Η Μάχη στο Ναβαρίκο, Χώνια και Κιάφα διεξήχθη στις 29 Μαΐου 1822 μεταξύ των Οθωμανών και των Σουλιωτών. Έλαβε μέρος στις περιοχές πέριξ του Σουλίου και έληξε με αποφασιστική νίκη των Ελλήνων.

Μάχη στο Ναβαρίκο, Χώνια και Κιάφα
Ελληνική Επανάσταση του 1821
Χάρτης της περιοχής του Σουλίου
Χρονολογία29 Μαΐου 1822
ΤόποςΣούλι
ΜέθοδοιΜάχη
ΈκβασηΝίκη των Σουλιωτών
Αντιμαχόμενοι
Έλληνες επαναστάτες
Πρώτη Ελληνική Δημοκρατία
Ηγετικά πρόσωπα
Χουρσίτ Πασάς,
Ομέρ Βρυώνης,
Άγος Μουχουρδάρης,
Κεσέρ Αχμέτ Πασάς,
Ελμάζ Μέτσιος,
Ταχήρ Αμπαζής
Δυνάμεις
750-1.100
10.000-15.000

Υπόβαθρο Επεξεργασία

 
Ο Χουρσίτ Πασάς ηγήθηκε της επίθεσης κατά του Σουλίου.

Ύστερα από την θανάτωση του Αλή Πασά (25 Ιανουαρίου 1822), ο Χουρσίτ Πασάς ήταν πλέον ελεύθερος να μεταφέρει τα στρατεύματα του στον επαναστατημένο Μοριά. Ωστόσο, θεωρούσε απαραίτητη την υπόταξη της περιοχής του Σουλίου. Οι Σουλιώτες, αντιλαμβανόμενοι τον κίνδυνο που διέτρεχαν, έστειλαν γράμμα στην κυβέρνηση όπου ανέφεραν πως βρισκόταν περιτριγυρισμένοι από πολυάριθμους εχθρούς οι οποίοι τους ζητούσαν να συμβιβασθούν. Αλλά επειδή βρίσκονταν στα χέρια των Οθωμανών όμηροι Σουλιώτες, οι επαναστάτες έδιναν παραπλανητικές απαντήσεις στους εχθρούς τους έως να τελειώσει ο χειμώνας. Επιπλέον ζητούσαν ενισχύσεις από την κυβέρνηση, λέγοντας πως άμα δεν δέχονταν βοήθεια από την νότια Ελλάδα θα ήταν καταδικασμένοι σε αποτυχία. Ακόμη, ανέφεραν πως με τις ενισχύσεις θα μπορούσαν να αποκλείσουν τους Οθωμανούς υπό τον Χουρσίτ Πασά στα Γιάννενα και παράλληλα να συνάψουν συμμαχία με τους Τσάμηδες, Λιάπηδες και Τόσκηδες. Η κυβέρνηση έστειλε επιστολή όπου παρότρυνε να αρχίσουν επιχειρήσεις εναντίον των Οθωμανών, σύμφωνα με σχέδιο που είχαν συλλάβει και αναπτύξει οι Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Μάρκος Μπότσαρης.[1]

Ο Μαυροκορδάτος θεωρώντας αναγκαία την εκστρατεία στην Ήπειρο προσπάθησε να ευρύνει την δραστηριότητα των Σουλιωτών με συμφωνία με τους τοπικούς Αλβανούς και στις 12 Μαΐου γνωστοποίησε πως οι Σουλιώτες είχαν δικαίωμα να κάνουν συμφωνίες με τους Αλβανούς και πως είχαν την δυνατότητα να ορίζουν επιτρόπους για αυτές τις συμφωνίες. Την ίδια ημέρα, ύστερα από εισήγηση του Μάρκου Μπότσαρη, η Βουλή πήρε την απόφαση πως θα δίνονταν μισθός στους Σουλιώτες αξιωματικούς και στρατιώτες, όπως και σε όλα τα ελληνικά στρατεύματα. Πριν ακόμη μάθουν οι Σουλιώτες για αυτές τις εξελίξεις, έλαβαν γράμμα από τον Χουρσίτ Πασά που τους χορηγούσε αμνηστία και τους ανανέωνε τα παλιά προνόμια. Όμως, οι Σουλιώτες αρνήθηκαν κατηγορηματικά σε επιστολή που συνέταξε ο Χριστόφορος Περραιβός, και συγχρόνως άρχισαν να κάνουν εκκλήσεις για πλοία προκειμένου να μεταφερθούν τα γυναικόπαιδα σε ασφαλείς περιοχές και να ενισχύσουν την περιοχή με εφόδια με τρόφιμα. Αλλά ακόμα κι αν ήταν εφικτό να σταλθούν οι ενισχύσεις δεν θα βοηθούσαν, καθώς ο Χουρσίτ Πασάς εξαπέλυσε την επίθεση του στις 15 Μαΐου 1822.[2]

Στρατοί Επεξεργασία

Ο στρατός που κινητοποίησε ο Χουρσίτ Πασάς εναντίον των Σουλιωτών αριθμούσε περίπου 10.000 ή 15.000 άνδρες. Το επί το πλείστων των δυνάμεών του αποτελούνταν από Τσάμηδες, Λιάπηδες, Γκέγκηδες, και Τόσκηδες και συνοδεύονταν από ιππικό, μεγάλα πολυβόλα και βομβοβόλα. Αρχηγοί της τεράστιας αυτής στρατιάς ήταν οι δύο ανώτεροι αξιωματικοί του Χουρσίτ και του Αλή Πασά και οι Κεσέρ Αχμέτ Πασάς, Άγος Μουχουρδάρης, Ελμάζ Μέτσιος και Ταχήρ Αμπαζής. Επικεφαλής των αξιωματικών διορίσθηκε ο Ομέρ Βρυώνης.[2]

Μπροστά σε αυτό το τεράστιο στρατό, οι Σουλιώτες μπόρεσαν μόλις να αντιπαρατάξουν 750-1.100 άνδρες: 200-400 υπό τους Γεώργιο Δράκο και Γιώτη Δαγκλή, 300 υπό τους Νότη Μπότσαρη και Νάση Φωτομάρα και 250-400 υπό τους Διαμάντη και Τούσα Ζέρβα και Αθανάσιο Κουτσονίκα.[3]

Μάχη Επεξεργασία

 
Ο Νότης Μπότσαρης ήταν ένας από τους αρχηγούς των Σουλιωτών κατά την μάχη στο Ναβαρίκο, Χώνια και Κιάφα.

Ο πολυάριθμος οθωμανικός στρατός κατευθύνθηκε στους Βαριάδες, όπου και χωρίστηκε σε τρία τμήματα τα οποία θα επιτίθονταν στο Σούλι ταυτόχρονα από διαφορετικές διαβάσεις. Το πρώτο τμήμα, αποτελούμενο από 4.000 άνδρες υπό τους ανώτερους αξιωματικούς του Χουρσίτ, κατέλαβε το Σέλωμα Ποπόβου, και ύστερα επιτέθηκε στο Μαμάκο, στις 16 Μαΐου 1822, που το υπεράσπιζαν ο Γ. Δράκος και ο Γ. Δαγκλής με 200-400 άνδρες. Το μικρό σώμα του Δράκου και του Δαγκλή κατάφερε να αποκρούσει τρεις επιθέσεις, αλλά όταν η οπισθοφυλακή του Δράκου, υπό τους Λάμπρο Ζάρμπα και Βέλιο Καραμπίνη, προσβλήθηκε από 2.000 άνδρες, που στάλθηκαν από τον Ομέρ Βρυώνη, οι Σουλιώτες υποχώρησαν στο Κούγκι και κλείσθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Δονάτου. Οι Μουσουλμάνοι τότε εισέβαλαν στο Σούλι, που είχε εγκαταλειφθεί, και επιτέθηκαν στο Κούγκι. Εξαιτίας, όμως, ενός τεχνάσματος του Ζάρμπα, οι Οθωμανοί τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας περίπου 80 νεκρούς.[2]

Την ίδια μέρα, το δεύτερο τουρκικό τμήμα (5.000 άνδρες υπό τον Ομέρ Βρυώνη και Άγο Μουχουρδάρη) επιτέθηκε στον Άγιο Νικόλαο, όπου βρίσκονταν ο Νότης Μπότσαρης, ο Νάσης Φωτομάρας και 300 Σουλιώτες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στο ύψωμα Στρέθιζα και Στρούμπουλο μπροστά στην σφοδρή επίθεση του εχθρού. Εκεί, κατάφεραν να αποκρούσουν κάθε εχθρική έφοδο επιτυχώς. Το τρίτο τουρκικό τμήμα (6.000 άνδρες υπό τον Κεσέρ Αχμέτ Πασά), συγκρούστηκε με το σώμα των Ζερβαίων και του Αθανάσιου Κουτσονίκα στο Ζαβρούχο. Εκεί, οι Σουλιώτες κατάφεραν να τους αναχαιτίσουν επιτυχώς.[3]

Αφού οι Σουλιώτες πληροφορήθηκαν για την κατάληψη του Σουλίου, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να αμυνθούν στην θέση Ναβαρίκο, Χώνια και Κιάφα. Οι Οθωμανοί, τότε, προωθήθηκαν στις θέσεις Στρέθιζα, Στρούμπουλο, Γλυκύ, Σαμωνίβα, Γορδελίνα, Σαμωνίκι και Σκούπα. Κατόπιν προτάσεως του Άγο Μουχουρδάρη, οι Οθωμανοί αποφάσισαν να επιτεθούν εναντίον του Ναβαρίκου και των Χωνίων, προκειμένου οι υπερασπιστές της Κιάφας να στερηθούν το νερό και να παραδοθούν. Σύμφωνα με επιστολή Σουλιωτών στον Μάρκο Μπότσαρη, η επίθεση πήρε μέρος στις 29 Μαΐου 1822. Εναντίον του Ναβαρίκου, που το υπεράσπιζαν 300 άνδρες υπό τον Γεώργιο Δράκο και τον Φώτο Μπεθηρίκο, επιτέθηκαν 6.000 άνδρες υπό τον Ομέρ Βρυώνη και τον Άγο Μουχουρδάρη. Ύστερα από την πρώτη τουρκική επίθεση, πολλοί Σουλιώτες υποχώρησαν και η κατάσταση θα γινόταν πολύ κρίσιμη για τους 37 εναπομείναντες Σουλιώτες εάν δεν έσπευδαν προς ενίσχυση τους ο Νότης Μπότσαρης, ο Γιάννης Δαγκλής και ο Νάσης Φωτομάρας με 500 πολεμιστές. Η μάχη που ακολούθησε κράτησε 20 ώρες και τελικά οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, ενώ 1.500 Τόσκηδες και Γκέγκηδες που είχαν καταλάβει τους πύργους του Ναβαρίκου παραδόθηκαν στους νικητές την επόμενη μέρα.[4]

Την ίδια ημέρα που έγινε η επίθεση στο Ναβαρίκο, 4.000 Τσάμηδες Αλβανοί υπό τον Ισμαήλ Πρόνια, Ταχήρ Τσαπάρη και Μπάλιο Χούσα επιτέθηκαν στα Χώνια, ενώ 2.000 άνδρες υπό τον σελιχτάρη Μπότα επιτέθηκαν στην Κιάφα για αντιπερισπασμό. Στα Χώνια, 100 Σουλιώτες παρέσυραν τους εχθρούς τους σε ενέδρα, όπου τους επιτέθηκαν 200 Σουλιώτες και 300 γενναίες Σουλιώτισσες με ραβδιά και τουφέκια και ανάγκασαν να τρέψουν τους Τσάμηδες σε άτακτη υποχώρηση. Παρόμοια τύχη είχε και το σώμα του σελιχτάρη Μπότα, που υποχώρησε ύστερα από ισχυρή αντίσταση από τους Ζυγούρη Τζαβέλα και Αθανάσιο Κουτσονίκα.[4]

Τα ακόλουθα γεγονότα Επεξεργασία

Οι εχθροπραξίες μεταξύ των Οθωμανών και των Σουλιωτών έληξαν στις 2 Ιουνίου 1822. Ο Χουρσίτ Πασάς μετά τις μάχες αποχώρησε για την Πελοπόννησο κατόπιν διαταγής της Υψηλής Πύλης. Την αρχηγία των οθωμανικών στρατευμάτων στην Ήπειρο ανέλαβε ο Ομέρ Βρυώνης που έλαβε διαταγή να πολιορκήσει το Σούλι.[4]

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Βασίλειος Σφυροέρας, «Ο Αγώνας στην Ήπειρο», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΒ, 1975, σσ. 227-228.
  2. 2,0 2,1 2,2 Βασίλειος Σφυροέρας, «Ο Αγώνας στην Ήπειρο», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΒ, 1975, σ. 228.
  3. 3,0 3,1 Βασίλειος Σφυροέρας, «Ο Αγώνας στην Ήπειρο», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΒ, 1975, σσ. 228-229.
  4. 4,0 4,1 4,2 Βασίλειος Σφυροέρας, «Ο Αγώνας στην Ήπειρο», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΒ, 1975, σ. 229.

Βιβλιογραφικές πηγές Επεξεργασία

  • Σφυροέρας Βασίλειος, Ο Αγώνας στην Ήπειρο, Ιστορία του Ελληνικού έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΒ, 1975, σσ. 227-229.
  • Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής επαναστάσεως, τ. Β', κεφ.ΛΕ, Εκδόσεις Χρ. Γιοβάνης, σσ. 245-250