Δολοφονία του Τζέιμς Μπάλτζερ

Ο Τζέιμς Πάτρικ Μπάλτζερ (James Patrick Bulger, 16 Μαρτίου 1990-12 Φεβρουαρίου 1993), ήταν ένα 2χρονο αγοράκι από το Λίβερπουλ της Αγγλίας, το οποίο απήχθη, βασανίστηκε και δολοφονήθηκε από δύο δεκάχρονα αγόρια, τους Τζον Βέναμπλς και Ρόμπερτ Τόμσον. Ο Τζέιμς απομακρύνθηκε από το εμπορικό κέντρο New Strand στο Bootle, καθώς η μητέρα του τον είχε βγάλει για λίγο για βόλτα. Το ακρωτηριασμένο σώμα του βρέθηκε σε σιδηροδρομική γραμμή 2,5 μίλια (4 χλμ.). Μακριά στο Walton του Λίβερπουλ, δύο ημέρες μετά την απαγωγή του. Οι Τόμσον και Βέναμπλς κατηγορήθηκαν στις 20 Φεβρουαρίου 1993 για απαγωγή και δολοφονία του μικρού.

Τζέιμς Πάτρικ Μπάλτζερ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση16 Μαρτίου 1990
Λίβερπουλ, Αγγλία
Θάνατος12 Φεβρουαρίου 1993 (2 ετών)
Λίβερπουλ, Αγγλία
Αιτία θανάτουΑνθρωποκτονία εκ προθέσεως
ΕθνικότηταΆγγλος
Χώρα πολιτογράφησηςΆγγλος
Πληροφορίες ασχολίας

Κρίθηκαν ένοχοι στις 24 Νοεμβρίου 1993, καθιστώντας τους ως τους νεότερους καταδικασμένους δολοφόνους στη σύγχρονη Βρετανική ιστορία (Μόλις 11 ετών). Καταδικάστηκαν σε φυλάκιση, μέχρις ότου η απόφαση του Συμβουλίου του Parole τον Ιούνιο του 2001 συνέστησε την απελευθέρωσή τους με μια δια βίου άδεια ηλικίας 18 ετών. Το 2010, ο Venables επέστρεψε στη φυλακή για παραβίαση των όρων της άδειας του, με την κατηγορία κατοχής φωτογραφιών παιδικής πορνογραφίας στον υπολογιστή του και αφέθηκε ελεύθερος πάλι το 2013. Τον Νοέμβριο του 2017, ο Venables επέστρεψε και πάλι στη φυλακή με την ίδια κατηγορία. Καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση.

Η υπόθεση Bulger προκάλεσε ευρεία συζήτηση για το ζήτημα του τρόπου χειρισμού των νέων παραβατών όταν καταδικάζονται ή απελευθερώνονται από την φυλακή.

Οι δύο δολοφόνοι Επεξεργασία

Η ζωή του Jon Venables Επεξεργασία

Ο Jon Venables, γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1982. Είναι γιός του Neil και της Susan και το 2ο από τα συνολικά 4 παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν άνεργος, αν και μερικές φορές εργαζόταν ως οδηγός φορτηγού. Η Susan και ο Neil είχαν μια πολύ δύσκολη σχέση, με πολλές ασυμφωνίες χαρακτήρων και μετά επανενώθηκαν. Η οικογένεια βρισκόταν σε χάος. Ωστόσο, όταν ο Neil έφυγε από την οικογένεια για μεγάλο χρονικό διάστημα, η Susan και τα παιδιά ζούσαν με τη μητέρα της (Τη γιαγιά του Τζον), αλλά στη συνέχεια ο Neil επέστρεψε στην οικογένεια, αλλά μόνο για να μετακομίσει με την οικογένειά του σε ένα κρατικό διαμέρισμα στο Λίβερπουλ, μετά το οποίο οι γονείς του χώρισαν ξανά, αν και ο Neil μερικές φορές επέστρεφε. Μια τέτοια αστάθεια στη σχέση δεν θα μπορούσε παρά να επηρεάσει τα παιδιά. Η Susan Venebles προήλθε από ένα πολύ αυστηρό, πειθαρχημένο περιβάλλον, συχνά χρησιμοποιώντας ψυχική και σωματική βία εναντίον του Jon. Υπήρξαν στιγμές που η μαμά έστειλε τον Τζον στον πατέρα του, αν μόνη της δεν μπορούσε να ομαλοποιήσει τις σχέσεις μαζί του. Επιπλέον, η Suzan και ο Neil υπέφεραν από κλινική κατάθλιψη, η οποία επηρέασε και τα παιδιά. Τα αδέρφια του Τζον είχαν καθυστερήσεις στην ανάπτυξη. Ο μεγαλύτερος αδελφός γεννήθηκε με Σχιστίες, το οποίο πρόβλημα οδήγησε σε προβλήματα με την κοινωνική προσαρμογή και συνεχή εκρήξεις θυμού. Ο μικρότερος αδερφός του Τζον παρακολούθησε ένα ειδικό σχολείο και χρειαζόταν πολύ χρόνο για να γονική επίβλεψη. Η μικρότερη αδερφή του Τζον που επίσης είχε αναπτυξιακή καθυστέρηση, κατέληξε επίσης σε ένα ειδικό σχολείο. Ο Τζον, που δεν είχε τόσο σοβαρά αναπτυξιακά προβλήματα, στερήθηκε ουσιαστικά την προσοχή των γονιών του. Μερικές φορές μιμούταν τις εκρήξεις θυμού του μεγαλύτερου αδερφού του για να πάρει τουλάχιστον λίγη προσοχή. Ήταν υπερκινητικός, για να κερδίσει την προσοχή των άλλων. Οι γονείς του, λόγω της συνεχώς βίαιης και ανάρμοστης συμπεριφοράς του Τζον, του άλλαξαν δύο σχολεία.

Η ζωή του Robert Thompson Επεξεργασία

Ο Robert Thompson, γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου 1982, 10 ημέρες μετά τον Jon. Ο Ρόμπερτ Τόμσον ήταν το «κακό παιδί» του σχολείου. Μεγαλόσωμος για την ηλικία του, θρασύς και σκληραγωγημένος. Είναι γιός του Robert και της Anne και το 5ο από τα συνολικά 7 παιδιά της οικογένειας. Οι γονείς του παντρεύτηκαν σε ηλικία 18 ετών, αλλά η οικογενειακή ζωή δεν πήγε καθόλου ομαλά. Ο πατέρας τους ήταν ένας αλκοολικός άνθρωπος που κακοποιούσε την Anne μπροστά στα παιδιά της. Και πολλές φορές ο πατέρας χτυπούσε και τα ίδια τα παιδιά με ζώνες και ράβδους. Κάποια στιγμή, ο πατέρας εγκατέλειψε την οικογένεια μια για πάντα, μετά την οποία η Anne, προσπαθώντας να κάνει μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας με υπερβολική δόση σε χάπια, άρχισε να βρίσκει τη σωτηρία της στο αλκοόλ και τελικά συγκρατήθηκε. Ένας από τους αδελφούς του ήταν ληστής, ο δεύτερος εμπρηστής, ο τρίτος απειλούσε τους καθηγητές του τακτικά και ο τέταρτος είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει. Ο Ρόμπερτ ήταν λιγότερο βίαιος από τους αδερφούς του. Του άρεσε να μαγειρεύει με τη μητέρα του και να παίζει με κούκλες, ασχολίες που προσπαθούσε να κρύψει από τους υπόλοιπους. Όταν τον κορόιδευαν για τα κοριτσίστικα ενδιαφέροντά του, έκανε σκανδαλιές για να αποδείξει ότι ήταν σκληρός όπως όλοι οι Τόμσον. Οι ψυχίατροι που τον εξέτασαν πίστευαν ότι αν και η απαγωγή του μικρού πρέπει να ήταν δική του ιδέα, ήταν πιο διστακτικός όμως απ’ τον Τζον στον ξυλοδαρμό.

Η δολοφονία Επεξεργασία

Στις 12 Φεβρουαρίου 1993, οι 10χρονοι Τζον Βέναμπλς και Ρόμπερτ Τόμσον έκαναν κοπάνα από το σχολείο. Είχαν πάει στο τοπικό εμπορικό κέντρο, όπου έκλεβαν διάφορα αντικείμενα από καταστήματα. Πήραν ζαχαρωτά, μία κούκλα, μπαταρίες και ένα κουτί με μπλε μπογιά. Στις 3:40 το μεσημέρι, οι κάμερες ασφαλείας τους κατέγραψαν να εξέρχονται από το εμπορικό κέντρο, κρατώντας το χέρι του 2χρονου Τζέιμς Μπάλτζερ. Οι φύλακες καθησύχασαν την ανάστατη μητέρα του, λέγοντάς της πως τα παιδιά ήταν μικρά και μάλλον έκαναν κάποια φάρσα. Ήταν σίγουροι πως ο Τζέιμς θα επέστρεφε σώος και αβλαβής μέσα σε λίγη ώρα. Ο Τζέιμς δεν γύρισε ποτέ στην οικογένειά του. Δύο μέρες αργότερα, μια παρέα μαθητών εντόπισε το πτώμα του στις σιδηροδρομικές ράγες κοντά στον σταθμό Γουόλτον του Λίβερπουλ. Το σώμα του ήταν κομμένο στα δύο. Αφού απήγαγαν τον Τζέιμς, ο Βέναμπλς και ο Τόμσον έκαναν βόλτες στην πόλη. Σκόπευαν να τον αφήσουν στη μέση του δρόμου για να δουν αν θα τον χτυπούσαν τα αυτοκίνητα. Τους είδαν πολλοί περαστικοί, αλλά υπέθεσαν ότι ο Τζέιμς ήταν ο μικρότερος αδερφός τους. Κάποια στιγμή σταμάτησαν σε ένα έρημο σημείο και ένας από τους δύο σήκωσε τον Τζέιμς στον αέρα και τον άφησε να πέσει στο έδαφος με το κεφάλι. Το αγοράκι άρχισε να κλαίει και οι 10χρονοι τον άφησαν εκεί και απομακρύνθηκαν. Μετά από λίγα λεπτά, επέστρεψαν και τον πήραν μαζί τους. Κατέληξαν σε ένα έρημο σημείο δίπλα στις γραμμές του τρένου. Το βασανιστήριο του μικρού Τζέιμς ξεκίνησε, όταν του πέταξαν μπλε μπογιά στα μάτια. Τον χτύπησαν με πέτρες, τον κλώτσησαν, τον έγδυσαν και του έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα με ένα σιδερολοστό. Ο ιατροδικαστής μέτρησε 42 τραύματα στο σώμα του, τα περισσότερα στο κεφάλι! Τον άφησαν πάνω στις ράγες, για να τον πατήσει το τρένο και να φανεί ότι ο θάνατός του ήταν ατύχημα. Ήταν νεκρός πριν περάσει το τρένο. Όταν ο Τζον Βέναμπλς επέστρεψε στο σπίτι του, η μητέρα του ήταν φοβερά ταραγμένη. Είχε ακούσει ότι εξαφανίστηκε ένα μικρό αγόρι και φοβήθηκε ότι ήταν ο Τζον, που έλειπε όλη μέρα. Δύο μέρες αργότερα, όταν βρέθηκε το πτώμα του Τζέιμς, ο Ρόμπερτ άφησε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο σημείο.

Η σύλληψη και οι ανακρίσεις Επεξεργασία

Το πρωί της 18ης Φεβρουαρίου, οι Αστυνομικοί χτύπησαν τις πόρτες του Τζον Βέναμπλς και του Ρόμπερτ Τόμσον, έχοντας δει το βίντεο από το εμπορικό κέντρο και αφού μάζεψαν τα ονοματεπώνυμα των παιδιών που έλειπαν από το σχολείο στις 12 Φεβρουαρίου και ανάμεσα σε αυτά, ήταν και εκείνα των δύο δεκάχρονων. Έτσι εκείνη τη μέρα ξεκίνησαν έρευνα. Μετά από πολλές έρευνες εντόπισαν μπλε μπογιά στο παλτό του Τζον Βέναμπλς, ίδια με την μπογιά που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος και ακόμα εντόπισαν κηλίδες αίματος στα παπούτσια του Ρόμπερτ Τόμσον, το οποίο αίμα ταίριαζε απόλυτα με εκείνο του δίχρονου παιδιού. Έτσι λοιπόν τα δύο παιδιά συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο Τμήμα, με την συνοδεία των γονιών τους. Αρχικά η Αστυνομία πίστευε πως πίσω από την δολοφονία, κρυβόταν κάποιος ενήλικας που ώθησε τα παιδιά στην αποτρόπαια αυτή πράξη. Κανένας όμως δεν ήταν προετοιμασμένος για αυτό που θα αποκαλυπτόταν στη συνέχεια. Αφού αποκάλυψαν την ιστορία στους Αστυνομικούς, υπήρξαν αλληλοκατηγορίες μεταξύ του Βέναμπλς και του Τόμσον. Μέσα σε τρείς μόνο ημέρες, τα δύο παιδιά ανακρίθηκαν 20 φορές.

Ο Τόμσον ήταν ψύχραιμος κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων και έκλαιγε μόνο όταν οι αστυνομικοί τον πίεζαν να απαντήσει. Κατηγορούσε τον Βέναμπλς, ότι αυτός χτύπησε τον Τζέιμς, ενώ ο ίδιος προσπάθησε να τον εμποδίσει. Για να αποδείξει την αθωότητά του, είπε: «Γιατί να θέλω να σκοτώσω αυτόν, αφού έχω κι εγώ μικρό αδερφό. Αν ήθελα να σκοτώσω ένα μωρό, θα σκότωνα τον αδερφό μου». Σύμφωνα με τον Βέναμπλς από την άλλη, ήταν ο Ρόμπερτ Τόμσον που χτύπησε περισσότερο τον μικρό. Τον κατηγόρησε μάλιστα ότι έβγαλε τα ρούχα του μωρού και πείραξε τα γεννητικά του όργανα. Δεν γνώριζε όμως, τίποτα περισσότερο και αρνήθηκε να μιλήσει. Απ’ την πλευρά του, ο Τόμσον εξοργίστηκε όταν τον ρώτησαν αν ακούμπησε τα γεννητικά όργανα του Τζέιμς. Σηκώθηκε όρθιος και ούρλιαζε: «Δεν είμαι ανώμαλος!».

Και οι δύο έμοιαζαν να ανησυχούν περισσότερο για την αντίδραση των γονιών τους, απ’ ότι των αστυνομικών. Όποτε παραδέχονταν κάτι κακό κοιτούσαν τις μητέρες τους και προσπαθούσαν να δικαιολογηθούν σαν να είχαν κάνει μία απλή σκανδαλιά. Ο Βέναμπλς ομολόγησε ότι σκότωσε τον Τζέιμς, μόνο αφού οι γονείς του τον διαβεβαίωσαν ότι θα τον αγαπούσαν, ό,τι κι αν είχε κάνει. Έκλαιγε στην αγκαλιά της μητέρας του όταν είπε: «Τον σκότωσα. Τι θα γίνει με τη μαμά του; Θα της πεις ότι ζητάω συγγνώμη;».

Λίγο καιρό αργότερα, δόθηκαν στην δημοσιότητα τα αποσπάσματα από τις ηχογραφήσεις των καταθέσεων των δύο παιδιών.

Η Δίκη Επεξεργασία

Μέχρι τη δίκη, ο Τόμσον και ο Βέναμπλς παρέμειναν υπό κράτηση, υπό την επίβλεψη της Αστυνομίας και οι τοποθεσίες τους έμεναν κρυφές. Όταν μετέβαιναν στο Δικαστήριο για να δικαστούν, τους περίμεναν αρκετοί εξαγριωμένοι άνθρωποι έξω από τα Δικαστήρια, οι οποίοι αποπειράθηκαν πάρα πολλές φορές να τους λιντσάρουν, για αυτό και η Αστυνομία ήταν ετοιμοπόλεμη, ώστε να αποκρούσει την οργή του κόσμου, ο οποίος ζητούσε το αίμα των δύο παιδιών. Στις 24 Νοεμβρίου 1993, οι Ρόμπερτ Τόμσον και Τζον Βέναμπλς καταδικάστηκαν για τη δολοφονία του σε δέκα χρόνια φυλάκισης, τη μεγαλύτερη ποινή που μπορούσε να δοθεί σε παιδιά κάτω των 14 ετών. Ήταν οι νεότεροι κατάδικοι για ανθρωποκτονία, στην ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας. Οι οικογένειές τους αναγκάστηκαν να φύγουν απ’ το Λίβερπουλ, καθώς διαρκώς δέχονταν απειλές κατά της ζωής τους. Τα δύο παιδιά μεταφέρθηκαν σε φυλακές άγνωστης τοποθεσίας, όπου παρέμειναν υπό κράτηση, ενώ σχεδόν κάθε μέρα, εξετάζονταν από ψυχίατρους, ψυχολόγους και άλλους ειδικούς.

Αποφυλάκιση Επεξεργασία

Το 2001 αποφυλακίστηκαν υπό περιοριστικούς όρους και με καινούριες ταυτότητες. Πριν την αποφυλάκισή τους όμως, σε όλες τις χώρες του κόσμου, εκατομμύρια άνθρωποι υπέγραψαν για να μην αφεθούν ελεύθεροι οι δύο δολοφόνοι, ενώ πορείες έλαβαν χώρα σε διάφορα μέρη της Γης. Για την προστασία τους , δεν έχει κυκλοφορήσει καμία φωτογραφία τους από το 1993. Η υπόθεση είχε λάβει τεράστια δημοσιότητα όχι μόνο στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά παγκοσμίως. Χιλιάδες άνθρωποι ζητούσαν να εκτελεστούν οι δύο 10χρονοι. Όταν επεξεργαζόταν η αίτησή τους για αποφυλάκιση, οι κάτοικοι του Λίβερπουλ συγκέντρωσαν υπογραφές για να την εμποδίσουν.

Αν και τα ίχνη του Ρόμπερτ Τόμσον έχουν χαθεί έκτοτε, ο Τζον Βέναμπλς το 2010 επέστρεψε στη φυλακή για παραβίαση των όρων της άδειας του, με την κατηγορία κατοχής και διάδοσης φωτογραφιών παιδικής πορνογραφίας στον υπολογιστή του και αφέθηκε ελεύθερος πάλι το 2013. Τον Νοέμβριο του 2017, ο Βέναμπλς επέστρεψε και πάλι στη φυλακή με την ίδια κατηγορία. Καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση. Από την απελευθέρωσή του το 2001 ως σήμερα, έχει αλλάξει ταυτότητα τέσσερεις φορές συνολικά. Οι διαρκείς συλλήψεις του, οδήγησαν σε έντονες αντιδράσεις, με δισεκατομμύρια κόσμου να ζητάει να μην απελευθερωθεί ξανά. Ενώ κατά λάθος, λίγο μετά την σύλληψή του το 2010, διέρευσαν πιο πρόσφατες φωτογραφίες του στο διαδίκτυο, ξεσπώντας μεγάλος σάλος.

Ταινία Επεξεργασία

Το Μάιο του 2018, προβλήθηκε η ημίωρη ταινία Detainment, Ιρλανδικής παραγωγής, σε σκηνοθεσία Vincent Lambe, με πρωταγωνιστές τους Ely Solan και Leon Hughes, στον ρόλο του Τζον και του Ρόμπερτ αντίστοιχα. Η ταινία ήταν υποψήφια για τα Βραβεία Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου 2018, χωρίς ωστόσο να έχει ενημερωθεί η οικογένεια του Τζέιμς. Η Ντενίζ Φέργκιους, μητέρα του Τζέιμς Μπάλγκερ, δήλωσε ότι ήταν «αηδιασμένη και αναστατωμένη» από την ταινία και την επακόλουθη υποψηφιότητά της, επειδή η ταινία γυρίστηκε χωρίς να επικοινωνήσει με την οικογένειά της. Είχε διαδώσει προηγουμένως μια αναφορά για να την αφαιρέσουν από το Όσκαρ, η οποία συγκέντρωσε περισσότερες από 227.000 υπογραφές μέχρι τις 29 Ιανουαρίου 2019 και έγραψε στον σκηνοθέτη της ταινίας Βίνσεντ Λάμπ να την αποσύρει από τα Όσκαρ. Ο Λαμπ είπε ότι δεν θα το έκανε, λέγοντας "Είναι σαν να λέμε ότι πρέπει να κάψουμε κάθε αντίγραφο του. Νομίζω ότι θα νικήσει τον σκοπό της παραγωγής της ταινίας."