Διάκονος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Τροποποίηση: tr:Diyakoz
μ Ρομπότ: Προσθήκη: bg:Дякон; διακοσμητικές αλλαγές
Γραμμή 1:
Ο όρος '''διάκονος''' σημαίνει κατά βάση «υπηρέτης». Στην ορολογία των [[Χριστιανισμός|χριστιανικών]] εκκλησιών μπορεί να σημαίνει είτε γενικότερα τον χριστιανό ως υπηρέτη του Θεού είτε ειδικότερα εκκλησιαστικό αξίωμα.
 
== Στην Ορθόδοξη Εκκλησία ==
{{Βαθμοί Ορθόδοξης Χριστιανικής Ιεροσύνης}}
'''Διάκονος''' στην [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξη]], αλλά και σε άλλες Εκκλησίες, είναι ο κληρικός που φέρει τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης.
 
== Δείτε επίσης ==
*[[Αρχιδιάκονος]]
 
Γραμμή 15:
 
[[ar:شماس]]
[[bg:Дякон]]
[[ca:Diaca]]
[[cs:Jáhen]]