Φρανκ Τζέιμς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 7:
Το 1861, όταν ο Φρανκ ήταν 18 ετών, ξεκίνησε ο [[Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος]]. Η πολιτεία του Μιζούρι παρέμεινε στους Βόρειους παρόλο που μια μειοψηφία ήθελε την απόσχιση της. Ανάμεσα στη μεοψηφία αυτή ξεχώρισε ο κυβερνήτης Τζάκσον της πολιτείας, που προσπάθησε να απωθήσει το στρατό των Βορείων έξω από τα όρια της πολιτείας του. Τελικώς, η δυναμική αυτή μειοψηφία ηττήθηκε, ανάμεσά τους και η οικογένεια Τζέιμς που προερχόταν από το δυτικό τμήμα της πολιτείας όπου οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν υπέρ των Νοτίων. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1861, η Πολιτειακή Φρουρά του Μιζούρι, με το στρατιώτη Φρανκ Τζέιμς στις τάξεις της, πολιόρκησε το ισχυρότατο οχυρό Λέξινγκτον των Βορείων στο Μιζούρι. Ο Φρανκ αρρώστησε στη διάρκεια της πολιορκίας και όταν οι δυνάμεις των Νοτίων υποχώρησαν, απέμεινε πίσω. Παραδόθηκε στις δυνάμεις της Ένωσης, αφέθηκε ελεύθερος παίρνοντας όρκο να μην ξαναπάρει τα όπλα εναντίον των Βορείων, και τού επετράπη να γυρίσει σπίτι του. Με την άφιξή του όμως στο πατρικό του, συνελήφθη από την τοπική πολιτοφυλακή, σύμμαχο των Βορείων και εξαναγκάστηκε να υπογράψει και όρκο υποταγής στην Ένωση (δυνάμεις των Βορείων).
 
Το φθινόπωρο του 1864, με την απόσυρση των τακτικών στρατευμάτων της Συνομοσπονδίας (Νότιοι), ξεκίνησε ένας σκληρός ανταρτοπόλεμος στην επικράτεια του Μιζούρι μεταξύ άτακτων υποστηρικτών των Νοτίων και των Βορείων πολιτοφυλάκων. Στις αρχές του 1863, ο Φρανκ αψηφώντας τον κίνδυνο και μην τηρώντας τους όρους της απελευθέρωσής του και τον ταπεινωτικό όρκο υποταγής που είχε δώσει, έγινε μέλος της αντάρτικης ομάδας του Φερνάντο Σκοτ, ενός πρώην σαγματοποιού (σαμαροποιού). Σύντομα, εντάχθηκε στην πιο ενεργή αντάρτικη ομάδα του [[Ουίλιαμ Κλαρκ Κουάντριλ]].
 
Ο ανταρτοπόλεμος ήταν σκληρός, ανηλεής και αδυσώπητος. Εκείνη την εποχή στην Αμερική συγκρούεντο όχι απλώς δυο αντιμαχόμενες δυνάμεις, αλλά δύο τρόποι ζωής, πολύ διαφορετικοί κόσμοι και ιδεολογίες. Στον αντίπαλο οι εκατέρωθεν αντιμαχόμενοι δεν έβλεπαν απλώς έναν εχθρό αλλά μια ανίερη και ανόσια προσπάθεια επιβολής ενός τρόπου ζωής και ματιάς ελευθερίας και κοινωνικής οργάνωσης που εκτός από το βασικό κίνδυνο που πρέσβευε για τα συμφέροντά τους, τους ήταν άγνωστη, γι΄ αυτό και επικίνδυνη. Ειδικά για τους Νότιους, ο βίαιος κοινωνικός μετασχηματισμός που επιχειρείτο να τους επιβληθεί προσέβαλλε βαθύτατα έναν κόσμο, που επέτρεπε μεν τη δουλεία, αλλά ήταν με τον τρόπο του βαθιά θρησκευόμενος και θρησκόληπτος, υπερήφανος και ανυπότακτος. Και οι δύο πλευρές επιδόθηκαν σε θηριώδίες, όπως την εν ψυχρώ εκτέλεση των αιχμαλώτων, άνευ προσαγωγής σε δίκη ή κατάθεση απολογίας.