Η λέξη αμπάρι είναι τουρκικής προέλευσης και χρησιμοποιείται ευρύτατα με την έννοια γενικά της αποθήκης κυρίως δημητριακών. Με τη σημασία αυτή πέρασε και σε χρήση από τους ναυτικούς για τον χαρακτηρισμό των κυτών των πλοίων στα οποία φορτώνονται χύδην φορτία. Αργότερα επiκράτησε και το ρήμα ''αμπαριάζω'' που σημαίνει όχι μόνο τη φόρτωση, αλλά και τη διευθέτηση του φορτίου, (ευτρεπισμός φορτίου), μέσα στα κύτη των πλοίων, καθώς και την επιμελή ισοπέδωση, (χαπιάρισμα), του χύδην φορτίου και τη λήψη άλλων ασφαλών μέτρων στοιβασίας.

Αμπάρι

Όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι πρώτες φορτηγίδες πλοίων (των χαρακτηριστικών σήμερα φορτηγιδοφόρων πλοίων), που σημειώθηκε αρχικά για στρατιωτικούς σκοπούς κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τις φορτηγίδες εκείνες τις αποκαλούσαν τότε "κινητά αμπάρια".