Αστάρι (primer, undercoat), από την Τουρκική λέξη astar, είναι το υλικό, που στις εργασίες της οικοδομικής, προηγείται ως το βασικό υπόστρωμα (substrate)[1] κάποιας διάστρωσης επιχρίσματος που θα ακολουθήσει.

Υδατοδιαλυτό, λευκού χρώματος αστάρι που συνήθως χρησιμοποιείται σε επιφάνειες ξύλου

Το αστάρι μπορεί να είναι: α) ελαιώδες, δηλ. να έχει ως βάση το λινέλαιο, όταν η διάστρωση που θα ακολουθήσει θα είναι λαδόστοκος, λαδομπογιά ή ριπολίνη, ήτοι γενικά κάθε υλικό που θα έχει ως διαλύτη τον νέφτι, ή το καθαρό πετρέλαιο ή το white spirit, β) υδατοδιαλυτό, όταν η επόμενη διάστρωση έχει ως διαλύτη το νερό, όπως είναι λ.χ. τα πλαστικά χρώματα και η τσιμεντοκονία, και γ) προερχόμενο από συνθετικές ρητίνες, ιδίως όταν οι επόμενες στρώσεις που θα ακολουθήσουν είναι συνθετικά υλικά λ.χ. στόκοι ή χρώματα.

Συνήθως σε κάθε βαφή, το αστάρι ως προπαρασκευαστική στρώση τοποθετείται αρχικά (σε ένα μόνο "χέρι"), ιδιαίτερα στα πορώδη υλικά λ.χ. σκυρόδεμα και ξύλο, καθώς επίσης και σε γύψο, αλουμίνιο, πλαστικά, ώστε η μετέπειτα ασταρωμένη επιφάνεια να επιφέρει ισχυρή συνάφεια με τη βαφή. Έτσι επιτυγχάνεται μεγάλη διάρκεια της βαφής, ισχυρότερη προστασία και καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα. Οι πιο συνηθισμένοι τύποι για τα αστάρια είναι τα αλκυδικά και τα ακρυλικά, ή του τύπου σελάκ.[2]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Σιμωνέτης, Γιάννης Θ. (2001). Γλωσσάρι της Μαστοράντζας. Αθήνα: Εκδόσεις Ξύλο-Έπιπλο. σελ. 52. 
  2. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Δεκεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2020.