Η κόμισσα της Αρκαδίας του Πέμπροουκ

Βουκολική μυθιστορία του Φίλιπ Σίντνεϊ

Η κόμισσα της Αρκαδίας του Πέμπροουκ (αγγλικός τίτλος:The Countess of Pembroke's Arcadia), έργο επίσης γνωστό ως Αρκαδία, είναι μακροσκελής βουκολική μυθιστορία του σερ Φίλιπ Σίντνεϊ που γράφτηκε στα τέλη του 16ου αιώνα. Έχοντας ολοκληρώσει μια έκδοση του κειμένου, ο Σίντνεϊ αργότερα επέκτεινε σημαντικά και αναθεώρησε το έργο του. Οι μελετητές σήμερα αναφέρονται συχνά σε αυτές τις δύο εκδοχές ως Παλαιά Αρκαδία και Νέα Αρκαδία. Είναι το πιο φιλόδοξο λογοτεχνικό έργο του συγγραφέα, εξίσου σημαντικό με τον κύκλο σονέτων του Αστρόφιλος και Στέλλα και με διαρκή επίδραση στην αγγλική λογοτεχνία.[1]

Η κόμισσα της Αρκαδίας του Πέμπροουκ
ΣυγγραφέαςΦίλιπ Σίντνεϊ
Γλώσσαπρώιμα σύγχρονα αγγλικά

Πρόκειται για ένα περίπλοκο και εκτεταμένο έργο που συνδυάζει στοιχεία ρομαντισμού, περιπέτειας και πολιτικού σχολιασμού. Παρουσιάζει μια άκρως εξιδανικευμένη εκδοχή της βουκολικής ζωής σε συνδυασμό με έρωτες και ιστορίες πολέμων, επαναστάσεων, πολιτικής προδοσίας, απαγωγών, μαχών και βιασμών.[2]

Πηγές Επεξεργασία

Από τις πηγές του έργου, τρεις είναι οι πιο σημαντικές. Το ποίημα Αρκαδία (1480) του Τζάκοπο Σαννατσάρο, που καθιέρωσε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία το θέμα της Αρκαδίας ως ειδυλλιακής χώρας, από το οποίο ο Σίντνεϊ εμπνεύστηκε το σκηνικό με τα έντονα βουκολικά μοτίβα. Το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα Αιθιοπικά του Ηλιόδωρου από το οποίο δανείζεται τη δίκη στην οποία δικαστής και κατηγορούμενος συνδέονται εξ αίματος. Οι μεσαιωνικές ιπποτικές μυθιστορίες.[3]

Ιστορικό Επεξεργασία

Ο Σίντνεϊ ξεκίνησε το μυθιστόρημα γύρω στο 1577 και το ολοκλήρωσε περίπου το 1580, στο κτήμα της αδερφής του Μαίρης Χέρμπερτ, κόμισσας του Πέμπροουκ, στη Νοτιοδυτική Αγγλία, όπου έζησε ένα διάστημα σε ένα είδος ανεπίσημης εξορίας από τη βασιλική αυλή. Το έργο είναι αφιερωμένο στην αδελφή του, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημοσίευση και διατήρησή του και, όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος, το έγραψε με μοναδικό σκοπό να τη διασκεδάσει. Άρχισε να το αναδιαμορφώνει κάπου μεταξύ 1582 και 1584 και ξαναέγραψε δυόμισι κεφάλαια από τα πέντε. Ωστόσο, ο Σίντνεϋ δεν είχε ολοκληρώσει την αναθεώρηση τη στιγμή του θανάτου του το 1586.[4]

Ξαναγράφοντας το έργο, ο Σίντνεϊ δεν αφαίρεσε σχεδόν τίποτε. Οι κύριες αλλαγές ήταν στο ύφος, στη δομή και το περιεχόμενο. Το έργο έγινε πολύπλοκο, μετέτρεψε την αρχική γραμμική διήγηση σε μια αφήγηση με αλληλοδιαπλεκόμενες ιστορίες και γεγονότα, η πορεία της δράσης διακόπτεται συχνά από μεγάλες αναδρομές στο παρελθόν και πρόσθεσε τόσα πολλά επεισόδια στο περιεχόμενο του μυθιστορήματος που υπερδιπλασίασε την αρχική ιστορία.

Το έργο δημοσιεύτηκε το 1593, μετά τον θάνατο του Σίντνεϊ.

Υπόθεση Επεξεργασία

Η πλοκή της Παλαιάς Αρκαδίας:

 
Ο βοσκός της Αρκαδίας, πίνακας του Τσέζαρε Σακάτζι (1868-1934).

Η ιστορία διαδραματίζεται στην περιοχή της Αρχαίας Ελλάδας Αρκαδία. Ο δούκας της Αρκαδίας Βασίλειος κυβερνά συνετά, διατηρώντας την ειρήνη και την ευημερία στην περιοχή. Περίεργος για το τι επιφυλάσσει το μέλλον για την οικογένεια και τη χώρα του, ο Βασίλειος ταξιδεύει στο μαντείο των Δελφών για να λάβει μια πρόβλεψη και συγκλονισμένος μαθαίνει από τον χρησμό ότι η μεγαλύτερη κόρη του θα απαχθεί, η μικρότερη του θα καταληφθεί από αφύσικο έρωτα, ο ίδιος θα απατήσει τη γυναίκα του, οι γιοι του θα κατηγορηθούν για τη δολοφονία του και τον θρόνο του θα καταλάβει ξένος μονάρχης. Για να αποφύγει την εκπλήρωση αυτών των τρομερών προφητειών, ο Βασίλειος αφήνει τον Φιλάνακτα επικεφαλής του βασιλείου του και με την οικογένειά του απομακρύνονται στην ύπαιθρο και ζουν σε ποιμενική μοναξιά.

Δύο πρίγκιπες που ταξιδεύουν αναζητώντας περιπέτεια φτάνουν στην Αρκαδία, παρασυρμένοι μετά από ένα ναυάγιο, και ερωτεύονται τις κόρες του Βασιλείου: ο Μουσίδωρος ερωτεύεται την Πάμελα, τη μεγαλύτερη, ο Πυροκλής τη μικρότερη, Φιλόκλεια. Και οι δύο, μη έχοντας άλλο τρόπο να εκφράσουν την αγάπη τους, αποφασίζουν να μεταμφιεστούν: ο Μουσίδωρος παρουσιάζεται ως βοσκός και ο Πυροκλής ως γυναίκα, μια Αμαζόνα. Καταφέρνουν να κερδίσουν τις καρδιές των αδελφών, αλλά ο Βασίλειος, πιστεύοντας ότι ο Πυροκλής είναι γυναίκα, τον ερωτεύεται. Η σύζυγος του Βασιλείου, έχοντας ανακαλύψει την απιστία του, τον σκοτώνει. Τα δύο ερωτευμένα ζευγάρια προσπαθούν να δραπετεύσουν, αιχμαλωτίζονται και οι πρίγκιπες κατηγορούνται ότι σκότωσαν τον Βασίλειο. [5]

Στο μεταξύ, ο λαός της Αρκαδίας επαναστατεί με την προοπτική ενός νέου ηγέτη. Διαφορετικές φατρίες υποστηρίζουν διαφορετικούς διεκδικητές του θρόνου. Τότε είναι που ο Εύαρχος, ο ηγεμόνας μιας κοντινής επαρχίας, φτάνει για να επισκεφτεί τον Βασίλειο. Ο Εύαρχος είναι ο πατέρας του Πυροκλή, αλλά δεν γνωρίζει ότι και ο γιος του βρίσκεται στην Αρκαδία. Ο Εύαρχος πείθεται να κυβερνήσει την Αρκαδία ενώ διεξάγεται η δίκη για τη δολοφονία του Βασιλείου.

Οι δύο νέοι καταδικάζονται σε θάνατο. Ο Εύαρχος τους αναγνωρίζει ως γιο και ανιψιό του, αλλά επιβεβαιώνει την ετυμηγορία. Εκείνη τη στιγμή, η ανάσταση του Βασιλείου, ο οποίος βρισκόταν σε νεκροφάνεια υπό την επήρεια ενός υπνωτικού δηλητήριου, ανοίγει τη δυνατότητα καθολικής συμφιλίωσης. Ο Βασίλειος συγχωρεί τους πρίγκιπες και τους παντρεύει με τις κόρες του, εξασφαλίζοντας ένα αίσιο τέλος για όλους.[6]

Η έκδοση της Νέας Αρκαδίας προσθέτει κι άλλες ιστορίες των ηρώων Μουσιδώρου και Πυροκλή - τα κατορθώματά τους στη Μικρά Ασία πριν φτάσουν στην Αρκαδία: για παράδειγμα, στη Φρυγία και τον Πόντο, οι πρίγκιπες ανατρέπουν τυράννους και εγκαθιστούν καλούς μονάρχες στο θρόνο.

Παραπομπές Επεξεργασία