Ο φιλοσοφικός και θρησκευτικός όρος θεία δίκη χρησιμοποιείται με διπλή σημασία, υπό γενική και μερική άποψη, συνεπάγοντας καταστροφές.

Κατά τη γενικότερη άποψη ο όρος αποδίδεται με τις καταστροφές που επαπειλούνται ως τιμωρία από τον Θεό οι αδικοπραξίες που τελούν οι άνθρωποι είτε μεμονωμένα, είτε κατά λαός είτε και κατά των εχθρών λαού. Αντίθετα με τη στενότερη σημασία του όρου αποδίδεται κυρίως το επώδυνο τέλος της ιστορίας της ανθρωπότητας.
Οι τρόποι (μέσα) καταστροφής κατά τη πρώτη περίπτωση θεωρούνται εκείνα τα οποία και αναφέρονται στα λεγόμενα "ειρηνικά" (ειρηνευτικές δεήσεις) που ψάλλονται στις χριστιανικές εκκλησίες, όπως π.χ. λιμός, λοιμός, σεισμός, καταποντισμός, αιφνίδια επιδρομή αλλοφύλων, αιφνίδιος πόλεμος ή θάνατος, καταιγίδα, πλημμύρα, πυρκαγιά κ.λπ. Ειδικότερα η θεία δίκη αναφαίνεται περισσότερο στη θρησκεία των Εβραίων, αν και προϋπήρχαν παρόμοια στοιχεία και σε παλαιότερες θρησκείες μη μονοθεϊστικές, όπως π.χ. στη βαβυλωνιακή, αρχαία αιγυπτιακή, τον ζωροαστρισμό, την αρχαία ελληνική κ.λπ, πολλά από τα οποία φέρεται να παρέλαβαν και οι Εβραίοι. Επ΄ αυτού μέγα πλήθος διαφόρων μυθολογημάτων έπλεξαν σχεδόν όλοι οι λαοί ως αυταπόδεικτη εκδήλωση της εξέλιξης της συνείδησης και συναίσθησης ευθύνης των ανθρωπίνων πράξεων ως πρώιμο αίσθημα δικαίου.

Όσον αφορά τη στενότερη σημασία του όρου, η θεία δίκη συμπαρατάσσεται με την εσχατολογία αλλά και με μια παρουσία προσδοκίας με την οποία απαντάται ισοδύναμη και που περιγράφονται στη Βίβλο κατά ποικίλους τρόπους.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Πηγές Επεξεργασία

  • Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" τομ.ΙΒ΄, σελ.483.