Δεσπότης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 7:
Ο τίτλος απέκτησε μια πιο συγκεκριμένη έννοια επί [[Μανουήλ Α']], ο οποίος δημιούργησε το έκτακτο αξίωμα του «δεσπότη» το 1163 για το γαμβρό του [[Μπέλα Γ']], ο οποίος εκείνη την εποχή είχε οριστεί διάδοχος του αυτοκράτορα.<ref name="ODB"/> Το αξίωμα αυτό καθιερώθηκε έκτοτε ως το υψηλότερο στην υστεροβυζαντινή αυλική ιεραρχία, αμέσως μετά τον αυτοκράτορα, και απονεμόταν συνήθως στους μικρότερους γιους ή τους γαμπρούς του αυτοκράτορα (ο πρωτότοκος συνήθως στεφόταν συμβασιλεύς). Από το Βυζάντιο, ο τίτλος διαδόθηκε στα ομόρα κράτη που βρίσκονταν υπό την πολιτική και πολιτιστική επιρροή της αυτοκρατορίας. Έτσι χρησιμοποιήθηκε από τη [[Λατινική Αυτοκρατορία]], τη [[Βουλγαρία]] και τη [[Σερβία]] (деспот, θηλ. деспотица) και την [[Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας]], όπου σε αντίθεση με τη συνήθη βυζαντινή πρακτική, «δεσπότης» ονομαζόταν ο διάδοχος του θρόνου.
 
Ως το υψηλότερο μετά αυτό του βασιλέως αξίωμα, ο τίτλος του «δεσπότη» υιοθετήθηκε από ή παραχωρήθηκε σε αρκετούς ανεξάρτητους ή ημιανεξάρτητους ηγεμόνες του ευρύτερου βυζαντινού κόσμου, των οποίων οι επικράτειες έμειναν γνωστές ως δεσποτάτα, παρότι δεν έφεραν όλοι οι ηγεμόνες τους τον τίτλο αυτό. Τέτοια ήταν το [[Δεσποτάτο της Ηπείρου]] και τα διάδοχα δεσποτάτα της Άρτας και του Αγγελοκάστρου, καθώς και η Σερβία ύστερα απόμετά το 1403. Ταυτόχρονα, η πρακτική των Παλαιολόγων, από τα μέσα του 14ου αιώνα και ύστερα, να αναθέτουν τη διακυβέρνηση διαφόρων απομακρυσμένων περιοχών του κράτους σε πρίγκιπες της αυτοξρατορικήςαυτοκρατορικής οικογένειας, οδήγησε στη δημιουργία ημιαυτόνομων επικρατειών κάτω από «δεσπότες», όπως στη [[Θεσσαλονίκη]] και το [[Δεσποτάτο του Μoρέως|Μοριά]].<ref name="ODB"/> Επί των Παλαιολόγων η απονομή του τίτλου συνοδευόταν από την παραχώρηση ενός κλήρου<ref>Charles Delvoye, Βυζαντινή Τέχνη, Εκδόσεις Δημ.Ν.Παπαδήμα, Αθήνα 2010, σ.599</ref>.
 
==Θρησκευτικός τίτλος==