Τζόζεφ Άντριους

Μυθιστόρημα του Χένρι Φίλντινγκ

Τζόζεφ Άντριους (αγγλικός τίτλος: Joseph Andrews) με υπότιτλο Η ιστορία των περιπετειών του Τζόζεφ Άντριους και του φίλου του κ. Αβραάμ Άνταμς, είναι σατιρικό μυθιστόρημα του Χένρι Φίλντινγκ που δημοσιεύτηκε το 1742. Είναι ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα της αγγλικής λογοτεχνίας και γράφτηκε ως αντίδραση στο μυθιστόρημα του Σάμιουελ Ρίτσαρντσον Πάμελα (1740). Ο Φίλντινγκ απεικόνισε τον Τζόζεφ Άντριους ως τον αδερφό της Πάμελα Άντριους, της ηρωίδας του μυθιστορήματος του Ρίτσαρντσον. Ωστόσο, η σατιρική πρόθεση του μυθιστορήματος σύντομα γίνεται δευτερεύουσα και εξελίσσεται σε ένα αυτόνομο έργο εκπληκτικής ειρωνείας και κοινωνικής κριτικής. [1]

Τζόζεφ Άντριους
Εξώφυλλο πρώτης έκδοσης, 1742
ΣυγγραφέαςΧένρυ Φήλντινγκ
ΤίτλοςThe History of the Adventures of Joseph Andrews and His Friend, Mr. Abraham Adams
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1742
ΧαρακτήρεςJoseph Andrews και Parson Adams
Πρώτη έκδοσηΆντριου Μίλαρ
ΠροηγούμενοΣάμελα
ΕπόμενοΗ ζωή του Τζόναθαν Ουάιλντ του Μεγάλου
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Είναι το πρώτο μεγάλο μυθιστόρημα του Χένρι Φίλντινγκ και επίσης ένα από τα δύο μεγάλα αριστουργήματά του μαζί με το Η ιστορία του Τομ Τζόουνς, ενός έκθετου (1749). Δημοσιεύτηκε το 1742 και περιγράφεται από τον συγγραφέα ως «συναισθηματικό κωμικό ρομάντζο». Αφηγείται τις περιπέτειες ενός έντιμου και αγνού υπηρέτη που αντιστέκεται στις ανήθικες προτάσεις της κυρίας του και επιστρέφει στο χωριό του από το Λονδίνο συνοδευόμενος από τον φίλο του, τον πάστορα Αβραάμ Άνταμς, μια από τις μεγαλύτερες κωμικές μορφές της αγγλικής λογοτεχνίας. [2]

Έμπνευση Επεξεργασία

Το μυθιστόρημα ενσαρκώνει μια συγχώνευση δύο ανταγωνιστικών αισθητικών ρευμάτων της αγγλικής λογοτεχνίας του 18ου αιώνα: της ψευδο-ηρωικής και νεοκλασικής προσέγγισης των Αλεξάντερ Πόουπ και Τζόναθαν Σουίφτ και της δημοφιλούς μυθοπλασίας συγγραφέων όπως ο Ντάνιελ Ντεφόε και ο Σάμιουελ Ρίτσαρντσον.

Γραμμένο «σε μίμηση του Θερβάντες, του συγγραφέα του Δον Κιχώτη» όπως αναφέρεται στο εξώφυλλο, το έργο οφείλει μεγάλο μέρος του χιούμορ και του θέματός του στις τεχνικές που ανέπτυξε ο Θερβάντες, μιμείται ακόμη και τη φαινομενικά ασύνδετη αφήγηση του Ισπανού συγγραφέα. Οι κύριοι χαρακτήρες ανήκουν σε κατώτερες κοινωνικές τάξεις, στο είδος της γραφής που είναι γνωστό ως πικαρέσκο. Σύμφωνα με τις λογοτεχνικές προτιμήσεις της εποχής, βασίζεται στο άσεμνο χιούμορ, σε προσπάθειες αποπλάνησης, περιπλανήσεις σε πανδοχεία, έναν επικείμενο γάμο και ένα μυστήριο γύρω άγνωστη καταγωγή και συγχρόνως είναι πλούσιο σε φιλοσοφικές παρεκβάσεις, χάρη στην κλασική πολυμάθεια του συγγραφέα.[3]

Ιστορικό Επεξεργασία

Αρχικά, ο Τζόζεφ Άντριους επινοήθηκε ως παρωδία και απάντηση στην Πάμελα του Σάμιουελ Ρίτσαρντσον του 1741, ένα εξαιρετικά επιτυχημένο μυθιστόρημα που αφηγείται την ιστορία μιας υπηρέτριας που αντιστέκεται γενναία στις ανήθικες προτάσεις του κυρίου της, ο οποίος τελικά, αφού μεταστραφεί ηθικά, την παντρεύεται και την κάνει ευτυχισμένη. Ο Φίλντινγκ, όπως και πολλοί άλλοι, αν και θαύμασε τις λεπτές και σε βάθος ψυχολογικές του αναλύσεις, ενοχλήθηκε από τον συναισθηματισμό και το έντονα διδακτικό ύφος του βιβλίου και δημοσίευσε αρχικά, πρώτο εγχείρημα του Φίλντινγκ στην πεζογραφία, τη Σάμελα το 1741, μια παρωδία, πολύ συνηθισμένη στην εποχή του, με στόχο του την αδεξιότητα της επιστολικής μορφής και την ηθική υποκρισία, όπου ισχυρίζεται ότι αποκαλύπτει την αληθινή φύση της ηρωίδας: ανήθικη και διεστραμμένη. Την επόμενη χρονιά, πολύ πιο φιλόδοξα, έγραψε τον Τζόζεφ Άντριους. Και πράγματι, ενώ η Σάμελα ξεκίνησε και τελείωσε ως μια συνεχής ανατροπή του σατιριζόμενου έργου, στη συνέχεια το χρησιμοποίησε ως εφαλτήριο για να συλλάβει πληρέστερα τη δική του φιλοσοφία της πεζογραφίας και δημιούργησε ένα πολύ πιο φιλόδοξο αυτόνομο έργο, μια μυθοπλασία που είναι ταυτόχρονα παραβολική, ηθική, σατιρική, κωμική και ψευδο-επική. Επιπλέον, ο πρόλογος και ορισμένα εισαγωγικά κεφάλαια παρουσιάζουν μια μεγάλης κλίμακας κριτική που τα καθιστά αληθινό λογοτεχνικό μανιφέστο.[4]

Υπόθεση Επεξεργασία

 
Ο Ιωσήφ και η γυναίκα του Πετεφρή, πίνακας του Μπαρτολομέ Εστέμπαν Μουρίγιο (1645)

Το μυθιστόρημα αρχίζει με τον αφηγητή να παρουσιάζει τον ήρωα. Ο Τζόζεφ Άντριους είναι αδερφός της Πάμελα του Ρίτσαρντσον και έχει την ίδια αγροτική καταγωγή. Σε ηλικία 10 ετών, βρέθηκε να φροντίζει ζώα στο αρχοντικό του σερ Τόμας Μπούμπι. Ο όμορφος νεαρός (ηλικίας 17), τράβηξε την προσοχή της λαίδης Μπούμπι, η οποία τον πήρε για υπηρέτη της. Ο πάστορας Άνταμς ενδιαφέρεται επίσης να καλλιεργήσει τα χριστιανικά ήθη και τη μόρφωση του νεαρού. Ωστόσο, πριν μπορέσει να ξεκινήσει στον Τζόζεφ μαθήματα λατινικών, οι Μπούμπι αναχωρούν για το Λονδίνο, παίρνοντας μαζί τους τον Τζόζεφ. Στο Λονδίνο ο σερ Τόμας Μπούμπι πεθαίνει. Μετά τον θάνατό του, η λαίδη Μπούμπι προσπαθεί να αποπλανήσει τον Τζόζεφ και τον προσκαλεί στο κρεβάτι της. Ο αγνός και αφελής Τζόζεφ δεν αντιλαμβάνεται τις σεξουαλικές προτάσεις της, νομίζοντας ότι μια γυναίκα του κοινωνικού αναστήματος της λαίδης Μπούμπι δεν θα ενδιαφερόταν για αυτόν. Σύντομα ο Τζόζεφ αποκρούει και μια άλλη, λιγότερο λεπτή απόπειρα αποπλάνησης από την συνοδό της λαίδης, την κυρία Σλίπσλοπ.[5]

 
Ο Τζόζεφ Άντριους και η λαίδη Μπούμπι

Η λαίδη Μπούμπι προσπαθεί πάλι μάταια να τον διαφθείρει και ο Τζόζεφ, που αγωνίζεται όπως ο βιβλικός συνονόματός του ο σκλάβος Ιωσήφ γιος του Ιακώβ αντιστάθηκε στις ανήθικες προτάσεις της συζύγου του Πετεφρή, που επιμένει να διατηρήσει η αγνότητά του την εξοργίζει, έτσι τον διώχνει. Ο Τζόζεφ κατευθύνεται προς το χωριό του, αναζητώντας τη Φάνι Γκούντγουιλ, μια γαλατού και παιδική αγαπημένη του. Στο δρόμο, ληστές τον χτυπούν, τον γδύνουν, τον ληστεύουν και τον αφήνουν σε ένα χαντάκι να πεθάνει. Μερικοί εύποροι επιβάτες μιας άμαξας τον σώζουν και τον πηγαίνουν σε ένα κοντινό πανδοχείο για να συνέλθει, όπου, παρά την αντίθετη γνώμη του γιατρού που θεωρεί ότι τα τραύματά του είναι θανατηφόρα, η καμαριέρα Μπέτι τον φροντίζει, η οποία επίσης απογοητεύεται από την αγνότητα του Τζόζεφ. Στο πανδοχείο έχει σταματήσει και ο πάστορας Άνταμς στο δρόμο του προς το Λονδίνο, όπου ελπίζει να δημοσιεύσει τα κηρύγματά του. Έχοντας ξεχάσει τα κηρύγματα στο σπίτι, ο Άνταμς αποφασίζει να επιστρέψει στην επαρχιακή ενορία του με τον Τζόζεφ ως συνοδοιπόρο του.

Στο ταξίδι τους, ο Άνταμς καταλήγει να πάρει λάθος μονοπάτι. Συναντά έναν κυνηγό και ενώ οι δύο άντρες συζητούν, ακούνε μια νεαρή γυναίκα να ουρλιάζει. Ο Άνταμς τρέχει και τη σώζει από απόπειρα βιασμού. Ο Άνταμς συνειδητοποιεί ότι η γυναίκα είναι η αγαπημένη του Τζόζεφ, Φάνι Γκούντγουιλ.[6]

 
Στο δρόμο: άμαξες στην Αγγλία (πρώτο μισό του 19ου αιώνα).

Ο Άνταμς και η Φάνι σταματούν σε ένα πανδοχείο, όπου βρίσκουν τον Τζόζεφ. Ο Τζόζεφ θέλει να παντρευτεί τη Φάνι αμέσως, αλλά δέχεται τη συμβουλή του Άνταμς να περιμένει. Το πρωί ο Άνταμς πηγαίνει στον τοπικό ιερέα για να ζητήσει δάνειο για να πληρώσει τον λογαριασμό τους στο πανδοχείο, αλλά το αίτημά του απορρίπτεται. Ένας φτωχός μικροπωλητής στο πανδοχείο τους δανείζει τα τελευταία του χρήματα. Καθώς συνεχίζουν να ταξιδεύουν, μέσα από μια σειρά περιπετειών, καταλήγουν να καταφύγουν σε μια ευγενική οικογένεια. Οι οικοδεσπότες τους, η οικογένεια Ουίλσον, ζουν μια απλή αγροτική ζωή. Η μόνη θλίψη που αμαυρώνει την ειδυλλιακή ζωή τους είναι η απώλεια του γιου τους, που απήχθη βρέφος.

 
Ο πάστορας Άνταμς βρίσκεται παγιδευμένος σε μια μπανιέρα με νερό.

Μετά από άλλη μια σειρά από περιπέτειες, η ομάδα επιστρέφει στο χωριό. Η λαίδη Μπούμπι έχει επίσης επιστρέψει από το Λονδίνο και βρίσκεται σε συναισθηματική αναταραχή, παλεύει μεταξύ της έλξης της για τον Τζόζεφ και το όνομα και τη θέση της. Ζηλεύοντας τη Φάνι, η οποία επίσης αγωνίζεται να διατηρήσει την αγνότητά της, προσπαθεί να τη διώξει από το χωριό. Ο ανιψιός της, ο κύριος Μπούμπι, φτάνει με τη σύζυγό του Πάμελα, η οποία είναι αδερφή του Τζόζεφ. Ο κύριος Μπούμπι σώζει τον κουνιάδο του και τη Φάνι από ψεύτικες κατηγορίες της θείας του και λέει στον Τζόζεφ ότι θέλει να τον κάνει κύριο. Επηρεασμένος από τη θεία του, συμβουλεύει τον Τζόζεφ να διακόψει τον αρραβώνα του με τη Φάνι, καθώς αυτή είναι φτωχή και θα βλάψει την άνοδό του σε υψηλότερη κοινωνική θέση. Ωστόσο, ο Τζόζεφ παραμένει πιστός στη Φάνι.

Ο φτωχός μικροπωλητής που συνάντησε η ομάδα στο δρόμο έρχεται στο χωριό και λέει στη Φάνι ότι οι γονείς της είναι ο κ. και η κ. Άντριους. Όλοι σοκάρονται με αυτή την είδηση, καθώς δείχνει ότι ο Τζόζεφ και η Φάνι είναι αδέλφια. Ο κ. και η κ. Άντριους φτάνουν την επόμενη μέρα και η κ. Άντριους επιβεβαιώνει την ιστορία ότι η κόρη της απήχθη σε βρεφική ηλικία και αντικαταστάθηκε από τον Τζόζεφ. Ο μικροπωλητής στη συνέχεια αποκαλύπτει ότι οι γονείς του Τζόζεφ είναι ο κύριος και η κυρία Ουίλσον, οι ευγενικοί οικοδεσπότες στους οποίους είχαν καταφύγει στην περιπλάνησή τους. Ο ίδιος ο κ. Ουίλσον καταφθάνει για να το επιβεβαιώσει και ο Τζόζεφ αποκαλύπτει ότι έχει ένα σημάδι στο στήθος του, όπως το χαμένο παιδί του. Η Φάνι και ο Τζόζεφ παντρεύονται και ο κύριος Μπούμπι τους δίνει αρκετά χρήματα για να ζήσουν άνετα.[7]

Διασκευές Επεξεργασία

  • Μια σκηνική προσαρμογή του μυθιστορήματος παίχτηκε στο Λονδίνο στις 20 Απριλίου 1778.
  • Το 1977 διασκευάστηκε σε ταινία σε σκηνοθεσία Τόνι Ρίτσαρντσον. [8]

Παραπομπές Επεξεργασία