Βάρβαροι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ Αναίρεση έκδοσης 1823475 από τον 188.4.232.224 (Συζήτηση χρήστη:188.4.232.224)
Γραμμή 1:
{{Πηγές}}
βάρβαροι στα αρχαία σημαίνει ξένοι δηλ. από άλλο λαό.
 
Ονομασία που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους Αρχαίους Έλληνες και αργότερα απο τους Μεσσαιωνικούς Έλληνες ως εθνογραφική ή γεωγραφική ένδειξη, με την οποία, μέχρι τον 5ο π.Χ. αιώνα, χαρακτήριζαν όλους εκείνους που δεν ήταν Έλληνες, τους αλλοδαπούς. Καταδεικνύει ενα λαό με έντονο συναίσθημα της διαφορετικότητάς του από τους μη ανήκωντες σε αυτόν. Ανάλογη χρήση έχει η λέξη γκουγίμ (εθνικοί) από τους Εβραίους.