Δημόσια λαογραφία (αγγλικά: Public Folklore) καλείται εκείνη η όψη ενασχόλησης με τη λαογραφία έξω από τα ακαδημαϊκά πλαίσια εκφοράς της καθώς και η κατανάλωσή της στη δημόσια σφαίρα από το ευρύτερο κοινό. Πρόκειται στην πράξη για τη δουλειά που διεκπεραιώνεται από τους λαογράφους σε δημόσιους χώρους όπως τα μουσεία, τα λαογραφικά φεστιβάλ, οι ραδιοφωνικοί και οι τηλεοπτικοί σταθμοί κ.λπ. Πρόκειται για όρο κατ' αντιστοιχία της Δημόσιας Αρχαιολογίας και της Δημόσιας Ιστορίας.

Στο ελληνικό πλαίσιο Επεξεργασία

Καθώς η λαογραφία αποτελεί την επιστήμη που ασχολείται με όλες τις εκφάνσεις του λαϊκού πολιτισμού, στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον πανεπιστημιακό καθηγητή κοινωνικής λαογραφίας Βασίλη Νιτσιάκο, «η Λαογραφία καλλιεργήθηκε όχι μόνο ως επιστήμη αλλά σε μεγάλο βαθμό ως ερασιτεχνική και πατριωτική ενασχόληση, πατριωτική είτε με την τοπική είτε με την εθνική έννοια, συνήθως σε συνδυασμό, εφόσον κατά κανόνα το ζητούμενο είναι η σύνδεση του ενός επιπέδου με το άλλο, η εθνικοποίηση του τοπικού»[1] ενώ «στην κοινή αντίληψη Λαογραφία είναι γενικά η ενασχόληση με την παράδοση και λαογράφοι αυτοί που ασχολούνται με οποιονδήποτε τρόπο με αυτή»[1]. Επομένως, «λίγο πολύ λαογράφος θεωρείται ένας συλλέκτης παλιών αντικειμένων, ένας καταγραφέας δημοτικών τραγουδιών, ακόμα κι ένας χορευτής ή δάσκαλος παραδοσιακών χορών, οι οποίοι κατατάσσονται στην ίδια κατηγορία με τους επιστήμονες του κλάδου, καθηγητές πανεπιστημίου, ερευνητές κλπ.»[1].

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 Βασίλης Νιτσιάκος, «Δημόσια λαογραφία». in.gr. 6 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε: 22/8/2021.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία