Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 257:
Το γιο του Σεπτίμιου Σεβήρου, Καρακάλλα, διαδέχθηκε ο [[Μακρίνος]], που ήταν [[ιππέας]] από τη [[Μαυριτανία]] της Αφρικής, δείγμα της ολοένα μειούμενης επιρροής της Συγκλήτου. Τον πρώτο μη ανήκοντα στη σύγκλητο αυτοκράτορα αντικατέστησε ο πρώτος καταγόμενος από τη Συρία, ο [[Ελαγάβαλος]], ανιψιός της Ιουλίας Δόμνας, σε ηλικία 14 ετών. Προβλήθηκε ως γιος του Καρακάλλα και μόνη του μέριμνα ήταν η μεταφορά της λατρείας του [[Σολ Ινβίκτους|Ήλιου]] από την Έμεσα της [[Συρία|Συρίας]] στη [[Ρώμη]].
 
Το 222 αντικαταστάθηκε από το μικρότερο ξάδερφό του, [[Σεβήρος Αλέξανδρος|Σεβήρο Αλέξανδρο]], που κηδεμονευόταν από τη μητέρα του, που σκόπευε να τονώσει τις παραδοσιακές αξίες και το γόητρο της Συγκλήτου. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ήταν δυνατό, επειδή οι οικονομικές ανάγκες ήταν μεγάλες, καθώς οι [[Πάρθοι]] είχαν πλέον αντικατασταθεί από τους [[Σασσανίδες]] [[Πέρσες]], αντίπαλος φοβερός και επικίνδυνος για την ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Συμπίπτουν η μετάβαση από τη στρατιωτική μοναρχία στη στρατιωτική αναρχία. Για μισό αιώνα η αυτοκρατορία αναστατωνόταν από πολέμους ανάμεσα σε διεκδικητές του θρόνου , από τους οποίους επωφελούνταν οι Πέρσες και τα γερμανικά φύλα.
 
Ακολούθησε ο [[Μαξιμίνος ο Θραξ]], ένας άσημος στρατιωτικός του [[Δούναβης|Δούναβη]], που εφάρμοσε σκληρές μεθόδους πειθαρχίας και οδηγήθηκε στο θάνατο. Το [[238 μ.Χ.]] πέντε αυτοκράτορες ανταγωνίστηκαν για το θρόνο, από τους οποίου επέζησε μόνο ο [[Γορδιανός Γ']]. Την περίοδο των στρατιωτών αυτοκρατόρων η κατάσταση ήταν ζοφερή. Γύρω στο [[260]] φάνηκε να επίκειται το τέλος της αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας [[Ουαλεριανός]] είχε αιχμαλωτιστεί από τους Πέρσες, οι οποίοι μόλις αντιμετωπίζονταν, όπως και στα βόρεια τα γερμανικά φύλα. Και άλλα φαινόμενα υποτίμησης ρωμαϊκού νομίσματος, άνοδος τιμών, θεομηνίες και συγκρούσεις κοινωνικές.
 
Η άσχημη πολιτική και οικονομική κατάσταση ενίσχυσε τις αποσχιστικές τάσεις των επαρχιών και άλλα διοικητικά προβλήματα. Η κεντρική [[Γαλατία]] επαναστάτησε εναντίον της κεντρικής εξουσίας. Σε άλλες περιοχές, σημειώθηκε εγκατάλειψη της γης από τους αγρότες, που στράφηκαν, ανάμεσα σε άλλα, και στη ληστεία, μείωση του μεγέθους της καλλιεργούμενης γης. Τα μεγέθη των εξελίξεων αυτών είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν. Πάντως είναι απίθανο να έγινε ομοιόμορφα.
Γραμμή 265:
Περισσότερα στοιχεία διαθέτουμε για την κρίση του νομισματικού συστήματος, που έλαβε μορφή ολοκληρωτικής κατάρρευσης, καθώς τα μεγέθη είναι εύκολα μετρήσιμα. Οι αιτίες είναι σύνθετες, η κυριότερη, όμως, είναι η ελλιπής γνώση κανόνων που καθορίζουν τη νομισματική κυκλοφορία ως ρυθμιστικού παράγοντα της οικονομίας. Το ρωμαϊκό κράτος δεν έκανε πάντα πιστή εφαρμογή εγγυήσεων, αφού ήταν επιτρεπτή η νόθευση του νομίσματος και η ανάμιξη ευτελών μετάλλων. Ουσιαστικά υποτιμούσαν την ονομαστική αξία του νομίσματος.
 
Τον ύστερο 3ο αιώνα, οι δυσχέρειες στην προμήθεια των μετάλλων και η ανάγκη για μεγαλύτερες δαπάνες, οδήγησαν στην κοπή όλο και πιο νοθευμένων νομισμάτων. Μόλις οι πολίτες το αντιλαμβάνονταν η αξία του νομίσματος έπεφτε και οι τιμές των προϊόντων ανέβαιναν. Αποτέλεσμα ήταν ένας φαύλος κύκλος [[πληθωρισμός|πληθωρισμού]] και ανατιμήσεων, καθώς νέα υποτιμημένα νομίσματα έρχονταν στην κυκλοφορία. Επιπροσθέτως, σε ορισμένες περιπτώσεις όταν η διοίκηση έβρισκε πολύτιμα μέταλλα και κυκλοφορούσε γνησιότερα νομίσματα δεν κατάφερνε τα επιθυμητά αποτελέσματα, διότι αμέσως μόλις γίνονταν αντιληπτά αποσύρονταν από την κυκλοφορία και αποθησαυρίζονταν. Αυτό συμπλήρωνε το φαύλο κύκλο, διότι τα πολύτιμα μέταλλα δεν επιστρέφονταν ποτέ στην κυβέρνηση. Από την εποχή του Γαλλιηνού, η συνήθης περιεκτικότητα του αργυρού [[Δηνάριο (Ρώμη)|δηναρίου]] σε [[ασήμι]] ήταν 5%, ενώ λίγο αργότερα κυκλοφορούσαν απλώς επάργυρα νομίσματα. Ο συνδυασμός των οικονομικών δυσχερειών (πληθωρισμός, άνοδος τιμών, έλλειψη μετάλλων) είχε ως πρώτο θύμα την ίδια την διοίκηση, διότι με τα υποτιμημένα νομίσματα που συνέλεγε με τη φορολογία δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις ολοένα αυξανόμενες δαπάνες του κράτους.
 
Η λύση που δόθηκε ήταν η απαίτηση να καταβάλλεται ένα ποσό της φορολογίας σε είδος ή με την παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών στο κράτος. Αυτό το σύστημα φορολόγησης επικράτησε ολοκληρωτικά και βασικό χαρακτήρα? και άμεσα επηρεάστηκαν οι δημόσιες ευεργεσίες και οι δωρεές στις πόλεις.