Το Άρτζε βρισκόταν περίπου 55 χλμ ανατολικά της βυζαντινής Θεοδοσιούπολης, στην επαρχία «Φασιανοί», στα σύνορα μεταξύ Αρμενίας και Ιβηρικής, στην αριστερή όχθη του Άραξου ποταμού. Αναφέρεται ως έδρα βυζαντινού στρατηγού στο Τακτικό Εσκοριάλ ή Τακτικό Οικονομίδη (971/975). Παραχωρήθηκε μαζί με άλλες πόλεις στον πρίγκιπα της Αρμενίας Δαυίδ Γ΄ Κουροπαλάτη το 979 για την βοήθειά του στην καταστολή της επανάστασης του Βάρδα Σκληρού, όμως ανακαταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς μετά τον θάνατο του Δαυίδ το έτος 1000, όταν έγινε μέρος του κατεπανάτου της Ιβηρικής.

Η πόλη είναι κυρίως γνωστή από το Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη, ο οποίος σημειώνει ότι ήταν ένα δημοφιλές εμπορικό κέντρο, που προσέλκυε εμπόρους από την Συρία, την Αρμενία και αλλού. Καταλήφθηκε από τους Σελτζούκους Τούρκους το 1048/1049 και οι επιζήσαντες κάτοικοί του μεταφέρθηκαν στη Θεοδοσιούπολη, την οποία στα αρμένικα ονόμαζαν Άρτζε των Ρωμαίων (δηλαδή των Βυζαντινών). Από αυτήν την ονομασία προέρχεται η ονομασία Ερζερούμ της αρχαίας Θεοδοσιούπολης.

Το Άρτζε δεν θα έπρεπε να συγχέεται με την αρχαία και μεσαιωνική πόλη του Αρζέν (λατινικά Arzen, in Syriac Arzŏn or Arzŭn, Armenian Arzn, Ałzn, Arabic Arzan), που βρίσκεται νοτιότερα.