Χατζημιχάλης Γιάνναρης

Έλληνας οπλαρχηγός

Ο Χατζή-Μιχάλης Γιάνναρης (Λάκκοι Χανίων,[1] 1833 - Χανιά, 1916) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός της Κρήτης.

Χατζημιχάλης Γιάνναρης
Τσιγκογραφία του χατζη-Μιχάλη Γιάνναρη από το περιοδικό Ημερολόγιο Σκόκου του 1892.
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Χατζημιχάλης Γιάνναρης (Ελληνικά)
Γέννηση1833
Λάκκοι Πλατανιά Χανίων
Θάνατος17  Ιουλίου 1916
Χανιά
Χώρα πολιτογράφησηςΟθωμανική Αυτοκρατορία
Ελλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Βιογραφικά στοιχεία Επεξεργασία

Γεννήθηκε στο ορεινό χωριό Λάκκοι, της επαρχίας Κυδωνίας, των Χανίων το 1833. Γιος ιερέα, διδάχθηκε από τον πατέρα του γραφή και ανάγνωση, πράγμα σπάνιο για την εποχή και και τις συνθήκες της. Ήταν μεγαλόσωμος και από μικρή ηλικία άφησε μούσι. Στα 15 του το 1848 μετέβη με τον πατέρα του και τον αδελφό του Παναγιώτη στους Αγίους Τόπους για προσκύνημα, όπου έμειναν 8 μήνες και ξαναβαπτίσθηκαν και οι τρεις στον Ιορδάνη ποταμό. Εξού και το προσωνύμιο «χατζής» το οποίο στην τουρκική δηλώνει τον προσκυνητή (μουσουλμάνο στη Μέκκα και χριστιανό στην Ιερουσαλήμ). Ο ίδιος καλείται πλέον χατζή-Μιχάλης, ο δε πατέρας του αναφέρεται ως χατζή-Παπάς.

Χαρακτήρας ατίθασος και αδούλωτος, στα 22 του συμπλέκεται με Τουρκοκρητικούς που γλεντούσαν τη λήξη του κριμαϊκού πολέμου και την ήττα της Ρωσίας με την πτώση της Σεβαστούπολης (20 Σεπτεμβρίου 1855) χλευάζοντας τους χριστιανούς, στο χωριό Κυρτομάδω Κυδωνίας. Αφού με τον ξάδερφό του τραυμάτισαν με μαχαίρι 7 Τούρκους, συνελήφθη και φυλακίστηκε στο φρούριο Φιρκά των Χανίων, αποπειράθηκε να αποδράσει, τραυματίστηκε, συνεληφθη εκ νέου και τελικά ελευθερώθηκε με καταβολή μεγάλου χρηματικού ποσού ως λύτρα. Έκτοτε αρχίζει η επαναστατική του δράση.

Η δράση του αυτή συνεχίζεται στην επανάσταση του 1858, οπότε συνελήφθη, φυλακίστηκε στο Χάνδακα (Ηράκλειο) κι αφέθη ελεύθερος με τον όρο να πείσει τους συντοπίτες του να πάψουν να ζητάν την ενίσχυση της Γαλλίας. Το1860, ταξίδεψε στο βασίλειο της Ελλάδας κι έγινε μέλος του επίλεκτου κρητικού τάγματος. Δύο χρόνια όμως μετά, το τάγμα διαλύθηκε λίγο πριν την εκδίωξη του βασιλιά Όθωνα το 1862 κι ο Γιάνναρης επέστρεψε υπό άκρα μυστικότητα στην Κρήτη. Ξανασυνελλήφθη, απέδρασε και κρύφτηκε στα βουνά ώσπου του χορηγήθηκε αμνηστία.

Η επαναστατική του δράση κορυφώνεται με στην επανάσταση του 1866 στην οποία ήταν αρχηγός της επαρχίας Κυδωνίας. Οι Τουρκοι τον είχαν φοβηθεί και τον αποκαλούσαν "καρά σεϊτάν" (μαύρος διάβολος) και στις 27 Σεπτεμβρίου 1866 ο Μουσταφά πασάς διατάζει για αντίποινα καταδρομική επίθεση στο χωριό του, τους Λάκκους, όπου καταστράφηκε το σπίτι του και κάηκε μεγάλο μέρος του χωριού. Δυο αδερφοί του σκοτώνονται στην επανάσταση, ο Παναγιώτης κι ο Αντώνης, ενώ ο Μιχάλης κρύβεται με τους συντρόφους του στο φαράγγι της Σαμαριάς. Με την κατάπνιξη της επανάστασης, συλλαμβάνεται ενώ προσπαθεί να διαφύγει με πλοίο στην Πελοπόννησο και στέλνεται αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη.

Η Υψηλή Πύλη (σουλτάνος τότε ο Αμπντουλ Αζίζ) προσπαθεί με κάθε μέσον να τον προσεταιριστεί, τον κρατά δε σε κατ' οίκον περιορισμό και όχι στη φυλακή, προσπαθώντας να τον εκμαυλίσει με υλικές παροχές και υποσχέσεις μεγάλων αξιωμάτων. Το Πάσχα του 1870, προφασιζόμενος ότι θέλει να μεταλάβει, μεταφέρεται συνοδεία ζαπτιέδων (Οθωμανών χωροφυλάκων) στο Φανάρι για να εκκλησιασθεί. Σε συνεννόηση με τον Ρώσο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Νικολάι Ιγνάτιεφ, δραπετεύει από την εκκλησιά μεταμφιεσμένος σε ιερέα και φυγαδεύεται από την Κων/πολη στην Οδησσό.

Εκεί οι ρωσικές αρχές αναγνωρίζουν τις αρετές του και με βάση την κοινή πεποίθηση να βοηθήσουν τη χριστιανική Κρήτη κατά των Οθωμανών, του παρέχουν τιμητική μηνιαία χορηγία κι ο Χατζημιχάλης διαμένει στο Ταγκανρόγκ για 7 χρόνια, ως την άνοιξη του 1877. Στα χρόνια αυτά με τη βοήθεια της εύπορης ομογενούς Ευγενίας Σκαραμαγκά, γράφει τα απομνημονεύματά του και το ποίημα "Η Κρητικοπούλα" το 1874, που εξελίσσεται στα χρόνια της μεγάλης επανάστασης του 1866-1869. Κατα μια πηγή, κατατάσσεται στον ρωσικό στρατό και φτάνει σε ανώτερα αξιώματα. Με το ξέσπασμα όμως του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-1878, που πυροδότησε νέα επανάσταση στην Κρήτη, φεύγει τον Απρίλιο του 1877 πάλι για την Κρήτη όπου και πάλι έλαβε μέρος σε μάχες και διακρίθηκε κατά των Τούρκων. Παρά τις αρχικές επιτυχίες που επισημοποιήθηκαν με τη σύμβαση της Χαλέπας που παραχωρούσε μια μορφή αυτονομίας στους Κρητικούς, η απογοήτευση έρχεται σύντομα με τη συνθήκη ειρήνης του Αγίου Στεφάνου (1878), οπότε ο Γιάνναρης διαφεύγει στην Αθήνα.

Επιστρέφει στην Κρήτη το 1895 και συμμετέχει σε μια ακόμα επαναστάση και διατελεί πρώτος πρόεδρος της βουλής της Κρητικής Πολιτείας. Την 1η Δεκεμβρίου 1913, στα 81 του παρασημοφορείται απο τον τότε βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄ για την προσφορά του στους απελευθερωτικούς αγώνες της Κρήτης και παρουσία του τότε πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, υψώνει την ελληνική σημαία στο φρούριο Φιρκάς των Χανίων. Απεβίωσε στο Μάλεμε Χανίων στις 21 Ιουλίου 1916, κηδεύτηκε με τιμές στρατηγού και τα οστά του βρίσκονται ενταφιασμένα στον Ομαλό, δίπλα στο εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Εθνικόν ημερολόγιον Σκόκου του έτους 1892, Εν Αθήναις 1891, σ. 353 - 354». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Μαρτίου 2018. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2015. 

Πηγές Επεξεργασία