Καλιαρντά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 7:
==Παραδείγματα==
*Αβέλω - θέλω, δίνω, επιθυμώ
*Άβελε αποκατέ - έλα εδώ
*Αβέλω αχαλιά - κάνω δίαιτα
*Αβέλω κοντροσόλ - φιλώ
*Αβέλω νάψες - μιλώ
*Αβέλω ροντοσόλ - φιλώ
*Αβέλω τούφες - πλαγιάζω, κοιμάμαι
*Αβέλω μπιεσμάν - βάζω χέρι σε κάποιον
*Αποκατέ - από εκεί
*Ατζινάβωτος - απονήρευτος
*Βακουλή - εκκλησία
*Βουέλω τζα - φεύγω, διώχνω
*Βουτρά - βυζιά
*γαργαρότεκνο - ναύτης
*Γκουνιότα - λεσβία
*Γκούρμπαντος - γοητευτικός άντρας
*Γουγούμης - σκύλος
*Δικέλω - βλέπω
*Επιτάφιος - gay συνοδευόμενος από καλοντυμένα τεκνά
*Ηράκλω - γυναικάρα
*Θεά - εύγευστη τροφή
*Θεόλατσος - ωραιότατος
*Θεοκάλιαντος - ασχημότατος
*Ιμάντες - εμείς. Άκλιτη αντωνυμία. Ενικός: εμάντες
*Καγκελοκερικεντέ - αναπτήρας
*Κάδροω - άσχημη
*Καλιαρντός - άσχημος, κακός
*Καπί - κουτάλι
*Καραμουτζού - πόρνη
*Καλιάρντω - πολύ άσχημη
*Κατσικές - αριστερός. Αντίθετο: προβατές = δεξιός
*Κέντα - φωτιά
*Κουραβέλτα - συνουσία. Συνώνυμα: κουραβελτόσημο
*Κουελοσφαλάω - ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοιμάμαι
*Λατσός - ωραίος
*Κουλό - σικάτο
*Κοντροσολάρω - φιλώ
*Κουραβάλω - συνουσιάζομαι ενεργητικά. Συνώνυμα: κουραβελτόσημο
*Κουραβέλτα - συνουσία. Συνώνυμα: κουραβελτόσημο
*Λάγκα - νερό
*Λατσαβέλω - καλωσορίζω
*Λατσός - ωραίος καλός
*Λατσολίθαρο - διαμάντι
*Λούγκρα - πολύ κακία
*Με-σικ - με ευγένεια, κομψά. Προφέρεται σαν μία λέξη
*Λούμπα - ομοφυλόφιλος
*Λυσσαγμάν - σκύλος
*Μαντάμ γκου - Λέσβια
*Μη μπενά - μη μιλάς
*Μολ - νερό υγρό
*Μουσαντό - ψέμα
*Μουτζό - αιδοίο
*Μπαρό - αρρώστια
*Μπάρα - μεγάλο [[πέος]]
*Μπαροτάτη - πολύ χοντρή
*Μπενάβω - μιλώ
*Μπενάβω ανθυγιεινά - κακολογώ
*Μπερντές - χρήματα. Συνώνυμο: ντουλά
*Μπουάβω - μιλώ
*Με-σικ - με ευγένεια, κομψά. Προφέρεται σαν μία λέξη
*Νάκα - όχι, δεν
*Νισετέ - ρούχο ένδυμα
*Νταλκαρέτεκνο - μόνιμος εραστής
*Ντέζι - πόθος, επιθυμία
*Ντίκος - να, ιδού, κοίτα
*Ντουλά - Το χρήμα, τα λεφτά
*Ντουπ - δαρμός, ξυλοφόρτωμα
*Κουλό - παράξενο, περίεργο
*Πισέλω - ξαπλώνω πλαγιάζω κοιμάμαι
*Πούλη - πρωκτός
*Πομπίνο-φραπέ - αιδοιολειχία (από το γαλλικό pon-pon και το frapper)
*Προβατές = δεξιός
*Ροσολιμαντέ - γλύψιμο (από το ροσόλω), άκλιτο
*Σαρμέλλα - πέος
*Σερμέλα - πέος. Συνώνυμα: φακιροπίπιζα, τουτού.
*Σιβιτζιλού - λεσβία
*Σιβίτζω - λεσβία
*Σιδεροπυρούω - αναπτήρας
*Σολντά - στρατιώτης
*Σουκρο - ζάχαρη γλυκό
*Σουσέλ - [[πεολειχία]]
*Τανάκα - χωρίς, άνευ, μη!
*Τζασλός - τρελλός παλαβός
*Τζάσε - φύγε
*Τζάζω - διώχνω, φεύγω, πετώ
*Τζάω - λεσβία
*Τζιβιτζιλού - καταλαβαίνω πονηρεύομαι
*Τζιβιτζιλού - [[λεσβία]]
*Τζινάβω - φύγε
*Τουτού - πέος
*Τζους - χωρίς, άνευ
*Τζουσ - πλύσιμο
*Τζούσ-λέσι - αυτοκίνητο
*Τιντέλης - φαγητά
*Τρόκι - σκύλος
*Τσόλι - αρσενική πόρνη
*Υψομετρού - επαρχιώτης gay. Συνώνυμα: βλαχοντάνα, γιδοτεκνοσυντήρητη
Γραμμή 42 ⟶ 103 :
*Φλοκάρω - εκσπερματώνω
*Φλόκια ρομανόφ - ρώσικη σαλάτα
*Χαλέματα - τρώω
*Χαλώ - φωτιά
*Χορχόρα - φωτιά
*Ψαμοσκελού - καυλιάρα (από το ψαμός = ξαναμένος + σκέλη)