Διεθνής γλώσσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ίντο
Γραμμή 1:
Μία '''Διεθνής Γλώσσα''' ή '''Διεθνής Βοηθητική Γλώσσα''' (συντομογραφικά: ΔΒΓ) είναι μια [[γλώσσα]] που χρησιμοποιείται για [[επικοινωνία]] μεταξύ λαών από διαφορετικά έθνη που δε μοιράζονται μία κοινή [[μητρική γλώσσα]]. Μια '''Βοηθητική γλώσσα''' είναι κατά κανόνα μια δεύτερη γλώσσα για αυτόν που την χρησιμοποιεί.
 
Γλώσσες των κυρίαρχων κοινωνιών ανά τους αιώνες χρησιμοποιήθηκαν ως βοηθητικές γλώσσες, αγγίζοντας μερικές φορές ένα διεθνές επίπεδο. Τα [[γαλλικά]] και τα [[αγγλικά]] χρησιμοποιήθηκαν με αυτόν τον τρόπο σε πρόσφατες εποχές και σε πολλά μέρη του κόσμου.
Γραμμή 5:
Εντούτοις, καθώς αυτές οι γλώσσες είναι συνδεδεμένες με την ίδια την —πολιτιστική, πολιτική, και οικονομική — κυριαρχία που τις έχει κάνει δημοφιλείς, συναντούν πολύ ισχυρή αντίσταση επίσης. Για τον λόγο αυτόν, πολλοί υποστηρίζουν την ιδέα της προώθησης μια κατασκευασμένης ή [[τεχνητή γλώσσα|τεχνητής γλώσσας]] ως μιας πιθανής λύσης.
 
Ο όρος "βοηθητική" υποδηλώνει ότι προορίζεται να αποτελέσει μια συμπληρωματική γλώσσα για τους λαούς παγκοσμίως, παρά να αντικαταστήσει τις μητρικές τους γλώσσες. Συχνά, η όρος χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ''σχεδιασμένες'' ή [[τεχνητή γλώσσα|τεχνητές γλώσσες]] που έχουν προταθεί ειδικά για να διευκολύνουν την παγκόσμια διεθνή επικοινωνία, όπως η [[Εσπεράντο]], η '''Ido'''[[Ίντο]], και η [[Ιντερλίνγκουα]]. Εντούτοις, μπορεί επίσης να αναφέρεται στην έννοια μιας τέτοιας γλώσσας που έχει επιβληθεί με διεθνή συναίνεση, περιλαμβανομένης ακόμα και μιας απλοποιημένης φυσικής γλώσσας (π.χ. η '''Διεθνής Αγγλική'''), και έχει επίσης συνδεθεί ως έννοια με το πρόταγμα της δημιουργίας μιας [[Οικουμενική γλώσσα|οικουμενικής γλώσσας]].
 
==Ιστορία των βοηθητικών γλωσσών==