Απρόοπτη μεταβολή συνθήκης

Με τον όρο απρόοπτη μεταβολή συνθήκης ή συνθηκών, ορίζεται τόσο στο Διεθνές Δίκαιο όσο και στο εσωτερικό δίκαιο των χωρών (Δημόσιο, Αστικό, κ.λπ.) η οποιαδήποτε αιφνίδια και μη προβλέψιμη μεταβολή των περιστατικών που επέρχεται μετά την κατάρτιση συνηθέστερα αμφοτεροβαρούς συνθήκης - σύμβασης.

Στη προκειμένη περίπτωση μια τέτοια μεταβολή δημιουργεί ιδιαίτερα επαχθείς καταστάσεις ειδικότερα σε περιπτώσεις δανειοδότησης. Σε τέτοιες περιπτώσεις π.χ. μιας εθνικής καταστροφής, ακολουθείται νέα διαπραγμάτευση των όρων της συμφωνημένης σύμβασης η οποία κατόπιν διακανονισμού συνομολογείται νέα.
Kατά τον Αστικό Κώδικα, (εσωτερική νομοθεσία) σε περίπτωση απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών, π,χ. αιφνίδια απώλεια εργασίας, κ.λπ., αν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν έρχονται σε κάποιο διακανονισμό, παρέχεται η δυνατότητα μετά από αίτηση του οφειλέτη η προσφυγή του σε δικαστική Αρχή προκειμένου είτε να γίνει αναπροσαρμογή της σύμβασης είτε ακόμα να αποφασίσει την μερική ή ολική λύση της.