Η Αγαθόκλεια φέρεται να ήταν ελληνιστική πόλη της Μυσίας. Η ύπαρξη της πόλη είναι υπόθεση του Λουί Ρομπέρ (Louis Robert), καθηγητή του Collège de France.[1]

Στη βάση νομισμάτων που βρέθηκαν στην ΒΔ Μικρά Ασία, στα οποία αναγράφονταν ΑΓΑ, ΑΓΑΘ και ΑΓΑΘΟ, ο Ρομπέρ συνέστησε την ύπαρξη της πόλης. Θεώρησε πως τα ευρήματα δε σχετίζονταν με την Αγαθόπολιν της Θράκης, αλλά υποδείκνυαν την ύπαρξη μιας έως τότε άγνωστης πόλης του 4ου αι. π.Χ., ονόματι Αγαθόκλεια ή Αγαθόπολις. Βάση του ισχυρισμού -που τον διατύπωσε με τη συνεργασία της συζύγου του, Ζαν (Jeanne)- ήταν η σκέψη πως ο Λυσίμαχος, όπως είχε δώσει τα ονόματα των υπόλοιπων μελών της οικογένειάς του, όπως και το δικό του, σε γνωστές πόλεις (Λυσιμάχεια, Νίκαια, Ευριδίκεια[2] και Αρσινόη[3]), το ίδιο θα έπρεπε να είχε κάνει και με το γιο του, Αγαθοκλή.[1] Επιπλέον, επισημαίνοντας ότι η διπλή κουκουβάγια που απεικονιζόταν στην πίσω όψη των νομισμάτων που είχαν βρεθεί ήταν συνηθισμένη στα νομίσματα της Μιλητουπόλεως, θεωρήθηκε ότι η Αγαθόκλεια υπήρξε επανίδρυση της πρώτης.[4] Προεκτείνοντας το συλλογισμό, ο Ρομπέρ κατέληξε στην άποψη ότι η Αγαθόκλεια μετονομάστηκε τελικά σε Αντιόχεια. Οι υποθέσεις αυτές, κατά τον καθηγητή G.M. Cohen, χρειάζονται επιπλέον στοιχεία ώστε να θεωρηθούν ισχυρές και όχι απλώς εικασίες.[5]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Cohen, Getzel M. (2 Νοεμβρίου 1996). The Hellenistic Settlements in Europe, the Islands, and Asia Minor. Μπέρκλεϋ & Λος Άντζελες: University of California Press. σελ. 163. ISBN 9780520914087. Ανακτήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2016. 
  2. Πρόκειται για επανίδρυση της αρχαίας Σμύρνης. Βλ. Cohen (1996), σ. 41.
  3. Ονομασία της Εφέσου για ένα διάστημα. Βλ. Borrell, H. P. (1840). «Restitution to the city of Ephesus (when called Arsinoe) of the coins hitherto attributed to Arsinoe, in Cyrenaica, and to Arsinoe, in Cilicia». The Numismatic Chronicle (Λονδίνο: Royal Numismatic Society) 2: σσ. 172-173. http://www.jstor.org/stable/42681055. Ανακτήθηκε στις 12.12.2016.  Eπίσης Cohen (1996), σ. 41.
  4. Cohen (1996), σσ. 163-164.
  5. Cohen (1996), σ. 165.