Ο Αγαθάγγελος Κοζάκης-Τυπάλδος (Ληξούρι 1771- Ιεροσόλυμα 1865) ήταν από το 1808 τιτουλάριος επίσκοπος Τριπόλεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τοποτηρητής Κεφαλλονιάς (1818-1821) και το 1817 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, της οποίας υπήρξε δραστήριο μέλος.

Αγαθάγγελος Κοζάκης Τυπάλδος

Πρώτα χρόνια Επεξεργασία

Κατά κόσμον Ανδρέας γεννήθηκε στο Ληξούρι το 1771. Ήταν γιος του Γεωργίου και της Μαρίας Τυπάλδου Κιάπλια. Από μικρό παιδί αφιερώθηκε στα θεία. Ασχολήθηκε και με την αγιογραφία, όπως αποδεικνύει προσωπογραφία του Ευγένιου Βούλγαρη που φέρει την υπογραφή του. Διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα στο Ληξούρι, όπου αποδείχτηκε ιδιαίτερα φιλομαθής από τη φύση του. Αργότερα επισκέφτηκε διάφορα μοναστήρια της Ανατολής και έγινε μοναχός σε ένα από αυτά. Το 1806 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη ύστερα από προτροπή του Μητροπολίτη Κεφαλληνίας Ιωαννίκιου, για να διαπραγματευτεί κάποιες σπουδαίες υποθέσεις της Μητρόπολης, και μετά από πρόσκληση του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως έγινε εφημέριος στο Σταυροδρόμι, όπου κατόρθωσε να αναγείρει εκ βάθρων τον ναό.

Σταδιοδρομία Επεξεργασία

Τον Οκτώβριο του 1808 χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Καλλίνικο Δ΄ τιτουλάριος Επίσκοπος Τριπόλεως, Βοηθός Επίσκοπος της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως και Χωρεπίσκοπος Σταυροδρομίου (Πατριαρχικός Κώδικας Π. Αρχ.Θ΄ σελ.257) Το 1817 μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη Ιωαννίκιου μετέβη στην Κεφαλλονιά και στις 8 Ιουλίου 1818 ονομάστηκε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης τοποτηρητής του θρόνου. Εκείνη την περίοδο μυήθηκε και στη Φιλική Εταιρεία με έντονη δράση. Ανέλαβε μάλιστα να προωθήσει ένοπλους Κεφαλλονίτες στην Πελοπόννησο. Η δραστηριότητά του όμως προκάλεσε την οργή των Άγγλων, που κατείχαν τότε τα Επτάνησα, οι οποίοι τον καταδίκασαν σε εξορία. Τότε έφυγε για τη Βενετία, όπου φιλοξενήθηκε από τον μητροπολίτη Δαλματίας, ο οποίος τον γνώρισε σε κύκλο διαπρεπών ομογενών, στον αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκο, που διέμενε στη Βενετία και ο Ιωάννης Καποδίστριας τον συνέστησε στον τσάρο της Ρωσίας, Αλέξανδρο Α΄. Το 1824, αφού μάταια περίμενε να αναλάβει πάλι τα ηνία του μητροπολιτικού θρόνου της Κεφαλλονιάς, ακολούθησε τον τσάρο στη Ρωσία, διορίστηκε βοηθός επίσκοπος στην Κριμαία και απέκτησε τη ρωσική ιθαγένεια. Το 1825 ανέλαβε τη διαχείρηση της Ιεράς Μονής του Αγίου Γεωργίου στο Βαλουκλαβά, όπου και διέμεινε μέχρι τον Δεκέμβριο του 1853. Διακρίθηκε στον Κριμαϊκό πόλεμο, όπου διορίστηκε πνευματικός του Στόλου και παρέμεινε στην πόλη της Σεβαστούπολης καθ' όλη τη διάρκεια της πολιορκίας της και τιμήθηκε με πολλά παράσημα με σημαντικότερο αυτό του Αγίου Γεωργίου. Με το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου, το 1856, μετέβη στους Αγίους Τόπους για να προσκυνήσει και εγκαταστάθηκε στα Ιεροσόλυμα, όπου έζησε για εννέα χρόνια, μέχρι το τέλος της ζωής του στις 20 Μάϊου 1865. Θάφτηκε στο Όρος Σιών και στην κηδεία του εκφωνήθηκε λόγος του Γρηγορίου Παλαμά.

Προσωπική ζωή[1] Επεξεργασία

Ήταν αδερφός του ιατρού και πρωτεργάτη της Ελληνικής Επανάστασης, Γεωργίου Τυπάλδου Κοζάκη.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Άννινος, Ιωάννης (1888). Σκιαγραφία Αργοστολίου του ενδόξου 1821 και του 1865 με φωνήν της πατρίδος. Κεφαλλονιά: "Η Κεφαλληνία". σελ. 5. 

[1]

3. Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Τριπόλεως κυρός Αγαθάγγελος. (1771-1865).

  1. Τσιτσέλης, Ηλίας (1904). Κεφαλληνιακά Σύμμικτα: Συμβολαί εις την Ιστορίαν και την Λαογραφίαν της νήσου Κεφαλληνίας. Αθήνα: Παρασκευάς Λεωνής. σελ. 693-696.