Με την ονομασία Αγγαρήιον αναφέρεται από τον Ηρόδοτο η βασιλική ταχυδρομική υπηρεσία των αρχαίων Περσών. Αυτή θεωρείται η πρώτη αξιόπιστη απόπειρα για την ανάπτυξη μιας πραγματικής ταχυδρομικής υπηρεσίας στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά ο χρόνος των απαρχών της παραμένει υπό εξέταση. Η καλύτερα τεκμηριωμένη σχετική αναφορά προέρχεται από τον Ξενοφώντα και αποδίδει την ανακάλυψη στον Πέρση βασιλιά Κύρο τον Μέγα (550 π.Χ.), ενώ άλλοι συγγραφείς την αποδίδουν στον διάδοχό του Δαρείο τον Ι (521 π.Χ.). Μερικές πηγές υποστηρίζουν ότι πολύ νωρίτερα από τις παραπάνω χρονολογίες υπήρξε το ασσυριακό ταχυδρομικό σύστημα, αποδίδοντάς το στον Χαμουραμπί (1700 π.Χ.) και τον Sargon τον II (722 π.Χ.). Ωστόσο, το ταχυδρομείο αυτό δεν είχε την πρωταρχική αποστολή της εν λόγω ταχυδρομικής υπηρεσίας. Ο ρόλος του συστήματος των Περσών ως μηχανισμού συλλογής πληροφοριών είναι καλά τεκμηριωμένος και η υπηρεσία αργότερα ονομάσθηκε Αγγαρεία, ένας όρος που με τον καιρό χρησιμοποιήθηκε για να δηλώνει ένα φορολογικό σύστημα. Η Παλαιά Διαθήκη (Εσθήρ, κεφ. η΄), κάνει αναφορά σε αυτό το σύστημα του Αχασουέρου, του βασιλιά των Μήδων, που το χρησιμοποιούσαν για την ταχεία μεταφορά των αποφάσεών του.

Το περσικό σύστημα αποτελείτο από σταθμούς, που ονομάζονταν Chapar-Khaneh και στην ελληνική άγγαρα, όπου ο μεταφορέας μηνυμάτων, που ονομάζόταν Chapar ή άγγαρος, σε κάθε σταθμό άλλαζε το άλογό του με ένα άλλο ξεκούραστο, για να πετύχει τη μέγιστη απόδοση και ταχύτητα παραδόσεως της αλληλογραφίας. Αν ο άγγαρος ήταν και αυτός κουρασμένος, τότε παρέδιδε σε άλλον αγγελιοφόρο. Ο Ηρόδοτος περιέγραψε το σύστημα ως εξής: «Λέγεται ότι όσες ημέρες χρειάζονται για όλο το ταξίδι, τόσοι είναι οι άνδρες και τα άλογα που βρίσκονται κατά μήκος του δρόμου. Κάθε άλογο και κάθε άνθρωπος αντιστοιχούσε για το ταξίδι μιας ημέρας. Και αυτό δεν σταματούσε ούτε από το χιόνι, ούτε από τη βροχή, ούτε από την ζέστη, ούτε από το σκοτάδι, προκειμένου να πετύχουν την ολοκλήρωση της καθορισμένης πορείας, με την προβλεπόμενη ταχύτητα.»


Πηγή Επεξεργασία

  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 1 (1972), σελίδα 170