Βασιλεύς

ελληνικός όρος για μονάρχη - βασιλιάς

Ο όρος Βασιλεύς είναι ελληνικός τίτλος που έχει χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή διαφόρων τύπων μονάρχων στην ιστορία. Ο τίτλος χρησιμοποιήθηκε από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, αλλά έχει και μεγάλη ιστορία χρήσης από ηγεμόνες και άλλα πρόσωπα εξουσίας στην αρχαία Ελλάδα, καθώς και από τους βασιλιάδες της σύγχρονης Ελλάδας.

Ασημένιο νόμισμα της Σελευκίδου βασιλιά Αντιόχου Α΄ Σωτήρος. Η άλλη πλευρά απεικονίζει τον Απόλλωνα καθισμένο σε έναν ομφαλό. Η ελληνική επιγραφή γράφει «ΑΝΤΙΟΧΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ».

Οι γυναικείες μορφές είναι: βασίλεια, βασιλίς, βασίλισσα, καθώς και το αρχαϊκό βασιλίννα.[1]

Ετυμολογία Επεξεργασία

Η ετυμολογία της λέξης βασιλεύς είναι ασαφής. Η Μυκηναϊκή μορφή ήταν *gʷasileus (Γραμμική Β: qa-si-re-u), που υποδηλώνει κάποιον δικαστή ή τοπικό οπλαρχηγό, αλλά όχι έναν πραγματικό βασιλιά. Η υποθετική αρχαιότερη πρωτο-ελληνική μορφή θα ήταν *gʷatileus.[2] Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι υποθέτουν ότι είναι μια μη-ελληνική λέξη που δανείστηκε η ελληνική την Εποχή του Χαλκού από ένα προϋπάρχον γλωσσικό προ-ελληνικό υπόστρωμα της Ανατολικής Μεσογείου.[3] Ο Σίντλερ (1976) υποστηρίζει πως προέρχεται από μια εσωτερική ελληνική καινοτομία της κατάληξης -ευς από ινδο-ευρωπαϊκό υλικό και όχι από ένα Μεσογειακό δάνειο.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Brown, Roland Wilbur (1956). Composition of Scientific Words: A Manual of Methods and a Lexicon of Materials for the Practice of Logotechnics. 
  2. Andrew Sihler (2008), New Comparative Grammar of Greek and Latin, σελ. 330.
  3. R. S. P. Beekes, Etymological Dictionary of Greek, Brill, 2009, σελ. 203.