θεωρίται μέχρι σήμερα ως ο πατέρας του Κυπριακού Κτηματολογίου.

Η παρουσία και τη δράση του είχε ευεργετικές συνέπειες, καθώς εργάστηκε στην τριγωνομετρική χωρομέτρηση του νησιού, ενώ στη συνέχεια (Μάρτιος 1880) ανέλαβε τη διεύθυνση του Τμήματος Χωρομετρίας, μέχρι την παραίτησή του για να υπηρετήσει στην Αίγυπτο, τον Φεβρουάριο του 1883. Ήταν, επίσης, ο πρώτος που πρότεινε για την επίλυση του αρδευτικού προβλήματος της Κύπρου τη δημιουργία «δεξαμενών» στις κοιλάδες του Τροόδους για να μην χάνονται τα νερά των χειμάρρων.

Ο Κίτσενερ ενδιαφερόταν επίσης για την αρχαιολογία, αν και δεν γνωρίζουμε πόσο βαθιές ήσαν οι γνώσεις του στον τομέα αυτό. Στην Κύπρο, πάντως, υπήρξε πρωτεργάτης στη θεμελίωση του Κυπριακού Μουσείου και διετέλεσε πρώτος έφορός του. Από την Κύπρο έφυγε τον Φεβρουάριο του 1883. Πέθανε στις 5 Ιουνίου 1916, είτε από την έκρηξη από Γερμανική νάρκη, του πλοίου όπου επέβαινε, είτε από επακόλουθο πνιγμό. Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ.

Το σπίτι στο οποίο διέμενε ο Κίτσενερ βρισκόταν στην εντός των τειχών παλαιά πόλη της Λευκωσίας, στην οδό Χαϊδάρ Πασά αρ. 1. Στις 24 Ιουνίου 1927 (77η επέτειο της γέννησής του) ο τότε κυβερνήτης της Κύπρου σερ Ρόναλντ Στορρς απεκάλυψε στο σπίτι αυτό αναμνηστική πλάκα. Εξάλλου η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας τίμησε τη μνήμη του με αναμνηστικό γραμματόσημο που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1979.

Αίγυπτος, Σουδάν και Χαρτούμ Επεξεργασία

Ο Κίτσενερ αργότερα υπηρέτησε ως υποπρόξενος στην Ανατολία και το 1883 ως Βρετανός λοχαγός με το βαθμό του Ταγματάρχη του Τουρκικού Στρατού κατά την κατοχή της Αιγύπτου. Η Αίγυπτος είχε καταστεί πρόσφατα ένα κράτος μαριονέτα της Βρετανίας, αν και θεωρητικά βρισκόταν ακόμα κάτω από την κυριαρχία του χεδίβη (Αιγύπτιος μονάρχης, αντιβασιλέας των Οθωμανών) και του κατ' όνομα επικυρίαρχού του Οθωμανού σουλτάνου. Το 1884 ο Κίτσενερ ήταν υπασπιστής της αποτυχημένης εκστρατείας διάσωσης του Γκόρντον στο Σουδάν. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες του Ουίλλιαμ Φορντ, ο οποίος ήταν ο υπηρέτης του, ο Κίτσενερ εκτιμάτο από τους άντρες του για την ηγεσία του και τη δίκαιη μεταχείριση των υφισταμένων του, με την καλή δε γνώση της Αραβικής, ο Κίτσενερ μπορούσε να συνδιαλεχθεί με τους ντόπιους πληθυσμούς. Εκείνη την εποχή η μνηστή του και πιθανώς η μόνη γυναίκα που αγάπησε ποτέ, Ερμιόνη Μπέικερ, κόρη του Βαλεντάιν Μπέικερ Πασά, πέθανε από τυφοειδή πυρετό στο Κάιρο. Έτσι, δεν απέκτησε ποτέ παιδιά, αλλά ανέθρεψε τη νεαρή ανηψιά του Μπέρθα Σεβαλλιέ-Μπουτέλ, κόρη του πρώτου εξαδέλφου του, σερ Φράνσις Χέπμπορν ντε Σεβαλιέ-Μπουτέλ.

Ο ταγματάρχης Κίτσενερ υπηρέτησε ως αξιωματικός πληροφοριών στην Εκστρατεία του Νείλου το 1884-85. Ήταν παρών στο Αμπού Κλέα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880, φέροντας το βαθμό του Επίτιμου Συνταγματάρχη, υπήρξε κυβερνήτης των Περιοχών της Ερυθράς Θάλασσας (οι οποίες εκείνη την εποχή ήταν πρακτικά κάτι περισσότερο από το λιμάνι του Σουακίν). Τραυματίστηκε σοβαρά στη γνάθο κατά τη διάρκεια μίας αψιμαχίας και ανάρρωσε στην Αγγλία. Επίσης πήρε μέρος στη Μάχη του Τόσκι (1889). Έχοντας γίνει σιρντάρ (αρχιστράτηγος) του Αιγυπτιακού Στρατού το 1892 - με το βαθμό του ταξίαρχου και στη συνέχεια του υποστράτηγου του Βρετανικού Στρατού - οδήγησε το 1896 τις αγγλοαιγυπτιακές δυνάμεις προς τις πηγές του Νείλου, κατασκεύασε ένα σιδηρόδρομο για τη μεταφορά υλικών και προσωπικού και κατενίκησε τους Σουδανούς στη Μάχη του Ομντουρμάν στις 2 Σεπτεμβρίου του 1898, κοντά στο Χαρτούμ. Η δεύτερη θητεία του Κίτσενερ στο Σουδάν (1886–1899) τού απέφερε πανεθνική φήμη και έλαβε τους τίτλους του Υπασπιστή της Βασίλισσας Βικτωρίας και του Ταξιάρχη Ιππότη του Τάγματος του Λουτρού. Ωστόσο, αυτή η εκστρατεία θα κάνει γνωστή και τη σκληρότητά του, ένα στοιχείο της τακτικής του που έγινε καλά γνωστό μετά από τον Πόλεμο των Μπόερς. Μετά από τη νίκη του στη Μάχη του Ομντουρμάν, διέταξε την εκταφή και το διασκορπισμό των λειψάνων του Μαχντί. Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι ο Κίτσενερ απέτρεψε έναν πόλεμο μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας, όταν αντιμετώπισε με πυγμή αλλά χωρίς βία τη γαλλική στρατιωτική αποστολή υπό τον ταγματάρχη Μαρσάν, η οποία σκόπευε να διεκδικήσει τη Φασόντα, στο επεισόδιο που έμεινε γνωστό ως Επεισόδιο της Φασόντα.

Τιμήθηκε με τον τίτλο του «Βαρώνου Κίτσενερ» του Χαρτούμ και του Άσπαλ της Κομητείας του Σάφολκ, στις 31 Οκτωβρίου 1898 [6] ως υπόμνηση της νίκης του και άρχισε ένα πρόγραμμα αποκατάστασης της εύρυθμης διοίκησης του Σουδάν. Το πρόγραμμα είχε στιβαρά θεμέλια και βασίστηκε στην εκπαίδευση στο Κολλέγιο Γκόρντον, όχι μόνο των παιδιών της τοπικής ελίτ, αλλά και παιδιών οποιασδήποτε κοινωνικής τάξης και περιοχής του Σουδάν.

Διέταξε την ανακατασκευή των τζαμιών του Χαρτούμ, επέβαλε μεταρρυθμίσεις οι οποίες αναγνώριζαν την Παρασκευή – ιερή μέρα για τους Μουσουλμάνους – ως επίσημη ημέρα ανάπαυσης και εξασφάλισε ανεξιθρησκία για όλους τους πολίτες του Σουδάν. Προσπάθησε να αποτρέψει ιεραποστολές Ευαγγελιστών ν΄ ασκήσουν προσηλυτισμό στους Μουσουλμάνους.[7]

Ο Κίτσενερ διέσωσε ένα σημαντικό κεφάλαιο από φιλανθρωπίες, το οποίο είχε καταλήξει στα θησαυροφυλάκια του χεδίβη της Αιγύπτου και το διέθεσε για τη βελτίωση της ζωής των απλών Σουδανών.

Επίσης μεταρρύθμισε τους νόμους για τα χρέη, απαγορεύοντας στους τοκογλύφους να αποκτούν όλα τα περιουσιακά στοιχεία των φτωχών αγροτών, εξασφαλίζοντας τους τουλάχιστον 5 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης και τα απαραίτητα εργαλεία. Το 1899, ως αναγνώριση των υπηρεσιών του, παραχωρήθηκε στον Κίτσενερ ένα μικρό νησί του Νείλου στο ύψος του Ασουάν· το νησί μετονομάστηκε Νήσος του Κίτσενερ προς τιμήν του.

Ο Πόλεμος των Μπόερς Επεξεργασία

 
Ο Κίτσενερ έφιππος στο εξώφυλλο του The Queenslander Pictorial το 1910

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Πολέμου των Μπόερς (1899–1902), ο Κίτσενερ κατέφτασε στη Νότιο Αφρική το Δεκέμβριο του 1899 μαζί με τον Λόρδο Ρόμπερτς και τις μαζικές βρετανικές ενισχύσεις επί του ατμόπλοιου «Ντάνοταρ Καστλ». Αν και επισήμως κατείχε τον τίτλο του Επιτελάρχη, πρακτικά ήταν υποδιοικητής και το Φεβρουάριο του 1900 διέταξε μία μετωπική επίθεση κατά τη Μάχη του Πάαρντεμπεργκ, η οποία επικρίθηκε από πολλούς.

Μετά την ήττα των τακτικών δυνάμεων των Μπόερς, ο Κίτσενερ διαδέχθηκε τον Ρόμπερτς στη διοίκηση της βρετανικής δύναμης το Νοέμβριο του 1900. Μία συμφιλιωτική συμφωνία ειρήνης την οποία είχε διαπραγματευτεί ο Κίτσενερ με τους αρχηγούς των Μπόερς απέτυχε το 1901, λόγω του βέτο το οποίο άσκησε το υπουργικό συμβούλιο της βρετανικής κυβέρνησης. Ως συνέπεια αυτής της αποτυχίας, ο Κίτσενερ συνέχισε και επέκτεινε την επιτυχημένη στρατηγική του Ρόμπερτς για την καθυποταγή των κομάντο των Μπόερς, στην οποία περιλαμβανόταν η πολιτική της καμένης γης και των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Σε αυτή την σκληρή εκστρατεία, η στρατηγική αυτή αποτελείτο από τη στέρηση των Μπόερς από την υποστήριξη των πολιτών, με τη χρήση της τακτικής της καμένης γης, της καταστροφής των αγροκτημάτων των Μπόερς, τη σφαγή των κατοικιδίων, την ανέγερση οχυρωμένων οικημάτων και τη μετακίνηση γυναικών, παιδιών και ηλικιωμένων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι συνθήκες σε αυτά τα στρατόπεδα, τα οποία ο Ρόμπερτς είχε συλλάβει ως ένα μέσο ελέγχου των οικογενειών των οποίων τα αγροκτήματα είχαν καταστραφεί, άρχισαν να επιδεινώνονται ραγδαία όσο η μεγάλη εισροή αμάχων Μπόερς υπερέβαινε τις δυνατότητες της σχετικά μικρής βρετανικής δύναμης να ανταποκριθεί στη φύλαξη τους. Υπήρχαν ελλείψεις σε χώρο, σε τροφή, σε υγιεινή, σε φάρμακα και σε ιατρική φροντίδα, γεγονός το οποίο οδήγησε στην έξαρση ασθενειών και σε ένα τραγικό ποσοστό θνησιμότητας της τάξης του 34,4% όσων Μπόερς εισέρχονταν σε αυτά. Η μεγαλύτερη πολέμιος αυτών των στρατοπέδων ήταν η Αγγλίδα ανθρωπίστρια Έμιλυ Χόμπχαουζ. Αν και σε μεγάλο βαθμό αυτές οι οι συνθήκες είχαν βελτιωθεί μέχρι τα τέλη του 1901, οδήγησαν σε μεγάλη κατακραυγή τόσο στη Βρετανία όσο και στην Ευρώπη, ιδιαίτερα μεταξύ των Νοτιοαφρικανών.

Η Συνθήκη του Φερέενιγκινγκ υπογράφηκε το 1902 μετά από έξι μήνες έντασης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Κίτσενερ είχε να αντιμετωπίσει, όχι μόνο τον σερ Άλφρεντ Μίλνερ, κυβερνήτη της Αποικίας του Ακρωτηρίου, αλλά και τη βρετανική κυβέρνηση. Ο Μίλνερ ήταν ένας σκληροπυρηνικός συντηρητικός ο οποίος ήθελε να εκβρετανίσει με βίαιο τρόπο τους Αφρικάανς κατοίκους της Νότιας Αφρικής (τους Μπόερς), και τόσο αυτός όσο και η βρετανική κυβέρνηση επιθυμούσαν μία ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης ώστε να διασφαλιστεί η νίκη τους· ο Κίτσενερ επιθυμούσε μία πιο γενναιόδωρη συμβιβαστική συνθήκη ειρήνης, η οποία θα αναγνώριζε συγκεκριμένα δικαιώματα στους Αφρικάανς και θα υποσχόταν ένα καθεστώς αυτοδιοίκησης για το μέλλον. Επίσης, αν και γνώριζε ότι η βρετανική κυβέρνηση θα την απέρριπτε, υποστήριξε μία συνθήκη ειρήνης η οποία προτάθηκε από τον Λούις Μπότα και τους άλλους αρχηγούς των Μπόερς, κατά την οποία η Δημοκρατία της Νοτίου Αφρικής και το Ελεύθερο Κράτος της Οράγγης θα διατηρούσαν την ανεξαρτησία τους, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να υπογράψουν συνθήκη συμμαχίας με το Ηνωμένο Βασίλειο και να κάνουν μεγάλες παραχωρήσεις προς αυτό. Σε αυτές περιλαμβάνονταν ίσα δικαιώματα των Ολλανδών αποίκων με τους Βρετανούς αποίκους, δικαίωμα ψήφου στους Ουιτλάντερ (τους μη Ολλανδούς κατοίκους της Νοτίου Αφρικής) και σιδηροδρομική και τελωνειακή ένωση με την Αποικία του Ακρωτηρίου και το Νατάλ.[8] Το βρετανικό υπουργικό συμβούλιο απέρριψε την προσφορά. Στο τέλος ωστόσο, η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε ότι ο πόλεμος παρατεινόταν επικίνδυνα και υποστήριξε τον Κίτσενερ έναντι του Μίλνερ. Ο Λούις Μπότα, ο αρχηγός των Μπόερς με τον οποίο ο Κίτσενερ διαπραγματεύτηκε την αποτυχημένη συνθήκη ειρήνης το 1901, έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός της ανεξάρτητης Νοτιοαφρικανικής Ένωσης το 1910. Η συνθήκη επίσης συμφώνησε στην πληρωμή επανορθώσεων μετά το τέλος των εχθροπραξιών. Έξι ημέρες αργότερα ο Κίτσενερ, ο οποίος είχε προαχθεί από το βαθμό του υποστράτηγου σε εκείνον του επίτιμου στρατηγού κατά τη διάρκεια του πολέμου, χρίστηκε Υποκόμης Κίτσενερ, του Χαρτούμ και του Βάαλ της Αποικίας του Τρανσβάαλ και του Άσπαλλ της Κομητείας του Σάφφολκ.

Το Στρατοδικείο του Μπραίηκερ Μόραντ Επεξεργασία

Στην υπόθεση Μπραίηκερ Μόραντ, αρκετοί στρατιώτες από την Αυστραλία συνελήφθησαν και δικάστηκαν από στρατοδικείο για τη συνοπτική εκτέλεση αιχμάλωτων Μπόερς, όπως επίσης και για τη δολοφονία ενός Γερμανού ιεραπόστολου ο οποίος θεωρούταν φιλικά προσκείμενος στους Μπόερς, εκτελώντας υποτιθέμενες διαταγές που είχαν εγκριθεί από τον ίδιο τον Κίτσενερ. Ο διάσημος ιππέας και λαϊκός ποιητής Χάρρυ «Μπραίηκερ» Μόραντ και ο υπολοχαγός Πήτερ Χάνκοκ βρέθηκαν ένοχοι, καταδικάστηκαν σε θάνατο και τυφεκίστηκαν στο Πίτερσμπουργκ στις 27 Φεβρουαρίου 1902. Η απόφαση για την εκτέλεσή τους υπογράφηκε προσωπικά από τον Κίτσενερ. Ένας τρίτος στρατιωτικός, ο υπολοχαγός Τζωρτζ Γουίτον φυλακίστηκε για 28 μήνες.[9]

Ινδία και Αίγυπτος Επεξεργασία

 
Το Μπρουμ Παρκ, η εξοχική κατοικία του Κίτσενερ στο Κεντ

Μετά από αυτά ο Κίτσενερ διορίστηκε Γενικός Διοικητής του Ινδικού Στρατού (1902-1909) - η περίοδος του αξιώματός του παρατάθηκε κατά δύο έτη - όπου αναδιοργάνωσε τον Ινδικό Στρατό. Ενώ πολλές από τις μεταρρυθμίσεις του υποστηρίχθηκαν από τον Αντιβασιλέα Λόρδο Κώρζον, ο οποίος αρχικά είχε ασκήσει πίεση για την τοποθέτηση του Κίτσενερ σε αυτή τη θέση, οι δύο άνδρες τελικά ήρθαν σε σύγκρουση σχετικά με το θέμα της διοίκησης του στρατού. Ενώ τα μετέπειτα γεγονότα τελικά δικαίωσαν τον Κώρζον όσον αφορά την προσπάθεια του Κίτσενερ να συγκεντρώσει όλες τις αρμοδιότητες λήψης στρατιωτικών αποφάσεων στο πρόσωπό του, οι ίντριγκες του Γενικού Στρατιωτικού Διοικητή τού απέφεραν την αμέριστη υποστήριξη του Λονδίνου, οπότε ο Αντιβασιλέας αναγκάστηκε να παραιτηθεί της θέσης του.

Ο Κίτσενερ επέβλεψε την Παρέλαση του Ραβαλπίντι το 1905, η οποία διεξήχθη προς τιμήν της επίσκεψης του Πρίγκηπα και της Πριγκίπισσας της Ουαλίας στην Ινδία. Αργότερα, ενώ βρισκόταν ακόμα στην Ινδία, έσπασε το πόδι του σε ένα ιππευτικό ατύχημα, κάτι που του άφησε μία ελαφρά χωλότητα για το υπόλοιπο της ζωής του. Ο Κίτσενερ προήχθη στον ανώτερο στρατιωτικό βαθμό, εκείνον του Στρατάρχη, το 1910 και περιηγήθηκε όλον τον κόσμο. Ο Κίτσενερ ήλπιζε στον τίτλο του Αντιβασιλέα της Ινδίας, αλλά ο Υπουργός Θεμάτων Ινδίας, Τζων Μόρλεϋ, δεν ενέκρινε την ιδέα και ήλπιζε να τον στείλει στη Μάλτα ως Διοικητή των Βρετανικών Δυνάμεων της Μεσογείου, φτάνοντας μέχρι του σημείου ν΄ ανακοινώσει το διορισμό του Κίτσενερ στον Τύπο. Ο Κίτσενερ άσκησε μεγάλες πιέσεις για την Αντιβασιλεία, επιστρέφοντας στο Λονδίνο ώστε να επηρεάσει τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου και τον ετοιμοθάνατο βασιλιά Εδουάρδο Ζ', από τον οποίο, με την απονομή της στραταρχικής του ράβδου, έλαβε και την άδεια ν΄ αρνηθεί τη θέση στη Μάλτα. Ωστόσο, ο Μόρλεϋ ήταν αμετάπειστος. Αυτό πιθανώς να οφειλόταν στην άποψη ότι ο Κίτσενερ ανήκε στους Τόρυς (εκείνη την εποχή υπήρχε κυβέρνηση Φιλελευθέρων), ή σε κάποια υπόγεια δυσφημιστική εκστρατεία που είχε εξαπολύσει ο λόρδος Κώρζον, αλλά ο κυριότερος λόγος ήταν διότι ο Μόρλεϋ, ο οποίος ήταν γλαδστωνικός και επομένως επιφυλακτικός με τον ιμπεριαλισμό, θεώρησε άκομψο, μετά την πρόσφατη παραχώρηση περιορισμένης αυτοδιοίκησης στην Ινδία το 1909, τη θέση του Αντιβασιλέα να καταλάβει ένας εν ενεργεία στρατιωτικός. Ως συνέπεια αυτού, κανένας εν ενεργεία στρατιωτικός δεν τοποθετήθηκε σε αυτή τη θέση, μέχρι τον Άρτσιμπαλντ Ουέιβελ το 1943. Ο Πρωθυπουργός Χένρυ Άσκουιθ συμπαθούσε τον Κίτσενερ, αλλά δεν επιθυμούσε να έλθει σε αντιπαράθεση με τον Μόρλεϋ, ο οποίος απείλησε με παραίτηση, οπότε τελικά η πρόταση του Κίτσενερ για τη θέση του Αντιβασιλέα της Ινδίας απορρίφθηκε οριστικά το 1911.

Στη συνέχεια ο Κίτσενερ επέστρεψε στην Αίγυπτο ως Γενικός Πρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας στην Αίγυπτο και το Σουδάν, στη θέση του Λόρδου Κρόμερ (1911–1914 κατά τη διάρκεια της επίσημης βασιλείας του Αμπάς Χιλμί Β', Χεδίβη της Αιγύπτου, Ηγεμόνα της Νουβίας, του Σουδάν, του Κορντοφάν και του Νταρφούρ).

Ο Κίτσενερ χρίστηκε Κόμης Κίτσενερ του Χαρτούμ και του Μπρουμ της Κομητείας του Κεντ στις 29 Ιουνίου 1914. Το περίεργο ήταν ότι προβλέφθηκε η δυνατότητα μεταβίβασης του τίτλου του στον αδελφό του ή στον ανηψιό του, καθώς ο Κίτσενερ ήταν άγαμος και δεν είχε παιδιά. Τελικώς τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο απόστρατος συνταγματάρχης Χένρυ Κίτσενερ (1846–1937), 2ος Κόμης του Κίτσενερ.

Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος Επεξεργασία

1914 Επεξεργασία

 
Η πολλάκις αντυγραμμένη κλασσική αφίσα του Ο Λόρδος Κίτσενερ θέλει εσάς του 1914

Με την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βρετανός Πρωθυπουργός Χένρυ Άσκουιθ, διόρισε ταχύτατα τον Λόρδο Κίτσενερ Υπουργό Πολέμου. Την θέση αυτή κατείχε για λίγο ο ίδιος ο Άσκουιθ, μετά την παραίτηση του Συνταγματάρχου Σήλυ στις αρχές του 1914, μία συνέπεια του Επεισοδίου του Κούραχ. Εκείνη την εποχή ο Κίτσενερ βρισκόταν για λίγο με άδεια στη Βρετανία, όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος. Σε αντίθεση με τις απόψεις του υπουργικού συμβουλίου, ο Κίτσενερ προέβλεψε σωστά ότι θα ήταν ένας μακρύς πόλεμος που θα διαρκούσε τουλάχιστον τρία χρόνια, θα απαιτούσε τεράστιες στρατιές για τη νίκη κατά της Γερμανίας και θα επέφερε τεράστιες απώλειες πριν το τέλος του. Ο Κίτσενερ είχε δηλώσει ότι η σύγκρουση αυτή θα καταστρέψει το ανθρώπινο δυναμικό «μέχρι το τελευταίο εκατομμύριο.»

Έτσι, άρχισε μία μαζική εκστρατεία στρατολόγησης, η οποία σύντομα παρουσίασε και μία χαρακτηριστική αφίσα του Κίτσενερ που πάρθηκε από το εξώφυλλο ενός περιοδικού. Είναι πιθανό ότι ώθησε πολλούς νέους να καταταγούν και αποδείχθηκε μία από τις χαρακτηριστικότερες εικόνες αυτού του πολέμου, έχοντας αντιγραφεί και παρωδηθεί πολλές φορές στη συνέχεια.

Ο Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου Μώρις Χάνκεϋ έγραψε για τον Κίτσενερ: «Το μεγάλο και εκπληκτικό γεγονός είναι ότι μέσα σε 18 μήνες από την έναρξη του πολέμου, ο οποίος βρήκε έναν λαό που βασιζόταν αποκλειστικά στη θαλάσσια ισχύ και ουσιαστικά με μη στρατιωτική εμφάνιση, ο Κίτσενερ συνέλαβε και υλοποίησε έναν από πάσης απόψεως εξοπλισμένο εθνικό στρατό, ικανό να αντιπαρατεθεί μόνος του με τις στρατιές της μεγαλύτερης στρατιωτικής δύναμης που είχε δει ο κόσμος»[10]

1915 Επεξεργασία

Τον Ιανουάριο του 1915 ο Στρατάρχης Σερ Τζων Φρεντς, διοικητής του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος, με την σύμφωνη γνώμη και άλλων ανώτατων διοικητών (π.χ. του Στρατηγού Σερ Ντάγκλας Χέιγκ), ζήτησε την ενσωμάτωση του Νέου Στρατού στις υπάρχουσες μεραρχίες σαν απλά τάγματα και όχι τη συγκρότηση του σε νέες μεραρχίες. Ο Φρεντς απευθύνθηκε στον πρωθυπουργό Άσκουιθ, προϊστάμενο του Κίτσενερ, ωστόσο ο Άσκουιθ αρνήθηκε να παρακάμψει τον Κίτσενερ. Αυτό υπήρξε ένας ακόμα λόγος επιδείνωσης των σχέσεων μεταξύ του Φρεντς και του Κίτσενερ, ο οποίος Κίτσενερ είχε μεταβεί στη Γαλλία τον Σεπτέμβριο του 1914, κατά τη διάρκεια της Μάχης του Μάρνη, προκειμένου να διατάξει τους Γάλλους να αναλάβουν επιθετική δράση. Ωστόσο, ο Φρεντς είχε την εντύπωση ότι ο πόλεμος θα τελείωνε μέχρι το καλοκαίρι, πριν την ανάπτυξη των μεραρχιών του Νέου Στρατού, καθώς η Γερμανία είχε πρόσφατα αναπτύξει κάποιας από τις μεραρχίες της στο ανατολικό μέτωπο.[11] Αυτό δεν συνέβη και οι μεραρχίες του Νέου Στρατού άρχισαν να αναπτύσσονται από τη Μάχη του Λόος τον Σεπτέμβριο του 1915.

Ο Κίτσενερ προειδοποίησε τους Γάλλους τον Ιανουάριο του 1915 ότι το Δυτικό Μέτωπο ήταν μία πολιορκούμενη γραμμή που δεν μπορούσε να διαρρηχθεί, αν και αυτό αποτελούσε θέμα συζητήσεων του Υπουργικού Συμβουλίου σχετικά με αμφίβιες αποβάσεις στις ακτές της Βαλτικής ή της Βόρειας Θάλασσας ή στην Τουρκία.[12] Σε μία προσπάθεια ανεύρεσης τρόπου ανακούφισης της πίεσης στο Δυτικό Μέτωπο, ο Κίτσενερ πρότεινε μία εισβολή στην Αλεξανδρέττα με στρατεύματα της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας(ANZAC, του Νέου Βρετανικού Στρατού και με στρατεύματα από την Ινδία. Η Αλεξανδρέττα ήταν μία περιοχή με μεγάλο πληθυσμό χριστιανών και ήταν το στρατηγικό κέντρο του σιδηροδρομικού δικτύου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας — η κατάληψη της θα έκοβε την Αυτοκρατορία στα δύο. Ωστόσο, τελικά πείστηκε να υποστηρίξει την καταστροφική εκστρατεία του Ουίνστον Τσώρτσιλ στην Καλλίπολη το 1915–1916. (Η ευθύνη του Τσώρτσιλ για την αποτυχία αυτής της εκστρατείας αμφισβητείται· για περισσότερες πληροφορίες βλέπε το βιβλίο του Ντέηβιντ Φρόμκιν Η ειρήνη που θα σταματούσε κάθε ειρήνη). Αυτή η αποτυχία, σε συνδυασμό με την Κρίση των Οβίδων το 1915 - υπό το βάρος και της επίθεσης του τύπου που ενορχήστρωσε ο Σερ Τζων Φρεντς – επέφερε βαρύ πλήγμα στο πολιτικό κύρος του Κίτσενερ· ο Κίτσενερ ήταν τόσο δημοφιλής στο κοινό, που ο Άσκουιθ τον χρησιμοποίησε και στη νέα κυβέρνηση συνασπισμού, ωστόσο η ευθύνη για τα πυρομαχικά αποδόθηκε σε ένα νέο υπουργείο υπό τον Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ.

Η επίσημη ιστορία αργότερα δέχτηκε ότι ο Κίτσενερ ήλπιζε να διοριστεί Αρχιστράτηγος των Συμμαχικών Δυνάμεων. Ο Λίντελλ Χαρτ υπέθεσε ότι αυτός ήταν ο λόγος που επέτρεψε στον εαυτό του να πειστεί από τον Ζοφρ και να διατάξει την επίθεση του Λόος τον Σεπτέμβριο του 1915, μία επίθεση την οποία δεν υποστήριζε ούτε ο Φρεντς ούτε ο Χέιγκ (που τότε διοικούσε τη Βρετανική 1η Στρατιά).[13]

Ο Κίτσενερ ήταν επιφυλακτικός για τη χρησιμότητα του άρματος μάχης και για αυτό το λόγο, αυτό αναπτύχθηκε υπό την αιγίδα του Ναυαρχείου και του Ουίνστον Τσώρτσιλ. [14]

Με τους Ρώσους να έχουν εκτοπιστεί από την Πολωνία, ο Κίτσενερ θεώρησε ότι οι αυξάνονταν πιθανότητες μεταφοράς γερμανικών στρατευμάτων δυτικά και εισβολής στη Βρετανία, οπότε ενημέρωσε το Πολεμικό Συμβούλιο (14 Μαΐου) ότι δεν σκόπευε να στείλει στην Ευρώπη το Νέο Στρατό. Παράλληλα τηλεγράφησε (16 Μαΐου) στους Γάλλους ότι δεν θα έστελνε άλλες ενισχύσεις στη Γαλλία, αν δεν ήταν σαφές ότι η γερμανική γραμμή μπορούσε να διασπαστεί. Ωστόσο, στα τέλη Μαΐου απέστειλε δύο Μεραρχίες, περισσότερο για να ευχαριστήσει τον Ζοφρ, παρά διότι πίστευε ότι μπορούσε να επιτευχθεί κάποια διάσπαση του μετώπου.[15] Είχε σαν σκοπό να διατηρήσει το Νέο Στρατό για να επιτύχει ένα αποφασιστικό χτύπημα το 1916-1917, αλλά μέχρι το καλοκαίρι του 1915 είχε συνειδητοποιήσει ότι οι υψηλές απώλειες και η υποχρέωση που είχε αναληφθεί έναντι της Γαλλίας δεν μπορούσαν να αγνοηθούν. «Δυστυχώς πρέπει να διεξάγουμε τον πόλεμο όπως πρέπει και όχι όπως μας αρέσει», όπως είπε χαρακτηριστικά στην Επιτροπή Δαρδανελλίων στις 20 Αυγούστου 1915.[16]

Κατά τα τέλη του 1915, ο Κίτσενερ απεστάλη για επιθεώρηση του Μετώπου της Καλλίπολης και της Μέσης Ανατολής, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να πειστεί να παραμείνει στην περιοχή σαν διοικητής. Ο Ντάγκλας Χέιγκ – ο οποίος εκείνη την εποχή είχε εμπλακεί σε δολοπλοκίες με σκοπό το διορισμό του Ρόμπερτσον ως Αρχηγού του Αυτοκρατορικού Γενικού επιτελείου – σύστησε το διορισμό του Κίτσενερ ως αντιβασιλέα της Ινδίας («όπου ετοιμάζονταν φασαρίες»), αλλά όχι στη Μέση Ανατολή, όπου η ισχυρή του προσωπικότητα θα είχε οδηγήσει στην προσέλκυση τόσο δημοσιότητας όσο και πόρων προς το πρόσωπο του.[17] Στο τέλος του 1915, ο νέος Αρχηγός του Αυτοκρατορικού Γενικού Επιτελείου, Σερ Ουίλλιαμ Ρόμπερτσον, ανέλαβε τη θέση με τον όρο ότι θα μιλούσε με το υπουργικό συμβούλιο εκ μέρους του στρατού για θέματα στρατηγικής, αφήνοντας τον Κίτσενερ υπεύθυνο για το ανθρώπινο δυναμικό και τη στρατολογία. Ενώ ο Κίτσενερ ήλπιζε ότι θα διατηρούσε τις στρατιές του σε εφεδρεία προκειμένου να δώσει τη χαριστική βολή στη Γερμανία όταν όλα τα άλλα έθνη θα είχαν εξαντληθεί, ο Ρόμπερτσον ήταν επιφυλακτικός με τη δημιουργία μετώπων στα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή και έτσι εκτόξευσε μεγάλες βρετανικές επιθέσεις εναντίον των Γερμανών στο Δυτικό Μέτωπο — η πρώτη από αυτές ήταν εκείνη του Σομ το 1916.

1916 Επεξεργασία

Κατά τις αρχές του 1916, ο Κίτσενερ επισκέφθηκε τον Ντάγκλας Χέιγκ ο οποίος είχε μόλις τοποθετηθεί σαν Διοικητής του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος στη Γαλλία. Ο Κίτσενερ είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην απομάκρυνση του προκατόχου του Χέιγκ, Σερ Τζων Φρεντς με τον οποίο είχε κακές σχέσεις. Οι απόψεις του Χέιγκ μπορεί να διέφεραν σε σχέση με εκείνες του Κίτσενερ και τη σημασία που εκείνος απέδιδε στην προσπάθεια στη Μεσόγειο, δίνοντας σημασία στην ύπαρξη ενός ισχυρού Γενικού Επιτελείου στο Λονδίνο, αλλά θεωρούσε τον Κίτσενερ μία στρατιωτική φωνή που μπορούσε να αντιπαρατεθεί στην τρέλα των πολιτών, όπως ο Τσώρτσιλ. Ωστόσο, θεωρούσε ότι ο Κίτσενερ ήταν «κολλημένος, κουρασμένος και πολύ γερασμένος» και πίστευε ότι ήταν λυπηρό ότι «το πνεύμα του έχανε τη συνοχή του» καθώς πλησίαζε η στιγμή για μία αποφασιστική νίκη στο Δυτικό Μέτωπο (τουλάχιστον όπως το έβλεπαν ο Χέιγκ και ο Ρόμπερτσον). Ο Κίτσενερ ήταν επιφυλακτικός όσον αφορά το σχέδιο του Χέιγκ για μία αποφασιστική νίκη μέσα στο 1916 και προτιμούσε τη διενέργεια μικρότερων επιθέσεων, με χαρακτήρα καθαρά φθοράς του εχθρού, ωστόσο τάχθηκε στο πλευρό του Ρόμπερτσον λέγοντας στο Υπουργικό Συμβούλιο ότι η σχεδιαζόμενη αγγλογαλλική επίθεση στο Σομ θα πρέπει να προχωρήσει.[66]

Ο Κίτσενερ δεχόταν πιέσεις από τον Γάλλο πρωθυπουργό Αριστίντ Μπριάν (19 Μαρτίου 1916) για μία επίθεση στο Δυτικό Μέτωπο η οποία θα βοηθούσε στην ανακούφιση της γερμανικής επίθεσης στο Βερντέν. Οι Γάλλοι είχαν αρνηθεί τη μεταφορά στρατευμάτων από τη Θεσσαλονίκη, κάτι που ο Κίτσενερ πίστευε οτι αποσκοπούσε στην αύξηση της γαλλικής ισχύος στη Μεσόγειο.[67]

Στις 2 Ιουνίου 1916, ο Κίτσενερ απάντησε προσωπικά σε ερωτήσεις που τέθηκαν από τους πολιτικούς σχετικά με την διεύθυνση της πολεμικής προσπάθειας την οποία ασκούσε· στις αρχές των εχθροπραξιών, ο Κίτσενερ είχε παραγγείλει 2 εκατομμύρια τυφέκια από διάφορες κατασκευαστές όπλων των ΗΠΑ. Μόνο 480 από αυτά τα όπλα είχαν φτάσει στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τις 4 Ιουνίου 1916. Ο αριθμός των οβίδων που είχαν παραληφθεί ήταν εξίσου απογοητευτικός. Ο Κίτσενερ εξήγησε τις προσπάθειες του για την εξασφάλιση εναλλακτικών πηγών υλικού. Έλαβε επιδοκιμαστική ψήφο και τις ευχαριστίες 200 μελών του Κοινοβουλίου τα οποία παρευρέθηκαν για να θέσουν τις ερωτήσεις τους, τόσο για την ειλικρίνεια του, όσο και για τις προσπάθειες του να διατηρήσει τον εξοπλισμό των στρατιωτών· Ο Σερ Άιβορ Χέρμπερτ, ο οποίος μόλις μία εβδομάδα πριν είχε εισηγηθεί ψήφο μομφής έναντι της ηγεσίας του Κίτσενερ στο Υπουργείο Πολέμου, υποστήριξε προσωπικά την κίνηση αυτή.[68]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Neillands 2006, σελ. 28
  2. Neilson, "Kitchener" (2008)
  3. Neilson, Keith, ‘Kitchener, Horatio Herbert, Earl Kitchener of Khartoum (1850–1916)’, Oxford Dictionary of National Biography, Oxford University Press, Σεπτέμβριος 2004; online έκδοση, Ιανουάριος 2008, Ανακτήθηκε στις 9 Ιουνίου 2008
  4. 4,0 4,1 4,2 Neil Asher Silberman, Digging for God and Country: Exploration, Archaeology and the Secret Struggle for the Holy Land 1799–1917 (New York: Alfred A. Knopf, 1982). ISBN 0-394-51139-5
  5. Edward Hull (1885). Mount Seir, Sinai and Western Palestine. Richard Bentley and sons. 
  6. London Gazette, τεύχος 27019 σελ. 6375, 1 Νοεμβρίου 1898, Ημερομηνία πρόσβασης 18 Απριλίου 2008
  7. Korieah, Chima Jacob Joku, Raphael Missions, States, and European Expansion in Africa Routledge, Taylor, and Francis Group 2007 page 206
  8. http://www.gutenberg.org/files/27529/27529-h/27529-h.htm
  9. Barry Bridges, "Lord Kitchener and the Morant-Handcock Executions," Journal of the Royal Australian Historical Society 1987 73(1): 24–40
  10. Lord Hankey (1961). The Supreme Command, 1914-1918. Allen and Unwin. σελίδες 2:508. 
  11. Groot 1988, σελ.178
  12. Neillands 2006, p166
  13. Liddell Hart 1930, p.197
  14. Neillands 2006, p174
  15. Holmes 2004, p293
  16. Woodward, 1998, p14, 17
  17. Groot 1988, p.212