Τσετ Μπέικερ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dada (συζήτηση | συνεισφορές)
Dada (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 10:
Μετά την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, η καριέρα του συνέχισε την πτωτική πορεία της, με εξαίρεση την ηχογράφηση ορισμένων δίσκων μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '60. Αργότερα, ο Μπέικερ επανήλθε στο προσκήνιο και κατά τα μέσα της δεκαετίας του '70 ηχογραφούσε ξανά, πραγματοποιώντας επίσης ζωντανές εμφανίσεις. Την ίδια περίοδο εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ευρώπη. Για το ευρωπαϊκό κοινό, ο Μπέικερ αντιπροσώπευε μια αρχετυπική [[μποέμ]] φυσιογνωμία<ref>Santoro, 66</ref>. Αν και μέχρι το 1976 η φωνή του και εν γένει η εμφάνισή του είχε υποστεί εμφανή φθορά, το παίξιμό του στην τρομπέτα διατηρούσε μια δυναμική μέχρι τα τελευταία χρόνια του<ref>Yanow, 158</ref>.
 
Πέθανε το 1988 στο [[Άμστερνταμ]] μετά από πτώση του από το παράθυρο του ξενοδοχείου όπου διέμενε. Ο θάνατός του περιβάλλεται με μυστήριο και διαφορετικές απόψεις έχουν διατυπωθεί προκειμένου να εξηγήσουν το γεγονός, όπως το ενδεχόμενο να υπήρξε απλώς ένα τραγικό ατύχημα ή ακόμα και [[αυτοκτονία]]. Επισήμως, η ολλανδική αστυνομία απέρριψε το ενδεχόμενο αυτοκτονίας, ενώ το προξενείο των ΗΠΑ χαρακτήρισε το θάνατό του ατύχημα, την ίδια στιγμή που ορισμένοι φίλοι του Μπέικερ υιοθέτησαν το ενδεχόμενο δολοφονίας του<ref>Frederick J. Spencer, ''Jazz and Death: Medical Profiles of Jazz Greats'', Univ. Press of Mississippi, 2002, σ. 218</ref>. Ανιχνεύτηκε [[ηρωίνη]] στοστον σώμαοργανισμό του, καθώςενώ βρέθηκαν και μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών στο δωμάτιό του.
 
Ηχογράφησε με αρκετά μεγάλη συχνότητα, ενίοτε από οικονομική ανάγκη, κληροδοτώντας κατά συνέπεια μια ογκώδη, αλλά και συγχρόνως άνιση, δισκογραφία. Σε αντίθεση με τον Μάιλς Ντέιβις, με τον οποίο συχνά συγκρίνεται, ο Μπέικερ δε διαφοροποίησε αισθητά το ύφος του στην πορεία του χρόνου, όπως επίσης δεν εξέλιξε ουσιαστικά τις μουσικές γνώσεις του ούτε κατάφερε ποτέ να ηγηθεί μιας σταθερής ορχήστρας. Ο χαρακτηριστικός τρόπος ερμηνείας του, ειδικότερα ο καθαρός και λυρικός τόνος του και το γεγονός πως έπαιζε σπανίως πιο δυνατά από την περιοχή του ''mezzo-forte'', περιορίζοντας ενίοτε τη μελωδική γραμμή σε μία μόνο [[οκτάβα]], αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την [[κουλ τζαζ]] της δυτικής ακτής και βρήκε αρκετούς μιμητές<ref>J. Bradford Robinson. "Baker, Chet." Grove Music Online. Oxford Music Online. 2009</ref>. Παραμόρφωνε σπάνια τον ήχο του και έπαιζε τόσο απαλά ώστε να χρειάζεται ενίσχυση της τρομπέτας<ref>Gioia, Claxton, σ. 169</ref>. Τραγουδούσε εξίσου απαλά και ιδιαίτερα χαμηλόφωνα. Σύμφωνα με τον Τζέρι Μάλιγκαν, δεν ήταν σε θέση να διαβάσει μια παρτιτούρα, ωστόσο διέθετε εξαιρετικό μουσικό αυτί που του επέτρεπε να συλλαμβάνει τους αυτοσχεδιασμούς του<ref>Gioia, Claxton, σ. 174</ref>. H ζωή και το έργο του αποτέλεσαν το θέμα του βραβευμένου ντοκιμαντέρ ''[[Let's Get Lost]]'' (1989) του Μπρους Γουέμπερ.