Χένρι Λίντελ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 6:
=== Γονείς ===
 
Ο πατέρας του ήταν ο Χένρι Λίντελ , κυβερνήτηκυβερνήτης του Easington (1787-1872), νεώτερος γιος του 5ου βαρονέτου σερ Χένρι Λίντελ (1749-1791). Μητέρα του ήταν η Σαρλότ Λιόν (Charlotte Lyon, 1785-1871), κόρη του Τόμας Λιόν (1741-1796), με καταγωγή από τον ομώνυμο οίκο ευγενών της [[Σκωτία]]ς.
 
=== Σπουδές και καριέρα ===
Γραμμή 16:
Από το 1846 έως το 1855 ο Λίντελ διετέλεσε διευθυντής της Σχολής Γουέστμινστερ (Westminster School). Εκεί απόλαυσε μια περίοδο μεγάλης επιτυχίας, που την ακολούθησε όμως μια προβληματική περίοδος λόγω μιας επιδημίας πυρετού και χολέρας στο σχολείο. Το 1855 δέχτηκε την πρυτανεία του Κολλεγίου Christ Church της Οξφόρδης, ενός από τα μεγαλύτερα συστατικά κολέγια του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Την ίδια χρονιά εξέδωσε την ''Ιστορία της Αρχαίας Ρώμης'' και απέκτησε πολύ ενεργό ρόλο στην πρώτη Επιτροπή του Πανεπιστημίου. Η φυσιογνωμία του και το αριστοκρατικό του ύφος για πολλά χρόνια συνδέονταν με όλα αυτά που θεωρούνταν χαρακτηριστικά της ζωής της Οξφόρδης. Με τη παρουσία του βοήθησε στο να περάσουν οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στη δομή του Πανεπιστημίου που συνέβησαν την περίοδο του 19ου αιώνα, με τις μικρότερες δυνατές προστριβές. Από το 1870 μέχρι το 1874 διατέλεσε μάλιστα αντιπρύτανης (Vice-Chancellor) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
 
Το 1859 ο Λίντελ εξέφρασε την ικανοποίησή του προς τον τότε πρίγκιπα της Ουαλίας και μετέπειτα βασιλιά της Αγγλίας [[Εδουάρδος Ζ΄ του Ηνωμένου Βασιλείου|Εδουάρδο τον Έβδομο]] όταν αυτός εγγράφηκε στο Christ Church, όντας ο πρώτος κάτοχος του τίτλου αυτού ο οποίος θα φοιτούσε στο κολέγιο μετά τον [[Ερρίκος Ε' της Αγγλίας|Ερρίκο τον Πέμπτο]]. Επί τοντων ημερών του ως πρύτανης, μερίμνησε για την κατασκευή διαφόρων κτηρίων του κολεγίου.
 
Σε συνδυασμό με τον φυσικό [[Χένρι Άκλαντ]] (Sir Henry Ackland), ο Λίντελ ασχολήθηκε αρκετά με το να ενθαρρύνει τη μελέτη της τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ενώ κέρδισε το θαυμασμό και τη φιλία του [[Τζον Ράσκιν]]. Το 1891, λόγω της προχωρημένης ηλικίας, παραιτήθηκε από την πρυτανεία. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο [[Άσκοτ]], όπου και πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 1898.